Πού «σκοντάφτει» η λύση για 9.500 ετοιμόρροπα κτίρια

Πού «σκοντάφτει» η λύση για 9.500 ετοιμόρροπα κτίρια

Τρία χρόνια μετά τις εξαγγελίες για fast track κατεδαφίσεις, στον απόηχο του τραγικού θανάτου δύο εφήβων στη Σάμο, η προβληματική κατάσταση διαιωνίζεται

5' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ήταν 28 Μαρτίου και οι ριπές του ανέμου έφταναν τα οκτώ μποφόρ στη Θεσσαλονίκη. Ένα νεαρό αγόρι περπατούσε στον δρόμο, όταν άκουσε πίσω του έναν εκκωφαντικό θόρυβο. H σκεπή ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού είχε καταρρεύσει, λίγα δευτερόλεπτα αφότου το είχε προσπεράσει. Ένα εξάχρονο κορίτσι στην Ξάνθη δεν είχε την ίδια τύχη. Πριν από λίγες ημέρες καταπλακώθηκε από την κατάρρευση ενός μαντρότοιχου και πέθανε ακαριαία. Ο θάνατος του έφερε ξανά στο προσκήνιο ένα μεγάλο αγκάθι για την ελληνική πολιτεία: τα εγκαταλελειμμένα και τα επικινδύνως ετοιμόρροπα κτίρια που υπάρχουν σε όλη την επικράτεια και ενέχουν κινδύνους για τη ζωή των πολιτών.

Το μέγεθος του προβλήματος μεταφράστηκε σε αριθμούς όταν τον Δεκέμβριο του 2020 το υπουργείο Περιβάλλοντος ανακοίνωσε πως είχαν καταγραφεί περίπου 9.500 ετοιμόρροπα ή επικινδύνως ετοιμόρροπα κτίρια στη χώρα, χωρίς μάλιστα να συμπεριλαμβάνονται όλοι οι δήμοι. Η καταγραφή είχε γίνει στον απόηχο ενός ακόμα δυστυχήματος, του τραγικού θανάτου δύο εφήβων από κατάρρευση τοίχου στη Σάμο μετά τον σεισμό που έγινε την ίδια χρονιά. Τότε μάλιστα είχαν εξαγγελθεί μέτρα για την επιτάχυνση των διαδικασιών, τα οποία σήμερα, τρία χρόνια μετά, δεν έχουν εφαρμοστεί στην ολότητά τους, αφήνοντας μια προβληματική κατάσταση να διαιωνίζεται. 

Η διαδικασία και τα εμπόδια

Κεντρικό ρόλο στη διαχείριση των εγκαταλελειμμένων κτιρίων παίζουν οι δήμοι. Τις περισσότερες φορές, ο δήμος ενημερώνεται για ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο, έπειτα από μια καταγγελία πολίτη. Αν το κτίριο δεν υπάγεται σε κάποια ειδική κατηγορία, ένας πολιτικός μηχανικός από την αρμόδια υπηρεσία του δήμου κάνει μια πρώτη αυτοψία και συντάσσει μια έκθεση, η οποία αποστέλλεται σε μια τριμελή επιτροπή, που κρίνει αν το κτίριο είναι επικινδύνως ετοιμόρροπο ή όχι. Σε περίπτωση που κριθεί ετοιμόρροπο, ειδοποιείται ο ιδιοκτήτης, για να επισκευάσει ή να κατεδαφίσει το κτίριο. Αν δεν ανταποκριθεί σε ορισμένο χρονικό διάστημα η υπόθεση πηγαίνει στην Εισαγγελία και αν και τότε ο ιδιοκτήτης δεν συμμορφωθεί, ο δήμος αναλαμβάνει να κατεδαφίσει το κτίριο και έπειτα τα έξοδα επιβαρύνουν τον ιδιοκτήτη μέσω της εφορίας. Η διαδικασία μπορεί να «σκοντάψει» σε γραφειοκρατικά αλλά και πρακτικά ζητήματα. «Με τι μέσα να κατεδαφίσουμε εμείς τα κτίρια; Δεν έχουμε ούτε τα μέσα, ούτε την εμπειρία. Στην περίπτωση των Τρικάλων, το ένα κτίριο εφάπτεται με το άλλο. Πρέπει να βρούμε εργολαβία να το αναλάβει, χωρίς να έχουμε τα χρήματα να την υποστηρίξουμε», αναφέρει ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος και δήμαρχος Τρικκαίων, Δημήτρης Παπαστεργίου.

Επιτροπές για «fast track» κατεδαφίσεις 

Αυτή ωστόσο δεν είναι η πιο δύσκολη περίπτωση που μπορεί να προκύψει. Τα δύσκολα ξεκινούν όταν τα κτίρια είναι συναρμοδιότητα των υπουργείων περιβάλλοντος και πολιτισμού. Για να επιταχυνθούν οι γραφειοκρατικές διαδικασίες για τα εκατοντάδες αυτά κτίρια, το 2021 με νομοθετική ρύθμιση του υπουργείου Περιβάλλοντος συστάθηκαν επταμελείς Ειδικές Επιτροπές Επικινδύνως Ετοιμόρροπων σε κάθε αποκεντρωμένη διοίκηση, που θα εξετάζουν κτίρια προγενέστερα των εκάστοτε τελευταίων εκατό ετών, κτίρια που βρίσκονται πλησίον μνημείου ή εντός ή πλησίον αρχαιολογικού χώρου ή ιστορικού τόπου ή τόπου ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. 

Οι επιτροπές δεν έχουν συσταθεί σε όλες τις περιοχές και δεν λειτουργούν με την αναγκαία ταχύτητα.

Σύμφωνα με καλά ενημερωμένη πηγή, δύο χρόνια μετά οι επιτροπές αυτές δεν έχουν συσταθεί σε όλες τις περιοχές και ακόμα και αν έχουν συσταθεί, δεν λειτουργούν με την αναγκαία ταχύτητα. Η ίδια πηγή αναφέρει πως ακόμα και αν τα μέλη της Επιτροπής κινηθούν γρήγορα, η κατεδάφιση μπορεί και πάλι να καθυστερήσει εξαιτίας κωλυσιεργίας ή αδυναμίας των δήμων. Από το αντικείμενο των επιτροπών αυτών εξαιρούνται τα διατηρητέα και τα μνημεία, που σε αρκετές πόλεις αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό των ετοιμορρόπων. 

Διατηρητέα καταλήγουν να ρημάζουν

«Η κυριότερη δυσκολία μας είναι πώς πάρα πολλά από τα παλιά κτίρια είναι εγκαταλελειμμένα και διατηρητέα», αναφέρει στην «Κ» ο Γιώργος Αποστολόπουλος, αντιδήμαρχος Δημοτικής Περιουσίας και Δόμησης στον δήμο Αθηναίων, όπου υπάρχουν διάσπαρτα περίπου 1.600 εγκαταλελειμμένα κτίρια. Όπως περιγράφει, το υπουργείο Πολιτισμού έχει διαδικασίες πολύ απαιτητικές, χρονοβόρες και κοστοβόρες για να αποκαταστήσει κάποιος το κτίριό του και σε πολλές περιπτώσεις είναι οικονομικά ασύμφορο για τους ιδιοκτήτες -που συχνά είναι πολλοί- να προχωρήσουν. Το καθεστώς πολυιδιοκτησίας, με πολλούς κληρονόμους κάποιοι εκ των οποίων μπορεί να μην ζουν στην Ελλάδα, καθώς και η οικονομική αδυναμία των ιδιοκτητών να συντηρήσουν το κτίριο, έχει ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη και σταδιακή φθορα των διατηρητέων κατοικιών. «Αν οι ιδιοκτήτες δουν ότι δεν τους συμφέρει να φτιάξουν το κτίριο ή αν ακόμα δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους εξαιτίας της πολυιδιοκτησίας, τα κτίρια αυτά καταλήγουν να ρημάζουν», σημειώνει ο αντιδήμαρχος, προσθέτοντας πως αυτό που μπορεί να κάνει ο δήμος είναι να λάβει κάποια προστατευτικά μέτρα ώστε να μην κινδυνεύουν οι πολίτες, όπως η τοποθέτηση λαμαρινών. 

«Ένα μεγάλο ποσοστό των ετοιμόρροπων είναι άξια προς διατήρηση», αναφέρει η Μαρία Δούση, Aναπληρώτρια Καθηγήτρια στο τμήμα Αρχιτεκτονικής του ΑΠΘ. «Ούτε το υπουργείο Πολιτισμού μπορεί να διαχειριστεί το τεράστιο δυναμικό αυτών των μνημείων. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τα προστατεύσει, και έτσι μένει το μνημείο -που είναι περιουσία όλων μας- στη μοίρα του, και ο κόσμος που κυκλοφορεί επίσης στη μοίρα του. Είναι αδιέξοδο αυτό», υποστηρίζει.

Την ίδια στιγμή, στα χαρτιά έχει μείνει και η νομοθετική ρύθμιση του υπουργείου Περιβάλλοντος που θα ανέθετε στους κεντρικούς δήμους ή σε ιδιώτες που αυτοί θα όριζαν, την επισκευή και την αξιοποίηση των εγκαταλελειμμένων έως και 50 χρόνια.  

«Μην δαιμονοποιούμε τα κτίρια»

Ο μαρασμός και η κατάρρευση των κτιρίων ωστόσο δεν είναι μόνο θέμα ασφάλειας αλλά και θέμα προστασίας της ιστορίας και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της χώρας. 

H Ειρήνη Γρατσία, αρχαιολόγος και συντονίστρια της MONUMENTA, αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας για την προστασία της φυσικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την απώλεια όχι μόνο διατηρητέων αλλά κτισμάτων που παρότι δεν είναι διατηρητέα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της νεότερης ιστορίας και ταυτότητας μας καθώς χτίστηκαν στον μεσοπόλεμο και αντανακλούν τη κοινωνία της εποχής εκείνης. «Είναι μικροαστικές και μεσοαστικές κατοικίες, τα κτίσματα του μεσοπολέμου, των δεκαετιών του ‘20 και του ‘30», σημειώνει η ίδια λέγοντας πως σε κάθε περιοχή πρέπει κάτι να διατηρηθεί από αυτά τα κτίρια, τα οποία τώρα «φεύγουν» σωρηδόν. 

Η κ. Γρατσία, ωστόσο, αναφέρει πως για να αποκαθίστανται και να συντηρούνται τόσο τα κτίρια αυτά όσο και τα διατηρητέα, απαιτείται να δοθούν οικονομικά κίνητρα στους ιδιοκτήτες. Το πρόγραμμα «Διατηρώ», παραδείγματος χάρη, που θα είχε αυτόν τον ρόλο, δεν έχει προχωρήσει ακόμα ώστε να ενισχύσει τους ιδιοκτήτες. «Μην δαιμονοποιούμε τα κτίρια. Δεν φταίνε τα κτίρια. Εμείς τα αφήνουμε εγκαταλελειμμένα. Κάπως πρέπει να το χειριστούμε το ζήτημα αυτό».

⇒ Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή