Οταν έπρεπε να «κατέβεις» στην Αθήνα

Οταν έπρεπε να «κατέβεις» στην Αθήνα

Μια ιστορία βιωμένη στα αιμοφόρα αγγεία της πόλης θα μπορούσε να είναι η καθιερωμένη τέτοια εποχή επίσκεψη στον Πάλλη, Ερμού 8, Σύνταγμα

2' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μια ιστορία βιωμένη στα αιμοφόρα αγγεία της πόλης θα μπορούσε να είναι η καθιερωμένη τέτοια εποχή επίσκεψη στον Πάλλη, Ερμού 8, Σύνταγμα. Εκεί, στον ναό της γραφικής ύλης, θα πήγαινες με ευλάβεια, σχεδόν τελετουργικά, υπακούοντας σε ένα αταβιστικό αντανακλαστικό, για να αγοράσεις, λίγο πιο ακριβά είναι η αλήθεια, τα τετράδιά σου για τη νέα σχολική χρονιά. Θα έπαιρνες τα τετράδια που θα είχαν τυπωμένο ως λογότυπο τον Παρθενώνα και το μονόχρωμο εξώφυλλο θα ήταν σε όλη την παλέτα του παστέλ κίτρινου, πράσινου, ροζ ή γαλάζιου. Οι σελίδες θα ήταν σε άριστο χαρτί και το τετράδιο θα ντυνόταν με μπλε κόλλες και ετικέτες.

Αλλά για όλα αυτά, και πολλά ακόμη, θα έπρεπε να «κατέβεις» στην Αθήνα. Δηλαδή, στο κέντρο, στην καρδιά της πρωτεύουσας, και να ανακατευτείς στο πλήθος. Γυναίκες με υφάσματα και ρούχα από τον Σινάνη, τον Παπαγιάννη, τον Τσαντίλη, τον Αλεξανδράκη, τον Μουρτζόπουλο, το Salon Vert θα γέμιζαν την Ερμού. Για παιδικά, θα πήγαινες στο Bambino και για παπούτσια στον Μούγερ ή στο Pinocchio. Οι μητέρες θα πήγαιναν στον Μουριάδη. Για παιχνίδια, στον Μαγγιώρο και στην Πανελλήνιο Αγορά. Μετά, για γλυκό στον Φλόκα ή στο Ζόναρ’ς, για έναν γρήγορο καφέ στο Μπραζίλιαν ή στον Παπασπύρου. Για βιβλία στον Ελευθερουδάκη. Αυτή η Αθήνα της δεκαετίας του ’60 ήταν συνυφασμένη με πολυκοσμία στα πεζοδρόμια του κέντρου, όχι τόσο από τουρίστες, αλλά από αστούς. Οι γυναίκες της μεσαίας τάξης «ντύνονταν» όμορφα για να ψωνίσουν στην Ερμού ή στο Κολωνάκι. Οι άντρες έβαζαν κοστούμι για τις πρεμιέρες στο σινεμά ή στο θέατρο. Αλλες εποχές…

Αλλά αυτό που μένει είναι μια αδιέξοδη αναδρομή στο εγγύς παρελθόν, από το οποίο έχουν μείνει ελάχιστα ίχνη της αστικής ζωής. Θα έλεγε κανείς ότι η Αθήνα είναι μια πόλη που δοξάζει το γρήγορο φαγητό, τη μαζική ένδυση, την τυποποίηση σε όλα, από την τεχνολογία έως την ψυχαγωγία. Θα ήταν ίσως άδικη μια τέτοια εκτίμηση, ιδίως για όσους προσπαθούν να κάνουν τη διαφορά. Είναι ένα φαινόμενο διεθνές. Οι αλυσίδες του εμπορίου έχουν εκτοπίσει τα καταστήματα ενός ορισμένου κύρους σε όλες τις πόλεις του κόσμου, το μοντέλο της παραγωγής και του λιανεμπορίου έχει αλλάξει εδώ και δεκαετίες, όσοι εκτιμούν το διαφορετικό συνήθως δεν έχουν χρήματα για να το αποκτήσουν. Και εν μέσω αυτής της γενικευμένης ομοιομορφίας, τυποποίησης και μαζικοποίησης, η Αθήνα μοιάζει να μην αντιλαμβάνεται την υπεραξία της μοναδικότητας. Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Θα ήταν τολμηρό να λέγαμε ότι έχει εξαφανιστεί όλος ο αστικός καμβάς όχι μόνο της προπολεμικής πόλης (που σε άλλες πρωτεύουσες είναι κομμάτι της οικονομικής ζωής και της τουριστικής προβολής) αλλά και της μεταπολεμικής άνθησης, όταν το κέντρο ήταν «κέντρο».

Πέραν της αυτονόητης γοητείας που προσδίδει σε μια πόλη το κοίτασμα της χωνεμένης αστικής εμπειρίας, έτσι όπως αντανακλάται σε παλιά καφενεία, εστιατόρια, ξενοδοχεία, βιβλιοπωλεία, καταστήματα, υπάρχει και ένα θέμα πολιτισμικής ταυτότητας και συνείδησης της ίδιας της πόλης. Η Αθήνα είναι μια πόλη τεραστίων δυνατοτήτων με μεγάλες ελλείψεις που πρέπει να καλύψει. Η μοναδικότητά της είναι το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα. Αυτή η μοναδικότητα, ωστόσο, δεν είναι μόνο τα ιστορικά μνημεία, αλλά και ο αστικός πολιτισμός της, ο οποίος ποτέ δεν εκτιμήθηκε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή