Μήπως είμαστε πια ανίκανοι για τεμπελιά;

Μήπως είμαστε πια ανίκανοι για τεμπελιά;

Τρεις ψυχολόγοι εξηγούν την αδυναμία για χαλάρωση και το άγχος που προκαλεί σε πολλούς η «απραξία» του καλοκαιριού

8' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είστε στην παραλία. Ηχος sms. Ο λογαριασμός σταθερού τηλεφώνου εκδόθηκε. Το σκέφτεστε λίγο, ίσως ασυνείδητα προσπαθείτε να αντισταθείτε στην παρόρμηση της στιγμής αλλά τελικά υποκύπτετε: μολονότι χρονικό περιθώριο υπάρχει, μπαίνετε στο e-banking σας και πληρώνετε. Αφήνετε το κινητό ή το τάμπλετ στην άκρη, πίνετε μια γουλιά καφέ, ατενίζετε τη θάλασσα, αλλά κάτι «σας τρώει». Σε μερικά λεπτά βλέπετε τα emails σας. Απαντάτε σε ένα-δυο επείγοντα. Θυμάστε αίφνης την απάντηση που δεν προλάβατε να στείλετε σε κάποιον συνεργάτη σας· μετά, κι άλλες εκκρεμότητες που δεν διευθετήθηκαν. Αγχώνεστε. Ολο τον χρόνο περιμένατε τις μέρες των διακοπών, όμως νιώθετε να ασφυκτιάτε. Είναι αδύνατον να χαλαρώσετε. Μπορεί και να το έχετε ήδη μετανιώσει που φύγατε. «Καλύτερα είμαι στο σπίτι», δεν αποκλείεται να σκέφτεστε. Δεν είστε οι μόνοι.

«Δικαίωμα»

«Ω τεμπελιά, μητέρα των τεχνών και των ευγενών αρετών, γίνε το βάλσαμο για τις ανθρώπινες αγωνίες!» έγραφε ο Πολ Λαφάργκ στο θρυλικό «Δικαίωμα στην τεμπελιά», που εκδόθηκε το 1880 και προκάλεσε τουλάχιστον αμηχανία στους κύκλους των Ευρωπαίων σοσιαλιστών, μιας και ο συγγραφέας, γαμπρός του Καρλ Μαρξ, πήγαινε κόντρα στο δεσπόζον σύνθημα των εργατικών αγώνων εκείνης της εποχής, το «Δουλειά για όλους». Ο Λαφάργκ περιέγραφε το όραμά του για μια κοινωνία στην οποία οι μηχανές «ακούραστες, με μια θαυμαστή, ανεξάντλητη γονιμότητα, θα ολοκληρώνουν μόνες τους, υπάκουα, την ιερή τους δουλειά». Σκεφτείτε την απογοήτευσή του αν έβλεπε πως οι άνθρωποι «καταδιώκονται» από τις μηχανές ακόμη και τις στιγμές της χαλάρωσής τους.

«Στις διακοπές δεν είμαστε πια μόνοι μας. Παίρνουμε μαζί μας τα έξυπνα τηλέφωνα και τα λάπτοπ. Λαμβάνουμε συνεχώς τηλεφωνήματα, sms και emails. Συνεπώς, εν τοις πράγμασι, η εργασία μας συνεχίζεται – έστω και όχι με την ίδια ένταση ή στο σύνηθες εργασιακό περιβάλλον. Η εργασιακή ανάπαυλα έχει ουσιαστικά μετατραπεί σε ήπια εξ αποστάσεως εργασία, με αποτέλεσμα οι διακοπές της ψηφιακής εποχής να μην είναι πραγματικές διακοπές», λέει στην «Κ» ο Σπύρος Βλαχόπουλος, καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ. «Γι’ αυτό αναπολώ τις διακοπές των παιδικών και εφηβικών μας χρόνων. Τότε που δεν διαθέταμε κινητά και υπολογιστές, παρά μόνο ένα σταθερό τηλέφωνο στο σπίτι ή στο καφενείο του χωριού. Κι όμως, είχαμε τη δυνατότητα να επικοινωνούμε με τα αγαπημένα μας πρόσωπα που ήταν μακριά και ταυτόχρονα απολαμβάναμε τις μέρες των διακοπών – με λιγότερες υλικές ανέσεις, αλλά με περισσότερο και ποιοτικότερο ελεύθερο χρόνο».

Οι ρυθμοί της ζωής είναι τόσο γρήγοροι και η καθημερινότητα τόσο φορτισμένη, που είναι δύσκολο να ξεφύγουμε από το άγχος ακόμη και στις διακοπές.

Είναι μια ικανότητα, τελικά, να μπορείς να ξεκουράζεσαι, να χαλαρώνεις, να αφήνεσαι σε μια αναζωογονητική παθητικότητα, ακόμη και στην τεμπελιά. Δεν είναι λίγοι όσοι, εθισμένοι στο στρες, την έχουν χάσει. Επινοούν διάφορα καθήκοντα ακόμη και τις μέρες των διακοπών, για να μην αφεθούν σε μια κατάσταση που κάθε άλλο παρά οικεία τους είναι.

Η «υγιής τεμπελιά»

Ο Μιχάλης Κοσμόπουλος, καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Μισούρι του Σεντ Λιούις των ΗΠΑ και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, συμφωνεί: «Οι ρυθμοί της ζωής μας είναι τόσο γρήγοροι και η καθημερινότητά μας τόσο φορτισμένη, που αναπόφευκτα επηρεάζονται και οι περίοδοι ξεκούρασής μας. Οχι ίσως γιατί έχουμε ξεμάθει να μην κάνουμε τίποτα, αλλά γιατί είναι δύσκολο να ξεφύγουμε από το άγχος – οι διακοπές δεν αποτελούν εξαίρεση. Η “υγιής τεμπελιά” δεν είναι τόσο σωματική, όσο πνευματική και ψυχική, και έχω την εντύπωση πως ακόμη κι αν επιβάλουμε στο σώμα μας να μην κάνει τίποτα, είναι δύσκολο να χαλαρώσει και να αναπαυτεί το μυαλό μας».

Τρεις ειδικοί της ψυχικής υγείας εξηγούν στην «Κ» τι ακριβώς συμβαίνει και οι διακοπές όχι μόνο δεν μας ξεκουράζουν, αλλά πολλές φορές μας προκαλούν άγχος, εκνευρισμό, ακόμη και φόβο ή θυμό.

Μήπως είμαστε πια ανίκανοι για τεμπελιά;-1
Διακοπές δίπλα στη θάλασσα, χωρίς κινητά και τάμπλετ, δίχως emails και μηνύματα. Οι ειδικοί επισημαίνουν πως αν το γραφείο μάς ακολουθεί στην παραλία, δεν μπορούμε να μιλάμε για διακοπές. [Αλίνα Λέφα]

Οταν το ξέφωτο σκοτεινιάζει

Αννα Κανδαράκη, ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια

Eνα από τα πιο συχνά συμπτώματα που μπορεί να μαρτυρά ψυχικό πόνο είναι η διαταραχή στον ύπνο. Τη στιγμή που πάμε να χαλαρώσουμε, μόλις κλείνουμε τα βλέφαρα, εμφανίζονται μπροστά μας όλες οι αγωνίες μας. Μια βασανιστική περιπλάνηση ξεκινά. Το μυαλό αρχίζει να τρέχει στο χθες, το σήμερα και το αύριο, μετανιώνοντας για λάθη που έγιναν, τρέμοντας για καταστροφές που μπορεί να έρθουν. Μαζί του σε αυτό το… τρεχαλητό παρασέρνει και την ψυχή μας, μην αφήνοντας το σώμα μας να ξεκουραστεί. Αντίστοιχα στις διακοπές, μόλις βγούμε από το ζεστό κουκούλι της πιεστικής αλλά γνώριμης καθημερινότητας, αποκαλύπτονται όλα όσα μπορεί να κουβαλάμε μέσα μας και δεν το ξέρουμε.
 
Τόσο η κλινική πράξη όσο και η βιβλιογραφία επιβεβαιώνουν ότι και ο Δεκέμβριος, μήνας εορτών, και ο Αύγουστος, μήνας διακοπών, είναι περίοδοι κατά τις οποίες τα αιτήματα για βοήθεια στην ψυχική υγεία αυξάνονται ακριβώς γι’ αυτό: Σταματάμε το τρέξιμο και συνειδητοποιούμε ότι μονάχα αυτό έχουμε μάθει, να τρέχουμε. Κι αν δεν έχουμε κάτι να κυνηγάμε, δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Είναι αδύνατη η διαχείριση της αβεβαιότητας. Μας είναι δυσβάσταχτο να μη λειτουργούμε με πρόγραμμα, να μην έχουμε τον έλεγχο σε καθετί. Εκπαιδευμένοι από μικροί μόνο στο χρέος και στον στόχο, δεν έχουμε διδαχθεί την αξία της χαράς και της πολύτιμης, αναντικατάστατης στιγμής που φεύγει. Δεν γνωρίζουμε πόσο σημαντικό είναι να δίνουμε χρόνο στις σχέσεις μας και στον εαυτό μας.
 
Η ξεγνοιασιά είναι εφόδιο που κυρίως αποκτάς στα ανέμελα καλοκαίρια που πέρασες, τότε που μοναδική σου αγωνία ήταν –ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι– πόσα παγωτά θα φας και αν θα πας και για απογευματινό μπάνιο. Αν το καλοκαίρι σου ήταν «μπουκωμένο» με διαβάσματα, ενήλικες αγωνίες και γονεϊκά άγχη που δεν αναλογούν στην παιδική αναπτυξιακή φάση, τότε το ζήτημα της (υποτιθέμενης) ξεκούρασης παίρνει άλλες διαστάσεις: αντί για ηλιόλουστο ξέφωτο μοιάζει με δύσβατο μονοπάτι το οποίο δεν ξέρεις πώς να διαβείς…
 
Αλλά και πάλι, ποτέ δεν είναι αργά να μάθεις να αντέχεις την αβεβαιότητα, ν’ αρχίσεις να απολαμβάνεις αυτό που είσαι, να εκπαιδευτείς να χαλαρώνεις χωρίς να σε πνίγουν οι ενοχές της απόλαυσης και χωρίς να φοβάσαι τη συμφορά που θα έρθει ως τιμωρία στην ύβρι που διαπράττεις. 

Η φύση μάς καλεί να θυμηθούμε

Θάλεια Πορτοκάλογλου, ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια

Οι διακοπές, παρότι συνδυασμένες με την εικόνα μιας μεγάλης «εξόδου», είναι μάλλον περισσότερο ένα κάλεσμα προς τα «μέσα». Πολύ συχνά, στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας, αναδύεται μια αναστάτωση, μια αίσθηση δυσφορίας και άγχους όσο πλησιάζουν οι περίοδοι διακοπών. Το να έχει κανείς πιο πολύ χρόνο με τις σκέψεις του, με το σώμα του και με τις σχέσεις του με τους άλλους, πράγματι δεν είναι εύκολο. Πόσο μάλλον όταν όλα αυτά συχνά συνοδεύονται από την οξύμωρη προσδοκία πως οι διακοπές είναι η στιγμή που κανείς «πρέπει», έχει χρέος να χαλαρώσει και να περάσει καλά. 
 
Αυτή η καταναγκαστική φαντασίωση φαίνεται να παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις όσο η εργασία καταλαμβάνει ολοένα και περισσότερο χρόνο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γίνονται παραμορφωτικοί καθρέφτες του ανθρώπινου ψυχισμού και, παράλληλα, το γνωστό «burnout» εξαπλώνεται σαν πανδημία. Οι διακοπές καταλήγουν αναπαράσταση μιας πολυπόθητης όασης, ενός νοητού καταφυγίου στο οποίο εγκλωβίζονται οι επιθυμίες, η δυνατότητα απόλαυσης και η αίσθηση ελευθερίας. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, όταν έρχεται αυτή η πολυαναμενόμενη ώρα, εξαντλημένοι από την καθημερινότητα, οι περισσότεροι παραδίνονται πλέον σε όσα αντιστέκονταν όλο το προηγούμενο διάστημα προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις μιας εξουθενωτικής και συχνά ματαιωτικής καθημερινότητας. Σώμα και ψυχή έχουν το ελεύθερο, επιτέλους, να καταρρεύσουν, να χάσουν το σθένος τους και τελικά να συνδεθούν με μια αλήθεια που έμενε στο περιθώριο όσο η υπερένταση πρωταγωνιστούσε.
 
Οι διακοπές είναι μια πρόκληση να εγκαταλείψει εν μέρει κανείς την ενεργητική του στάση απέναντι στα πράγματα και να αφεθεί θαρραλέα όχι στην αδράνεια, αλλά στην παθητική ικανότητα του να δέχεται και να εμπεριέχει αυτά που τον κυριεύουν εσωτερικά και εκείνα που τον περιβάλλουν. Η ανάγκη να είναι κανείς εξίσου ενεργητικός και (κουρασμένος τελικά) κατά τη διάρκεια των διακοπών, πιθανόν να είναι προσπάθεια αντίστασης απέναντι σε ό,τι μπορεί να αναδυθεί μέσα από μια τέτοια ψυχική μετακίνηση. Μόνο και μόνο η επαφή με τη φύση μάς προσκαλεί να αισθανθούμε τόσο το φως όσο και το σκοτάδι, τόσο τη δημιουργία όσο και την απώλεια. Ενώ εμείς πάμε στη φύση για να ξεχάσουμε και να ξεχαστούμε, εκείνη μας καλεί να θυμηθούμε. Η ικανότητά μας να ξεκουραστούμε ίσως, τελικά, να έγκειται στη δυνατότητά μας να συναντάμε και να χωράμε μέσα μας όσα παλεύουμε μάταια να ξεχάσουμε.

Η παίδευση των διακοπών

Σάββας Σαββόπουλος, ψυχίατρος – ψυχαναλυτής

Πολλοί από εμάς μοιάζει να κατευθύνονται από έναν αυτόματο πιλότο. Δεν γνωρίζουν ποιος ρόλος τους ανατέθηκε, παρά μόνο τον στόχο, τι πρέπει να γίνει. Οι διακοπές προσφέρουν την ευκαιρία να συνειδητοποιήσει κανείς αυτά που νιώθει, να συνυπάρξει ουσιαστικά με τους κοντινούς του ανθρώπους, να ανακαλέσει την ιστορία του, να σκεφτεί το παρόν του, να ονειρευτεί το μέλλον του και, κυρίως, να ζήσει με τον εαυτό του, να τον γνωρίσει καλύτερα – ακόμη και το απρόσιτο, πληγωμένο, ηττημένο κομμάτι του. Ωστόσο, όποιος έχει τραυματιστεί θέλει να ξεχάσει. Οταν το επιτύχει και βρει κάποια ισορροπία, θα τη διαφυλάξει ως κόρην οφθαλμού. Σε ορισμένες περιπτώσεις, λοιπόν, φοβάται τις διακοπές γιατί δεν θέλει να εγκαταλείψει τη ζώνη ασφαλείας του.
 
Δεν είναι λίγοι όσοι αποφεύγουν τις διακοπές γιατί η καθημερινότητα με τους γρήγορους ρυθμούς της έχει κάτι καθησυχαστικό. Και να φύγουν, θα επιδιώξουν, όπου βρεθούν, να μη μείνουν ήσυχοι, να «τρέχουν» όπως στην πόλη. Σε διαφορετική περίπτωση θα χάσουν αυτό το σύστημα αναφοράς που τους δίνει την αίσθηση της κοινωνικής τους ταυτότητας, της ύπαρξής τους. Για να καταφέρει κανείς να φύγει από το οικείο περιβάλλον του χωρίς άγχος, θα πρέπει να είναι καλά οριοθετημένος σε σχέση με την εσωτερική και εξωτερική πραγματικότητα· να διαθέτει αίσθηση εσωτερικής ασφάλειας και συνέχειας, η οποία θα του δίνει τη βεβαιότητα ότι θα παραμείνει ίδιος ακόμη κι αν η εξωτερική πραγματικότητα αλλάξει εντελώς.
 
Αυτή η αίσθηση ασφάλειας απουσιάζει αν υπήρξαν τραυματισμοί ή ήταν ανεπαρκής η παρουσία και η πλαισίωσή του ως μικρού παιδιού από τους γονείς του, ήδη από τους πρώτους μήνες της ζωής του. Τα παιδιά, επομένως, πρέπει να τα πλαισιώνουμε επαρκώς, να τους εξηγούμε τις αλλαγές που ίσως δεν καταλαβαίνουν, ώστε να μην αποσταθεροποιηθούν. Να τους μιλάμε για όσα συμβαίνουν, ευχάριστα ή δυσάρεστα, να ονομάζουμε τα συναισθήματά τους, τους ανθρώπους, τα μέρη ή τα αντικείμενα με τα οποία σχετίζονται και να δίνουμε νόημα στις αλληλεπιδράσεις τους με τους άλλους. Για να νιώσουν ασφάλεια χρειάζεται να έχουν εμπιστοσύνη στους γονείς τους, ότι δεν θα τους πουν ποτέ ψέματα. Γονείς που προβάλλουν (έστω και ασυνείδητα) τα δικά τους προβλήματα στα παιδιά τους, τους βάζουν εμπόδια στο να αυτονομηθούν. Αυτά τα παιδιά, όταν γίνουν ενήλικοι, θα έχουν δυσκολίες να χαλαρώσουν και να είναι ανέμελοι. Δεν θα μπορούν να απολαύσουν (ούτε) τις διακοπές τους…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή