«Είναι σαν φόνος που δεν τελειώνει»

«Είναι σαν φόνος που δεν τελειώνει»

Ο θείος της την κακοποιούσε από τα 5 έως τα 12 της. Σήμερα, στα 54 της, λέει ότι αυτό που υπέστη είναι «δολοφονία χωρίς πτώμα»

7' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενα σχόλιό της για το άρθρο μου «Παιδιά στο σκοτάδι», σχετικά με την υπόθεση της δωδεκάχρονης στον Κολωνό, ήταν η αφορμή να επικοινωνήσουμε. «Εκ μέρους αυτών των παιδιών σε ευχαριστώ», μου έγραψε. «Οποτε είσαι έτοιμη να μιλήσεις, είμαι εδώ», της απάντησα. Μερικές μέρες μετά συμφώνησε να με συναντήσει. «Γιατί κουράστηκα να κουβαλάω τόσο πόνο…». Παναγιώτα, κάτοικος Αθήνας, ετών 54, γιατρός. Η σεξουαλική κακοποίησή της ξεκίνησε στα πέντε της χρόνια. Μου αφηγήθηκε τα πάντα. Ολα της τα στοιχεία είναι αληθινά. Μόνο το επίθετό της δεν θέλησε να δημοσιευθεί, γιατί δύο από τις «πρωταγωνίστριες» της ιστορίας είναι ακόμη εν ζωή.

– Ξέρω ότι σου είναι δύσκολο να μιλήσεις και σ’ ευχαριστώ που είσαι εδώ σήμερα.

– Ναι, πράγματι δυσκολεύτηκα να το αποφασίσω. Οταν έχεις κακοποιηθεί σεξουαλικά ως παιδί δεν εμπιστεύεσαι ποτέ κανέναν. Μαθαίνεις από νωρίς, με πολύ σκληρό και βίαιο τρόπο, ότι όποιος σε πλησιάζει, ακόμη κι αυτός που σε πρώτο χρόνο ίσως σου δώσει κάτι καλό, σου προσφέρει κάποια ανακούφιση, στη συνέχεια θα σου κάνει κακό, θα σε διαλύσει.

– Ποιες είναι οι οικογενειακές καταβολές σου;

– Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Επαρχιώτες και οι δύο γονείς μου, από φτωχές οικογένειες. Ηρθαν στην πρωτεύουσα, σπούδασαν, εξελίχθηκαν. Ο πατέρας μου είχε πολύ καλή και επικερδή δουλειά, οπότε η μητέρα μου δεν χρειάστηκε να εργαστεί. Δεν μας έλειψε ποτέ τίποτα. Εκείνος πέθανε στα 60 του, από καρκίνο. Εκείνη ζει, είναι 81 ετών. Κι αυτός είναι ο λόγος που δεν θα ήθελα να αναφερθεί το επίθετό μου: γιατί δύο από τις πρωταγωνίστριες της ιστορίας είναι εν ζωή.

– Ποια είναι η άλλη;

– Η θεία μου, η αδελφή της, 84 ετών σήμερα. Πολύ μικρές έχασαν τη μητέρα τους. Η απώλειά της ήταν καθοριστική και για την ψυχοσύνθεσή τους και για τις προσωπικές τους επιλογές. Η μητέρα μου είναι της εκκλησίας· αυστηρή, σκληρή, συντηρητική, ενοχική. Στον Θεό βρήκε τη ζεστασιά που δεν πήρε από τον χήρο πατέρα της. Η θεία μου πήγε στο άλλο άκρο: γλεντζού, κοκέτα, χωρίς αναστολές. Παρά τις διαφορές τους, όμως, είχαν ανέκαθεν ισχυρό δεσμό, σχέση συσσωματική. Η θεία μου παντρεύτηκε τον παιδεραστή.

– Πώς ήταν αυτός ο άνθρωπος;

– Σαραντάρης, καταστηματάρχης, όμορφος άντρας, η ψυχή της παρέας, πέραν πάσης υποψίας για τους περισσότερους από όσους τον γνώριζαν, όχι όμως για τους ανθρώπους του στενού του κύκλου: όπως έμαθα μεγαλώνοντας, είχε ριχτεί ουκ ολίγες φορές σε φίλες, ακόμα και εξαδέλφες της γυναίκας του. Η σεξουαλική κακοποίηση δεν είναι σαν μανιτάρι. Δεν φυτρώνει ξαφνικά μια ωραία πρωία. Υπάρχουν σημάδια, απλώς κάποιοι δεν τα βλέπουν – ή κάνουν ότι δεν τα βλέπουν.

– Πότε σε κακοποίησε για πρώτη φορά;

– Ημουν πέντε ετών. Ημασταν στο σαλόνι του σπιτιού της θείας μου με τον αδελφό μου (τρία χρόνια μικρότερο). Εκείνος με πήρε από το χέρι, με πήγε στην κρεβατοκάμαρα και κλείδωσε την πόρτα. «Σ’ έχω διαλέξει για να παίξουμε ένα παιχνίδι που παίζουν μόνο οι θείοι με τις ανιψιές τους», μου είπε. «Λίγα παιδιά έχουν αυτή την ευκαιρία, γι’ αυτό δεν πρέπει να το πεις σε κανέναν – ούτε στους γονείς σου ούτε στη θεία σου». Ο παιδεραστής είναι κυνηγός αλλά δεν θα κυνηγήσει οποιοδήποτε παιδί. Θα κινηθεί στο οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον. Θα προσεγγίσει ένα παιδάκι ντροπαλό, φοβισμένο, με γονείς πολύ καλούς αλλά ψυχρούς, απόμακρους, μη εκδηλωτικούς. Ενα παιδί που του λείπει το χάδι. Οπως ήμουν εγώ… Με έκανε να πιστέψω ότι επιτέλους κάποιος με αγαπάει, με προσέχει.

– Γιατί βρισκόσασταν μόνοι, με τον αδελφό σου, σ’ εκείνο το σπίτι;

– Η θεία μου δεν έκανε παιδιά και η μητέρα μου ήθελε να είμαστε παρόντες, ο αδελφός μου κι εγώ, στη ζωή της. Πολύ συχνά μας έστελνε, λοιπόν, στο σπίτι της. Σαν να μας «δάνειζε» σ’ εκείνη. Αυτό ήταν το μεγάλο της έγκλημα. Δεν μπορώ, πάντως, να θυμηθώ την παρουσία της θείας μας. Ηταν σε άλλο δωμάτιο; Εκτός σπιτιού; Δεν ξέρω.

– Μέχρι πότε συνεχίστηκε αυτό;

Μέχρι τα 12 μου, την έκτη δημοτικού. Και η κατάρα μου είναι ότι θυμάμαι ακόμη τα πάντα, από όλες τις φορές. Κυρίως τις οσμές. Αργότερα, στην Ιατρική Σχολή έμαθα ότι στον εγκέφαλο οι πιο δυνατές συνάψεις είναι αυτές της όσφρησης. Θυμάμαι τον ιδρώτα του, λοιπόν, τη μυρωδιά του δωματίου, καθετί σ’ εκείνο το σπίτι, και ανά πάσα στιγμή κάτι μπορεί να μου φέρει στο μυαλό όσα βίωσα. Κάθε φορά που αυτό συμβαίνει είναι σαν να με πυροβολούν.

– Γιατί αποφάσισες στα 12 να του αντισταθείς;

«Στα 17 μου, το αποκάλυψα στην ψυχολόγο μου. Εκείνη το είπε στη μητέρα μου. Η αντίδρασή της; “Δηλαδή έχει διαρραγεί ο παρθενικός υμένας;”. Αυτό μόνο την ενδιέφερε».

– Γιατί τότε μου είπε η μαμά μου πώς γεννιούνται τα παιδιά. Μου περιέγραψε το σεξ ως μια πράξη σιχαμερή, την οποία οι γυναίκες ανεχόμαστε μόνο και μόνο για να γίνουμε μητέρες. Ετσι ξύπνησαν μέσα μου οι ενοχές. Αρχισα να τον αποφεύγω, εκείνος με κυνηγούσε μανιασμένα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ηταν η πρώτη φορά που σκέφτηκα να αυτοκτονήσω. Από τότε η ενοχή, η ντροπή είναι μαζί μου. Ζω μ’ αυτήν.

– Πότε μίλησες στους γονείς σου;

– Στα 17 μου. Είχαμε την πρώτη μας σύγκρουση –εκείνοι ήθελαν να σπουδάσω Ιατρική κι εγώ ονειρευόμουν να γίνω ηθοποιός– και με έστειλαν σε μια ψυχολόγο για να με… συνετίσει. Στην πρώτη συνεδρία τής το αποκάλυψα. Με χείριστο τρόπο εκείνη το είπε στη μητέρα μου. Η αντίδρασή της; «Δηλαδή έχει διαρραγεί ο παρθενικός υμένας;». Αυτό μόνο την ενδιέφερε. Απανωτές κακοποιήσεις, η μια μετά την άλλη… Περίμενα να πει στην αδελφή της «ή τον χωρίζεις ή κόβουμε κάθε επικοινωνία». Η θεία μου δεν το πίστεψε. «Η κόρη σου είναι ψυχοπαθής», της είπε. Από τον πατέρα μου ήλπιζα να αντιδράσει, να οργιστεί, ακόμη και να τον δείρει. Τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Η απογοήτευσή μου ήταν τεράστια. Και ο θυμός μου.

– Γιατί δεν τον κατήγγειλες;

– Δεν είχα τα κότσια να το κάνω. Οσο κι αν σου φαίνεται περίεργο, λυπόμουν και τη θεία μου. Αφού επέλεξε να μείνει μαζί του, αισθανόμουν ότι έπρεπε να την προστατεύσω.

– Πώς επηρέασε η κακοποίησή σου τη σχέση σου με το άλλο φύλο;

– Ερωτευόμουν πάντα κακοποιητικούς άνδρες. Ευτυχώς, με φύλαξε ο Θεός και δεν παντρεύτηκα κανέναν ούτε έκανα παιδιά. Καταδικάστηκα, όμως, σε μοναξιά. Στους άλλους –όσο ερωτευμένη κι αν είμαι– βλέπω πάντα μια απειλή. Επέλεγα συντρόφους κατώτερους κοινωνικά, οικονομικά, μορφωτικά, για να έχω το πάνω χέρι. Δεν ενηλικιώθηκα ποτέ. Εχω γαντζωθεί στην παιδική ηλικία. Αφού δεν την έζησα, δεν είναι άδικο να την αφήσω; Δουλεύω και δεν μου μένει ούτε ένα ευρώ. Τα ξοδεύω όλα. Τα σεξουαλικά κακοποιημένα παιδιά δεν είναι καλά στη διαχείριση των οικονομικών τους. Δεν το λέω εγώ, το διάβασα σε ένα βρετανικό επιστημονικό άρθρο. Για να σέβεσαι τα χρήματα που βγάζεις και να κάνεις αποταμίευση πρέπει να αγαπάς τον εαυτό σου, να τον φροντίζεις, να σκέφτεσαι το μέλλον σου.

– Δεν έχεις αγαπήσει τον εαυτό σου;

– Προσπαθώ να τον αγαπήσω, μέσα από πολλά χρόνια ψυχοθεραπείας και συμμετοχής σε ομάδες αυτοβοήθειας. Εχω κάνει πρόοδο, πάντως. Δεν «μαστιγώνω» πια τόσο την Παναγιώτα. Ειδικά στις ομάδες έχω δει πολλά χειρότερα: μάνες που αντίκρισαν το παιδί τους κρεμασμένο, γυναίκες που βρήκαν μαχαιρωμένο τον άντρα τους μπροστά στην πόρτα τους. Δεν λέω «γιατί να συμβεί σε μένα», δεν διεκδικώ πρωτεία στον πόνο. Βέβαια, η σεξουαλική κακοποίηση ουσιαστικά δεν τελειώνει ποτέ. Είναι ο τoίχος που θα με χωρίζει πάντα από τους άλλους και από το ίδιο μου το φύλο. Είναι δολοφονία χωρίς πτώμα. Γιατί το θύμα, αν και «νεκρό», ζει, αναπνέει, κινείται…

– Ο θείος σου ζει;

– Πέθανε πέρυσι. Ανακουφίστηκα κάπως. Ολες αυτές τις δεκαετίες φαντασιωνόμουν τον θάνατό του: ότι είναι θαμμένος ζωντανός, ότι παίρνει νερό και τροφή από ένα σωλήνα και μένει εκεί, εγκλωβισμένος στο χώμα και στα κόπρανά του.

– Κάθε φορά που ένα περιστατικό έρχεται στο φως της δημοσιότητας τι σκέφτεσαι;

– Οτι πρέπει να μιλάμε στα παιδιά. Στα ανίψια μου, που είναι στην εφηβεία, μίλησα από νωρίς, είχα μεγάλη αγωνία μην τους συμβεί κάτι. Οφείλουμε να λέμε στα παιδιά ότι υπάρχουν, δυστυχώς, ανάμεσά μας κακοί δάσκαλοι, κακοί γυμναστές, κακοί παπάδες, κακοί συγγενείς ή γείτονες. Οχι για να τα τρομάξουμε και να τους μαυρίσουμε την ψυχή, αλλά για να τα προετοιμάσουμε ότι δεν θα ζήσουν σε έναν όμορφο κόσμο, ηθικά, αγγελικά πλασμένο. Ετσι θα τα κάνουμε πιο δυνατά.

– Μια δυνατή γυναίκα βλέπω πάντως εγώ απέναντί μου…

– Η ανάρρωση είναι ένα μονοπάτι που καθένας το προχωράει με τον δικό του ρυθμό και με κάμποσα πισωγυρίσματα. Ο ψυχίατρος που με παρακολουθεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια με ρώτησε στην πρώτη μας συνάντηση το προφανές: «Τι ακριβώς σας έκανε;». Το πιστεύεις ότι μισόλογα του λέω ακόμη; Ντρέπομαι. Δεν μπορώ να βάλω τις λέξεις στη σειρά – τα ρήματα, τα ουσιαστικά, τα επίθετα. Μέρα με τη μέρα, όμως, γίνομαι ολοένα και πιο δυνατή. Με βοηθάει και η πίστη μου· σ’ έναν θεό της αγάπης, της παρηγοριάς. Οχι εκδικητή, σαν εκείνον της μάνας μου. Εχω πια αποδεχθεί πως αυτό που είμαι σήμερα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε όσα μου έχουν συμβεί. Εχω κατανόηση και ενσυναίσθηση για τους ανθρώπους, συμπάσχω με τους πονεμένους. Από το κακό έχουν βγει πολλά καλά, δηλαδή. Βέβαια, αν μου έλεγες πως υπάρχει ένα μαγικό κουμπί και πως αν το πατούσα δεν θα είχε συμβεί τίποτα από όλα αυτά, θα το πατούσα, δεν θα σου πω ψέματα. Εκτός κι αν το τίμημα θα ήταν να κακοποιηθεί ένα άλλο παιδί στη θέση μου. Τότε, όχι, δεν θα το έκανα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή