Μπορεί στην πλατφόρμα Netflix το ντοκιμαντέρ για την υπόθεση να κάνει πρεμιέρα στις 23 Νοεμβρίου υπό τον τίτλο «Οι κολυμβήτριες», η ελληνική Δικαιοσύνη, ωστόσο, αδυνατεί να ολοκληρώσει την έρευνα, τέσσερα και πλέον χρόνια μετά την άσκηση των πρώτων ποινικών διώξεων.
Ο λόγος για την πολύκροτη έρευνα με αντικείμενο τη δράση της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης ERCI (Emergency Response Center International) στη Λέσβο, τα μέλη της οποίας τον Ιούλιο του 2018 συνελήφθησαν κατηγορούμενα σε βαθμό κακουργήματος ότι διευκόλυναν την είσοδο στη χώρα παράτυπων μεταναστών από την Τουρκία. Πρόκειται για την πρώτη από μια σειρά παρόμοιων δικογραφιών που έχουν σχηματίσει έκτοτε η Ασφάλεια Μυτιλήνης και το Λιμενικό εις βάρος μελών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή. Για την υπόθεση κατηγορούνται 24 άτομα, ανάμεσα στα οποία ο 43χρονος Ελληνας ιδρυτής της ERCI, ο 28χρονος Γερμανός Σον Μπίντερ και η 27χρονη πρόσφυγας από τη Συρία Σάρα Μαρντίνι, η οποία πάντως έχει βραβευθεί στο εξωτερικό για την ανθρωπιστική της δράση, αποσπώντας τα εύσημα από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, τον Πάπα Φραγκίσκο κ.ά.
Στη δικογραφία που είχε συντάξει η ΕΛ.ΑΣ. τον Ιούλιο του 2018 αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα μέλη της ERCI «δραστηριοποιούνται στην κατ’ επάγγελμα διευκόλυνση της διακίνησης μεγάλου αριθμού υπηκόων τρίτων χωρών προς τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου (Λέσβος και Σάμος) με παράνομες μεθόδους και διαδικασίες». Οι βασικοί πρωταγωνιστές στην υπόθεση, ανάμεσα στους οποίους και η 23 ετών τότε Σάρα, κρίθηκαν προσωρινά κρατούμενοι και οδηγήθηκαν στη φυλακή μέχρι τον Δεκέμβριο του 2018.
Την ίδια περίοδο, ο ανακριτής που είχε χρεωθεί την υπόθεση έκλεισε τον φάκελο και υπέβαλε τη δικογραφία στον εισαγγελέα Εφετών Μυτιλήνης για τα περαιτέρω: την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο ή την αρχειοθέτησή της. Εκείνος, ωστόσο, επέστρεψε τον φάκελο στον ανακριτή ζητώντας περαιτέρω έρευνα για την υπόθεση καθώς και την άσκηση συμπληρωματικής δίωξης για το αδίκημα της απάτης, με το αιτιολογικό ότι η ERCI αντλούσε χρηματοδότηση μέσω σχετικής εφαρμογής (crowdfunding) που «έτρεχε» στην ιστοσελίδα της. Για τα επόμενα 3,5 χρόνια οι δικαστικές αρχές στη Μυτιλήνη παρέμειναν αδρανείς. Μπροστά δε στον κίνδυνο παραγραφής των πλημμελημάτων που αποδίδονται στους 24 διωκόμενους, η υπόθεση διαχωρίστηκε και ο κατηγορούμενοι παραπέμπονται να δικαστούν τον προσεχή Ιανουάριο για αδικήματα όπως η πλαστογραφία και η χρήση ασυρμάτου, αλλά όχι για την ουσία των κατηγοριών που τους αποδίδονται.
Η παρατεταμένη νομική εκκρεμότητα έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση των ίδιων των διωκόμενων, καθώς και των νομικών εκπροσώπων τους (οι κ.κ. Κλειώ Παπαπαντολέων, Ζαχαρίας Κεσσές και Χάρης Πέτσικος). Με αίτησή τους, πριν από μόλις ένα μήνα, ζήτησαν την ακυρότητα όλης της διαδικασίας με το επιχείρημα ότι έχει παραβιαστεί το θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου η εις βάρος του δίκη να ολοκληρωθεί εντός «εύλογης διάρκειας». «Η υπέρμετρη καθυστέρηση της ποινικής διαδικασίας και εν προκειμένω της προδικασίας περιλαμβάνεται στους λόγους ακυρότητας», αναφέρουν μεταξύ άλλων στην αίτησή τους προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Μυτιλήνης. Ως αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας και υπό τον φόβο η υπεράσπιση να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ο ανακριτής Λέσβου έστειλε μόλις πριν από λίγα εικοσιτετράωρα νέες κλήσεις στους κατηγορουμένους για συμπληρωματική απολογία στις 18 Νοεμβρίου 2022.
Απαντώντας σε διευκρινιστικές ερωτήσεις της «Κ», οι συνήγοροι υπεράσπισης αποδίδουν την καθυστέρηση σε μια σειρά από αιτίες ανάμεσα στις οποίες οι συχνές αλλαγές ανακριτών, η πανδημία και ο μεγάλος όγκος υποθέσεων που καλούνται να διαχειριστούν οι δικαστικές αρχές της Λέσβου. Αναγνωρίζουν επίσης ότι όσα συμβαίνουν στη συγκεκριμένη υπόθεση αποτελούν οδηγό για τη δικαστική εξέλιξη και των υπολοίπων δικογραφιών που έχουν σχηματιστεί εις βάρος μελών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και εκκρεμούν στις εισαγγε-λίες της Λέσβου και όχι μόνον.