1919-1922 – Πρόσωπα της Μικρασιατικής Εκστρατείας: Ο ακαταπόνητος «ναύαρχος» της Σμύρνης

1919-1922 – Πρόσωπα της Μικρασιατικής Εκστρατείας: Ο ακαταπόνητος «ναύαρχος» της Σμύρνης

Καταφύγιο για χιλιάδες Σμυρνιούς στην έπαυλη «490» του Εϊσα Τζένινγκς

8' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν έφτανε στη Σμύρνη με τη σύζυγο και τα τρία παιδιά τους –16 Αυγούστου 1922 (ν.η.), δύο εβδομάδες πριν καταρρεύσει το ελληνικό μέτωπο–, ο Εϊσα Τζένινγκς ήταν ένα «απλός» μεθοδιστής πάστορας που θα εργαζόταν στη Χριστιανική Αδελφότητα Νέων (ΧΑΝ). Δέκα μήνες αργότερα, όταν αποχώρησε, ήταν διάσημος, τον αποκαλούσαν «ναύαρχο» και είχε συμμετάσχει στις συναντήσεις της διάσκεψης που κατέληξε στη Συνθήκη της Λωζάννης.

Γεννημένος το 1877 στη μικρή πόλη Οντάριο της πολιτείας της Νέας Υόρκης, από οικογένεια πιστών μεθοδιστών, μεγάλωσε σε ένα αγρόκτημα και σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Σίρακιουζ. Εγκατέλειψε, όμως, τις σπουδές του λόγω οικονομικών δυσκολιών και εγκαταστάθηκε στη Γιούτικα, όπου εργάστηκε ως βοηθός γραμματέας αθλητικών δραστηριοτήτων της ΧΑΝ, έως το 1903. Μια χρονιά πριν είχε γνωρίσει την Εϊμι, με την οποία παντρεύτηκε.

Μετακόμισαν στο Κάρθρατζ, όπου πάλι εργάστηκε στη ΧΑΝ, σε δράσεις που αφορούσαν τη χριστιανική διαπαιδαγώγηση, τον αθλητισμό και την επαγγελματική κατάρτιση. Κατά την παραμονή τους εκεί, η ζωή τους σημαδεύτηκε από δύο γεγονότα: την απώλεια του παιδιού που έφεραν στη ζωή και την προσβολή του Εϊσα από τυφοειδή πυρετό. Αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη Γιούτικα, όπου όμως δέχτηκε νέο πλήγμα: προσβλήθηκε από φυματιώδη σπονδυλίτιδα. Εξαιτίας της παραμορφώθηκε η σπονδυλική του στήλη, απέκτησε μόνιμη κύφωση και δυσκολία στην αναπνοή, κι έχασε 12 εκατοστά ύψους.

Δεν κάμφθηκε όμως. Το 1906 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στην Εκκλησία των Μεθοδιστών και τη δεκαετία 1907-1917 εργάστηκε ως πάστορας σε εκκλησίες μεθοδιστών σε μικρούς αγροτικούς οικισμούς. Την περίοδο εκείνη γεννήθηκαν τα τρία παιδιά του ζεύγους.

Το 1917, ως στρατιωτικός ιερέας της ΧΑΝ, ταξίδεψε σε στρατιωτικές βάσεις από τις οποίες αναχωρούσαν οι Αμερικανοί στρατιώτες για να συμμετάσχουν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά το τέλος του, στάλθηκε από τη ΧΑΝ, κατόπιν αιτήματός του, στη στρατιωτική βάση της γαλλικής πόλης Λε Μαν, όπου διέμεναν Αμερικανοί στρατιώτες πριν επιστρέψουν στις ΗΠΑ, κι έπειτα εργάστηκε στη Διεθνή Επιτροπή της ΧΑΝ στη Γενεύη και την Τσεχοσλοβακία.

Στα τέλη Μαρτίου του 1922 ενημερώθηκε για την πρόταση της ΧΑΝ να μεταβεί στη Σμύρνη. Αποστολή του «ήταν να έρθει σε επαφή με αγόρια διαφορετικών θρησκειών και εθνικοτήτων –Ελληνες, Τούρκους, Αρμενίους και Εβραίους– μέσα από διάφορα αθλήματα και υπαίθριες δραστηριότητες, προκειμένου να τους διδάξει την ανεκτικότητα, την υπευθυνότητα και τη χριστιανική αρετή» (Γιούρενεκ).

Μετά την είσοδο των τουρκικών στρατευμάτων, ο Αμερικανός πάστορας γύριζε με τη Chevro- let του στην πόλη και περισυνέλεγε τραυματίες, εγκύους και παιδιά.

Η Σμύρνη τον γοήτευε: ήταν μία από τις επτά πόλεις στο βιβλίο της Αποκάλυψης και επίσης είχε υποδεχθεί έναν αιώνα πριν τους πρώτους Αμερικανούς προτεστάντες ιεραποστόλους. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο προάστιο του Παραδείσου, σε ένα σπίτι πάνω στον χωμάτινο κεντρικό δρόμο του.

Από εκεί έβλεπαν τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου ομάδες ανθρώπων να κατευθύνονται προς τη Σμύρνη, μεταφέροντας σε κάρα, ζώα ή στους ώμους τα υπάρχοντά τους. Το φαινόμενο είχε πάρει χαρακτηριστικά πλημμυρίδας στις 4 Σεπτεμβρίου, όταν ο Τζένινγκς κλήθηκε να συμμετάσχει στη σύσκεψη των επικεφαλής της αμερικανικής κοινότητας Σμύρνης που κάλεσε ο Τζ. Χόρτον στο αμερικανικό προξενείο. Στη σύσκεψη της επομένης πήρε σάρκα και οστά μια ιδέα του Τζένινγκς: δημιουργήθηκε Επιτροπή Ανακούφισης Προσφύγων. Ο ίδιος ανέλαβε στο πλαίσιό της την εξασφάλιση αλεύρου και φούρνων για το ψήσιμο ψωμιού – καθήκον αρκετά δύσκολο.

Στις 7 Σεπτεμβρίου, παρέλαβε από τον Ελληνα γιατρό Δημήτριο Μαρσέλο, ο οποίος εγκατέλειπε την πόλη, την έπαυλή του στο βόρειο άκρο της προκυμαίας, στον αριθμό 490, στη συνοικία Μπέλα Βίστα, «για να τη χρησιμοποιήσει όπως νόμιζε καλύτερα». Πολύ γρήγορα τη μετέτρεψε σε σταθμό πρώτων βοηθειών και καταφύγιο για τραυματίες, εγκύους, παιδιά και γυναίκες που είχαν βιαστεί. Επρόκειτο για μια δομή καθοριστική, καθώς η πρόσβαση στα νοσοκομεία ήταν δύσκολη ή και αδύνατη.

Παρά τις τεράστιες δυσκολίες που δημιουργήθηκαν μετά την είσοδο των τουρκικών στρατευμάτων, ο ακαταπόνητος Τζένινγκς γύριζε με τη Chevrolet του στην πόλη και περισυνέλεγε τραυματίες, εγκύους και παιδιά. Σύντομα η έπαυλη στο 490 γέμισε – και από πολλές γυναίκες που συνέρρεαν μόνες, αναζητώντας προστασία. Οσο για το ψωμί, παρά τις προσπάθειες, κατάφεραν να εφοδιάζουν μόλις το 5% των προσφύγων. Σταδιακά, ωστόσο, γινόταν αντιληπτό ότι η αντιμετώπιση της κατάστασης δεν απαιτούσε μόνο τρόφιμα και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

1919-1922 – Πρόσωπα της Μικρασιατικής Εκστρατείας: Ο ακαταπόνητος «ναύαρχος» της Σμύρνης-1
Πρόσφυγες έξω από την έπαυλη Μαρσέλου, στον αριθμό 490, όπου ο Τζένινγκς δημιούργησε σταθμό πρώτων βοηθειών (πηγή: Ν. Αναγνωστόπουλος, «Ενας ήρωας στην προκυμαία», Νίκας, 2022).

Το ξέσπασμα της φωτιάς επιδείνωσε την κατάσταση και αποφασίστηκε να εγκαταλείψουν την πόλη οι Αμερικανοί υπήκοοι. Ανάμεσα σε αυτούς που επιβιβάστηκαν στο πλοίο «Simpson» στις 13 Σεπτεμβρίου ήταν η σύζυγός του Εϊμι με τα παιδιά τους. Ο ίδιος αποφάσισε να παραμείνει για να προσφέρει. Αλλωστε, οι αντίστοιχες του «490» επαύλεις στο βόρειο άκρο της προκυμαίας αυξάνονταν, το ίδιο και οι άνθρωποι που είχαν βρει καταφύγιο σ’ αυτές και χρειάζονταν τη βοήθειά του. Και αυτή τη βοήθεια την προσέφερε ουσιαστικά μόνος, αξιοποιώντας τα τρόφιμα και την όποια αρωγή ερχόταν από τα αμερικανικά αντιτορπιλικά.

Στις 20 Σεπτεμβρίου, ημέρα που γινόταν 45 ετών, μια «ασυγκράτητη επιθυμία» –όπως αναφέρει– τον ώθησε σε μια κίνηση αποφασιστική: αναζήτησε ένα πλοίο για να μεταφέρει κάποια από τα άτομα που φιλοξενούσε στα «σπίτια του». Τελικά συμφώνησε με τον καπετάνιο του ατμόπλοιου «Κωνσταντινούπολη» να τα μεταφέρει με τίμημα 5.000 δολαρίων, χρήματα που συγκεντρώθηκαν από τους πρόσφυγες και την Αμερικανική Επιτροπή Ανακούφισης Προσφύγων Εγγύς Ανατολής. Σε αυτό το πρώτο δρομολόγιο, της 21ης Σεπτεμβρίου, μεταφέρθηκαν στη Λέσβο 2.000 άτομα – μαζί τους και ο Τζένινγκς [Στοιχεία αντλήθηκαν από: Lou Ureneck, «Η μεγάλη φωτιά», Ψυχογιός, 2016 – Ν. Αναγνωστόπουλος, «Ενας ήρωας στην προκυμαία», Νίκας, 2022].

Η ενασχόληση στην Τουρκία

Tον Φεβρουάριο του 1923, ένα στέλεχος του Διεθνούς Τμήματος της ΧΑΝ χαρακτήριζε τον Τζένινγκς ως «τον πιο αγαπητό Αμερικανό σήμερα στη Μέση Ανατολή» και διαπίστωνε ότι «ουδείς αρνιόταν να ικανοποιήσει οποιοδήποτε αίτημά του». Εχοντας αυτό το κύρος, ασχολήθηκε τη χρονιά αυτή με την ανταλλαγή αιχμαλώτων και πολιτικών κρατουμένων και στο τέλος της πραγματοποίησε μια στροφή: «Χωρίς να υποτιμώ τις ανάγκες για βοήθεια σε Ελληνες και Αρμενίους, αισθάνθηκα ότι θα έπρεπε να μοιραστώ τη συμπάθειά μου, τις υπηρεσίες μου και τη βοήθειά μου με τους Τούρκους», ανέφερε ο ίδιος. Από τότε και έως τον θάνατό του (Ιανουάριος 1933) δραστηριοποιήθηκε στην Τουρκία (προσπάθεια δημιουργίας λεσχών νεολαίας με δράσεις αθλητικές, καλλιτεχνικές και κοινωνικές, δημιουργία φιλανθρωπικών επιτροπών κ.ά.), εναρμονιζόμενος με την αμερικανική πολιτική της ενίσχυσης των σχέσεων με την Τουρκική Δημοκρατία – πολιτική που δίχασε την ιεραποστολική κοινότητα, καθώς πολλά μέλη της θεωρούσαν το τουρκικό καθεστώς «αιμοσταγές» (Γιούρενεκ). Το 1928 επέστρεψε στις ΗΠΑ, όπου εργάστηκε για τον ίδιο σκοπό, με κύριο φορέα την οργάνωση Αμερικανοί Φίλοι της Τουρκίας. Σε έναν από τους θεσμούς που δημιουργήθηκαν τότε (Εταιρεία Κοινωνικής Πρόνοιας), επίτιμος πρόεδρος ήταν ο πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού.

Τα τηλεγραφήματα και η μεταφορά 180.000 προσφύγων σε επτά ημέρες

Οταν ο Τζένινγκς έφθασε στη Μυτιλήνη, εκεί βρίσκονταν ήδη 75.000 πρόσφυγες, αλλά και αρκετά ελληνικά πλοία. Αφού κατόρθωσε να εξασφαλίσει τη συμφωνία του υποστρατήγου Αθ. Φράγκου ότι θα διέθετε μερικά για τη μεταφορά προσφύγων, επέστρεψε στη Σμύρνη στις 22 Σεπτεμβρίου. Την ίδια ημέρα οι τουρκικές αρχές γνωστοποιούσαν στους Αμερικανούς ότι «τα ελληνικά ατμόπλοια δύνανται να καταπλεύσουν στη Σμύρνη, αλλά όχι υπό ελληνική σημαία και με την προϋπόθεση ότι δεν θα δέσουν στην προκυμαία ή τις αποβάθρες».

1919-1922 – Πρόσωπα της Μικρασιατικής Εκστρατείας: Ο ακαταπόνητος «ναύαρχος» της Σμύρνης-2
Οι τελευταίοι Ελληνες της Σμύρνης στην προκυμαία, περιμένοντας τις βάρκες που θα τους μετέφεραν στα πλοία (Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα).

Υπό αυτές τις συνθήκες και έχοντας ανά χείρας μια επίσημη επιστολή του πλωτάρχη του αμερικανικού ναυτικού, Ρόουντς, η οποία διέτασσε τα ελληνικά ατμόπλοια να πλεύσουν προς τη Σμύρνη, υπαινισσόμενη την προστασία τους –όχι απλώς τη συνοδεία τους– αποβιβάστηκε στη Μυτιλήνη στις 23 Σεπτεμβρίου. Παρότι δικαιοδοσία για τέτοια διαταγή δεν υπήρχε, ο Φράγκου αντέδρασε κυρίως διότι δεν θεωρούσε διασφαλισμένη την προστασία των ελληνικών πλοίων. Καθώς τα περιθώρια στένευαν –στις 30 Σεπτεμβρίου εξέπνεε η προθεσμία που είχαν δώσει οι τουρκικές αρχές για την απομάκρυνση των προσφύγων–, αποφάσισε να απευθυνθεί στην κυβέρνηση. Το έκανε τηλεγραφικά μέσω του Ι. Θεοφανίδη, κυβερνήτη του θωρηκτού «Κιλκίς». Στον πρωθυπουργό Ν. Τριανταφυλλάκο εμφανίστηκε ως πρόεδρος της αμερικανικής επιτροπής Ανακούφισης Προσφύγων και ζητούσε άδεια για να μεταφερθούν 150.000 πρόσφυγες με ελληνικά πλοία που θα είχαν αμερικανική προστασία. Αντηλλάγησαν αρκετά τηλεγραφήματα, όμως η κυβέρνηση κωλυσιεργούσε. Γι’ αυτό αποφάσισε να την εκβιάσει: έστειλε μήνυμα ότι αν δεν δοθεί άδεια, θα αποστείλει νέο, μη κωδικοποιημένο μήνυμα –άρα εύκολα υποκλέψιμο–, ώστε να αποκαλυφθεί ότι η κυβέρνηση δεν εκμεταλλευόταν την υπαρκτή δυνατότητα διάσωσης των προσφύγων.
Ενώπιον αυτού του κινδύνου η κυβέρνηση συμφώνησε, υπό τον όρο ο Αμερικανός πρόεδρος της επιτροπής –ο Τζένινγκς, δηλαδή– να επιβιβαστεί στο πρώτο πλοίο. Επιπλέον, έθεσε στη διάθεσή του όλα τα πλοία που βρίσκονταν στον Πειραιά – τον έχρηζε δηλαδή άτυπο ναύαρχο του ελληνικού εμπορικού στόλου!

Στις 2 μ.μ. της 24ης Σεπτεμβρίου, επιβαίνοντας στο «Ισμήνη», που ηγούνταν στολίσκου 16 πλοίων, προσέγγισε στην προκυμαία της Σμύρνης. «Από αρκετά μεγάλη απόσταση», θυμάται, «μπορούσα να διακρίνω από το σημείο όπου βρισκόμουν στη γέφυρα τα ερείπια που κάπνιζαν και αποτελούσαν άλλοτε τον επιχειρηματικό τομέα της πόλης. Ηταν το πιο θλιβερό, φοβερό θέαμα που αντίκρισα στη ζωή μου. Και στο χείλος της θάλασσας, σε έκταση χιλιομέτρων, εκτεινόταν κάτι που έμοιαζε με άψυχο, μαύρο σύνορο. […] Καθώς προσεγγίζαμε και η στεριά απλωνόταν μπροστά μας, ήταν λες και όλα τα πρόσωπα σε εκείνο το σημείο είχαν στραφεί προς το μέρος μας, κάθε χέρι απλωνόταν για να μας τραβήξει. Νόμιζα πως ολόκληρη η ακτή τεντωνόταν για να μας γραπώσει».

Το βράδυ της ίδιας ημέρας επέστρεψε στη Μυτιλήνη με την πρώτη ομάδα προσφύγων. Οι Φράγκος και Θεοφανίδης δεν ήταν όμως εκεί· την ημέρα εκείνη είχε ξεσπάσει το κίνημα του στρατού και του στόλου. Ο Τζένινγκς συναντήθηκε με την ηγεσία του, η οποία «χωρίς δισταγμό επαναβεβαίωσε την άδεια που μας είχε δώσει η προηγούμενη κυβέρνηση».

Τα δρομολόγια συνεχίστηκαν και στις 30 Σεπτεμβρίου, ημέρα που εξέπνευσε η τουρκική διορία, επιβιβάστηκαν οι τελευταίοι πρόσφυγες που είχαν απομείνει στην πόλη. Συνολικά είχαν μεταφερθεί 180.000 πρόσφυγες σε επτά ημέρες.

Ο Τζένινγκς συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη Μυτιλήνη, όπου δημιούργησε μια επιτροπή Ανακούφισης Προσφύγων. Και αργότερα βοήθησε την ελληνική κυβέρνηση στη μεταφορά προσφύγων από τα νότια παράλια της Μικρασίας, τη Μερσίνη και τη Μαύρη Θάλασσα και ασχολήθηκε με την ασφαλή εγκατάστασή τους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή