Πριν από λίγες μέρες επικοινώνησα για τις ανάγκες ενός ρεπορτάζ με τον Πέτρο Κουτράκη, καθηγητή Περιβαλλοντικών Επιστημών και διευθυντή του Κέντρου Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης, Κλιματικής Αλλαγής και Ενέργειας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Toν ρώτησα αν βρισκόταν στην Ελλάδα για διακοπές στη γενέτειρά του, τις Αρχάνες της Κρήτης. «Θα έρθω το φθινόπωρο. Τα καλοκαίρια στην Ελλάδα έχουν γίνει κόλαση. Αυτά που λέγαμε επί χρόνια δυστυχώς επαληθεύτηκαν. Πρέπει να αναθεωρήσουμε άμεσα τον τρόπο ζωής μας, να κάνουμε πολλά για να προσαρμοστούμε στην καινούργια κατάσταση, να γίνουν ριζικές αλλαγές», μου απάντησε. «Θα έπρεπε, λοιπόν, να πούμε στους συμπολίτες μας πώς θα είναι το μέλλον στην πατρίδα μας. Ισως αυτό μας δώσει έναν καινούργιο σκοπό…». Πώς θα είναι, όμως, το μέλλον σ’ αυτόν τον τόπο; Πώς θα είναι η Ελλάδα του 2033, για παράδειγμα, με δεδομένη την κλιματική κρίση; Θα έχουμε επάρκεια πόσιμου νερού και τροφίμων; Θα ζουν ψάρια στις θάλασσές μας; Ποιες θα είναι οι βασικές πηγές ενέργειας; Με ποια «όπλα» θα αντιμετωπίζουμε τους πιο συχνούς και πιο παρατεταμένους καύσωνες, ιδιαίτερα στα πυκνοκατοικημένα αστικά κέντρα; Θα έχει επηρεαστεί ο τουρισμός και κατ’ επέκταση η οικονομία μας; Θα έχουν μείνει αλώβητα κάποια από τα δάση μας; Να απελπιστούμε ή υπάρχουν κάποιοι λόγοι αισιοδοξίας εντέλει; Αυτά τα ερωτήματα θέσαμε, μεταξύ άλλων, σε επτά επιστήμονες και στελέχη περιβαλλοντικών οργανώσεων.
«Από τη γέννησή του, πριν από 4,6 δισεκατομμύρια χρόνια, ο πλανήτης μας έχει βιώσει διαφορετικές κλιματικές συνθήκες. Πολλά ζωικά και φυτικά είδη χάθηκαν λόγω ραγδαίων, βίαιων αλλαγών. Οπως και πολιτισμοί. Οι ξηρασίες που έπληξαν μεταξύ 800 και 1000 μ.Χ. την Κεντρική Αμερική προκάλεσαν την εξαφάνιση των Μάγια. Στη διάρκεια της Μικρής Εποχής των Παγετώνων, τον 15ο αι., η Γροιλανδία έγινε πολύ πιο ψυχρή, αναγκάζοντας τους Βίκινγκς να εγκαταλείψουν τις πόλεις τους», λέει ο κ. Κουτράκης. «Αναπόφευκτα, τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα θα γίνει θερμότερη και ξηρότερη, με λιγότερη βλάστηση. Πρέπει να αναπτύξουμε χωρίς άλλη καθυστέρηση πολιτικές προσαρμογής και βιωσιμότητας. Και να μην απελπιζόμαστε. Ευτυχώς, οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν πρόσβαση σε τεχνολογίες τις οποίες οι Μάγια και οι Βίκινγκς δεν διέθεταν».
Πέτρος Κουτράκης
Καθηγητής Περιβαλλοντικών Επιστημών, διευθυντής του Κέντρου Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης, Κλιματικής Αλλαγής και Ενέργειας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ
Αφαλάτωση και οικιακά φωτοβολταϊκά
Βιώνουμε μια ταχεία κλιματική αλλαγή σε παγκόσμια κλίμακα. Αναπόφευκτα, η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια θα γίνει θερμότερη και ξηρότερη, με λιγότερη βλάστηση. Η γεωργία θα πληγεί. Η παραγωγή σταφυλιών και ελαιολάδου σε περιοχές της νότιας Ελλάδας (π.χ. Κρήτη) θα μειωθεί, ενώ αντίθετη τάση θα παρατηρηθεί στη βόρεια Ελλάδα. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει ήδη στις ΗΠΑ: η αμπελοκαλλιέργεια στην Καλιφόρνια υποχωρεί, ενώ το Ορεγκον και η Ουάσιγκτον έχουν γίνει ιδανικές για αμπελώνες. Η ανάπτυξη καλλιεργειών που αντέχουν στην ξηρασία θα είναι αναγκαία, όπως και η καλλιέργεια μέσα σε κτίρια, ως νέος τρόπος για να εξασφαλιστεί επαρκής παραγωγή τροφίμων. Η αλλαγή του κλίματος θα αποτελέσει μείζονα πρόκληση για την επισιτιστική ασφάλεια. Η παραγωγή υγιεινών τροφίμων με τη χρήση βιοτεχνολογίας θα παίξει σημαντικό ρόλο. Οι νεότερες γενιές θα γνωρίζουν περισσότερο πόσο κακό κάνει το κρέας στην υγεία μας (με ορμόνες, αντιβιοτικά και χημικά), αλλά και στα ζώα και στο περιβάλλον. Σήμερα θανατώνονται ετησίως 2-3 δισ. αγελάδες και περίπου 50 δισ. κοτόπουλα. Για την εκτροφή τους χρησιμοποιείται το 30% της παγκόσμιας καλλιεργήσιμης γης. Επίσης, το 20%-25% των ετήσιων αερίων του θερμοκηπίου που ευθύνονται για την υπερθέρμανση του πλανήτη συνδέονται με τη βιομηχανία κρέατος.
Τα αποθέματα νερού θα μειωθούν. Τα χιόνια στα ορεινά θα λιώνουν νωρίτερα και οι βροχοπτώσεις θα είναι λιγότερο συχνές αλλά δυνατές. Επομένως θα είναι πιο δύσκολη η συγκράτηση και αποθήκευση του βρόχινου νερού στους υδροφόρους ορίζοντες. Η αφαλάτωση θα διαδοθεί ευρέως, ειδικά στα νησιά. Κι επειδή η αντίστροφη ώσμωση είναι πολύ ακριβή γιατί απαιτεί μεμβράνες και ενέργεια, θα προτιμάται η χρήση θερμότητας από ηλιακά θερμοηλεκτρικά εργοστάσια για την εξάτμιση του θαλασσινού νερού. Λόγω της μεγάλης ηλιοφάνειας στην Ελλάδα, ο συνδυασμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και αφαλάτωσης θα είναι μια πολύ βιώσιμη επένδυση.
Η κυκλοφορία θα περιοριστεί, αφού οι περισσότεροι πολίτες θα εργάζονται από τα σπίτια τους για εταιρείες που βρίσκονται στην Ελλάδα, στην Ευρώπη ή σε άλλα μέρη του κόσμου. Τα ιδιόκτητα αυτοκίνητα θα είναι λιγότερα, θα προτιμώνται τα ταξί μέσω διαδικτυακών εφαρμογών.
Πολλοί Ελληνες πιστεύουν ακόμη λανθασμένα ότι ο κλιματισμός είναι κακός για την υγεία τους. Μέχρι το 2033, κάθε σπίτι, κάθε κτίριο στη χώρα θα διαθέτει κλιματισμό. Κι επειδή η έκθεση στον καπνό από τις πυρκαγιές –όπως και τη σκόνη από τις ερημοποιημένες περιοχές– θα είναι ολοένα και συχνότερη, θα χρησιμοποιούνται και συσκευές φιλτραρίσματος αέρα, οι οποίες θα είναι πιο οικονομικές και εύχρηστες.
Θα χρειαζόμαστε πιο πολλή ηλεκτρική ενέργεια για ψύξη και θέρμανση, καθώς και για τη φόρτιση των οχημάτων, γι’ αυτό ηλιακοί συλλέκτες με μπαταρίες θα τοποθετηθούν στα περισσότερα σπίτια. Θα χρησιμοποιούνται και μικρές κάθετες ανεμογεννήτριες, που θα απαιτούν ελάχιστο χώρο. Οι νέας γενιάς οικιακές συσκευές θα έχουν και μπαταρίες για να αποθηκεύουν ενέργεια κατά τη διάρκεια της ημέρας, όταν υπάρχει πλεόνασμα ηλεκτρικής ενέργειας.
Ο ορεινός τουρισμός θα γίνει πολύ δημοφιλής, αφού οι τουρίστες, ξένοι και ντόπιοι, θα επιδιώκουν εξορμήσεις σε πιο πράσινα και δροσερά μέρη στην ηπειρωτική Ελλάδα, όχι στα νησιά.
Στο μέτωπο της οικονομίας, μεγάλο μέρος του εθνικού προϋπολογισμού θα απαιτείται για τη διαχείριση των δυσμενών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Θα είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα εθνικό σύστημα ασφάλισης στο οποίο οι ιδιοκτήτες ακινήτων και οι δήμοι θα πληρώνουν ασφάλιστρα. Τα κονδύλια θα χρησιμοποιούνται για την αντιστάθμιση ζημιών που σχετίζονται με πυρκαγιές, πλημμύρες, ισχυρούς ανέμους και άλλα φαινόμενα. Παρόμοιο σύστημα υπάρχει στις ΗΠΑ, μια και οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες δεν είναι σε θέση να αποζημιώνουν τους ασφαλισμένους σε περιπτώσεις μεγάλης έκτασης καταστροφών.
Είμαι αισιόδοξος, παρ’ όλα αυτά. Εχουμε ήλιο, θαλασσινό νερό και καλά εκπαιδευμένο επιστημονικό και εργατικό δυναμικό. Μπορούμε να αναπτύξουμε –με επιστήμονες και εκπροσώπους όλων των παραγωγικών τομέων χωρίς πολιτικές ατζέντες– στρατηγικές προσαρμογής και βιωσιμότητας, οι οποίες θα εφαρμοστούν τα επόμενα δέκα χρόνια. Οι Ελληνες είμαστε συνηθισμένοι στις προκλήσεις και θα υπάρξουν ευκαιρίες για νέες τεχνολογίες και επιχειρηματικές δραστηριότητες, που θα συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Πιστεύω ακράδαντα ότι η Ελλάδα του 2033 μπορεί να είναι καλύτερη από τη σημερινή, αλλά πρέπει να ξεκινήσουμε τώρα να προσπαθούμε γι’ αυτό.
Μανώλης Πλειώνης
Καθηγητής Φυσικής ΑΠΘ, διευθυντής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών
Απειλή (και) για το βιοτικό επίπεδο
Με υπερδιπλάσιο ρυθμό ανόδου της θερμοκρασίας στην ευρύτερη περιοχή μας σε σχέση με τον παγκόσμιο μέσο όρο, μια ρεαλιστική προσέγγιση που βασίζεται σε έγκυρα κλιματικά μοντέλα, αλλά και στη συσσωρευμένη εμπειρία των τελευταίων ετών, χωρίς να χρειαστεί κανείς να γίνει μάντης Κάλχας, δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας. Οι προκλήσεις για τη χώρα μας θα είναι πολλές: ένταση των πλημμυρικών φαινομένων λόγω της αύξησης της ραγδαιότητας των βροχοπτώσεων· επιδείνωση των δασικών πυρκαγιών με συνέπειες στην ποιότητα της ζωής του πληθυσμού και τη βιοποικιλότητα· περισσότεροι θαλάσσιοι καύσωνες σε όλη τη Μεσόγειο με επιπτώσεις στην αλιεία· σταδιακή ερημοποίηση περιοχών και μείωση των υδάτινων πόρων, με παρενέργειες στη γεωργία και την κτηνοτροφία· διάβρωση των ακτών και αύξηση της καλοκαιρινής θερμικής δυσφορίας, που θα επηρεάσουν τον τουρισμό. Ολα αυτά αναμένεται να αποτελέσουν σημαντικό αίτιο οικονομικής κρίσης και μείωσης του βιοτικού επιπέδου του λαού μας.
Στο πλαίσιο μάλιστα μιας διαχρονικής πραγματικότητας, όπου η επιστημονική κοινότητα απαξιώνεται όταν δεν εξυπηρετεί πολιτικά αφηγήματα, οι επιστημονικές εξελίξεις συχνά αγνοούνται, η διεθνής εμπειρία δεν αξιοποιείται επαρκώς και, όταν η ανάγκη το επιβάλλει, επαφιόμαστε στη χρήση έκτακτων ευρωπαϊκών μηχανισμών στήριξης και στην αυτοθυσία πυροσβεστών, ενστόλων και εθελοντών, γίνεται σαφές ότι η ελληνική πολιτεία δεν λειτουργεί προληπτικά, συντεταγμένα και με πρόγραμμα, αλλά κατόπιν εορτής. Επομένως, αναποτελεσματικά. Ομως η ένταση και η συχνότητα των φυσικών καταστροφών δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν πλέον με τον συνήθη εμπειρισμό και τις στρατηγικές που αναπτύχθηκαν πριν από πολλές δεκαετίες, σε ένα πιο ήπιο κλιματικό υπόβαθρο.
Η εικόνα της Ελλάδας το 2033 εξαρτάται, λοιπόν, από τις απαντήσεις που θα δώσει στις αλληλένδετες κλιματικές και γεωπολιτικές προκλήσεις. Η συστηματική αύξηση της θερμοκρασίας, η αβεβαιότητα για το ενεργειακό κόστος λόγω των γεωπολιτικών αναταραχών και η συχνή αναποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού κάνουν επιτακτική την ανάγκη στρατηγικού αναπροσανατολισμού και αλλαγής τρόπου σκέψης σε όλα τα επίπεδα. Πλέον η εκπόνηση σχεδίων πρόληψης και αντιμετώπισης φυσικών καταστροφών απαιτεί τη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων (κυβέρνησης, αυτοδιοίκησης, επιστημόνων, κοινωνίας των πολιτών). Κι αυτά τα σχέδια πρέπει να βασίζονται σε στοιχεία, δεδομένα, διεθνή εμπειρία, επιστημονική εμπειρογνωμοσύνη – όχι να παρουσιάζονται για το θεαθήναι μόνο με κάποιους «ειδικούς», αλλά με τη συντεταγμένη επιστημονική κοινότητα, μέσω του εθνικού δικτύου CLIMPACT στο οποίο συμμετέχουν 24 ερευνητικοί και ακαδημαϊκοί φορείς από την Ελλάδα και την Κύπρο.
Οι πολιτικές προσαρμογής στις νέες συνθήκες κλιματικής αποσάρθρωσης και η πορεία προς την κοινωνική και οικονομική ανθεκτικότητα περνούν μέσα από αλλαγή τόσο του παραγωγικού όσο και του καταναλωτικού μοντέλου. Η συζήτηση πρέπει κάποια στιγμή να ανοίξει χωρίς παρωπίδες και ιδεοληψίες. Αυτό που διακυβεύεται είναι η ευημερία των πολιτών, η σταθερότητα της οικονομίας, η προστασία και διατήρηση του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας, όλα απαραίτητα για το μέλλον των παιδιών μας που μεγαλώνουν σε έναν ολοένα και πιο αβέβαιο και βίαιο κόσμο.
Δημήτρης Καραβέλλας
Γενικός διευθυντής WWF Eλλάς
Τα καλοκαίρια του λεoντόψαρου
Το ελληνικό καλοκαίρι που όλοι λατρεύουμε έχει ήδη ξεκινήσει να μεταλλάσσεται σημαντικά από αυτό που κάποτε γνωρίζαμε. Αν προσπαθούσα να φανταστώ πώς θα μοιάζει σε δέκα χρόνια, θα στεκόμουν σε τρεις παράγοντες που θα καθορίσουν πολλά.
Η κλιματική κρίση: το 2033 θα έχει πιθανότατα περισσότερους και πιο παρατεταμένους καύσωνες. Οι συνθήκες θα ευνοούν δηλαδή την εμφάνιση ακόμη πιο έντονων καταστροφικών δασικών πυρκαγιών. Αν οι φετινές τραγικές επιδόσεις μας στη διαχείρισή τους συνεχιστούν, μέχρι τότε θα έχουν καεί άλλα 15 εκατομμύρια στρέμματα δασών, δηλαδή το 5% της συνολικής έκτασης της χώρας μας. Οι μειωμένες βροχοπτώσεις θα έχουν επίσης αναμφίβολα εντείνει το πρόβλημα της λειψυδρίας. Οι θάλασσές μας θα έχουν γίνει πιο ζεστές, καθώς, ως γνωστόν, τα νερά της Μεσογείου θερμαίνονται κατά 20% πιο γρήγορα από τον παγκόσμιο μέσο όρο, ενώ ο βυθός θα έχει πλέον κατακλυστεί από ξενικά είδη, όπως το λεoντόψαρο και ο λαγοκέφαλος.
Η διαχείριση των ακτών και των παραλιών: το αποτύπωμα του τουρισμού μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο, ενώ η διαχείριση των ακτών και των παραλιών θεωρείται αποκλειστικά αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης (υπό την επίσημη μάλιστα θεσμική έγκριση του υπουργείου Οικονομικών) και όχι αναγκαίο περιβαλλοντικό πρόταγμα. Με την παρανομία και την αυθαιρεσία να ανθούν, αν δεν υπάρξει ριζική αλλαγή πολιτικής, οι αδόμητες ακτές και οι ελεύθερες παραλίες θα έχουν γίνει είδη προς εξαφάνιση.
Η κοινωνική αφύπνιση και δράση: πώς θα είναι το καλοκαίρι –και η χώρα μας γενικότερα– το 2033 εξαρτάται και από εμάς. Μπορούμε να ελπίζουμε σε ένα σενάριο πάνδημης περιβαλλοντικής σύμπνοιας και δράσης; Η επόμενη δεκαετία έχει ανάγκη την κλιματική δράση σε όλα τα επίπεδα, καθώς και τη μαζική αποκατάσταση και διατήρηση των σημαντικών οικοσυστημάτων μας. Η δική μας συλλογική αντίδραση ως κοινωνίας, τα δικά μας «θέλω» και οι δικές μας οργανωμένες διεκδικήσεις και συμπεριφορές, είναι ίσως αυτές που έχουν τη δύναμη να ανατρέψουν ορισμένες τουλάχιστον από τις δυσοίωνες προβλέψεις και να διατηρήσουν το καλοκαίρια της καρδιάς μας.
Μαργαρίτα Αριανούτσου – Φαραγγιτάκη
Ομότιμη καθηγήτρια Οικολογίας και Χερσαίων Οικοσυστημάτων ΕΚΠΑ
Η νέα σχέση με τα οικοσυστήματα
Δεν θα μπω στη διαδικασία να προβλέψω σε ποια κατάσταση θα είναι η ελληνική φύση το 2033. Προτιμώ να πω τι προσδοκώ να έχει γίνει την επόμενη δεκαετία. Θα ήθελα να υλοποιούνται όσα προβλέπει η σύμβαση της Ευρωπαϊκής Ενωσης για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας την οποία η χώρα μας έχει υπογράψει, να μη μένουμε μόνο σε εξαγγελίες και ευχολόγια. Να υπάρχει ευρεία αναγνώριση των οικοσυστημικών υπηρεσιών, γιατί σήμερα, δυστυχώς, καμία ουσιαστική συζήτηση δεν γίνεται για όσα μας προσφέρουν τα οικοσυστήματά μας, χερσαία, θαλάσσια και εσωτερικών υδάτων – τα βλέπουμε σαν κάτι στατικό. Κι όμως, είναι πολλά και πολύτιμα τα «δώρα» τους: από την παραγωγή οξυγόνου, τη δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα (από τα δάση και τις θάλασσες), τη συγκράτηση των εδαφών, τον καθαρισμό της ατμόσφαιρας και τον υδρολογικό κύκλο, μέχρι μια πληθώρα προϊόντων και, φυσικά, την αναψυχή και τη γνώση. Βίαιες μεταβολές στη λειτουργία των οικοσυστημάτων έχουν επιπτώσεις και στις προσφερόμενες οικοσυστημικές υπηρεσίες, αποτελούν, δηλαδή, πλήγμα για την ευημερία των ανθρώπων που βασίζεται σε αυτές.
Θα ήθελα να έχει συνειδητοποιηθεί η ευαλωτότητα του ελληνικού φυσικού περιβάλλοντος, να έχουν χαραχθεί και να εφαρμόζονται πολιτικές για την προστασία του με στόχο την αειφορία. Να μην ξεχνάμε την αξία των φυσικών οικοσυστημάτων εν ονόματι του (συνήθως βραχυπρόθεσμου) οικονομικού κέρδους και ό,τι αποτελεί στοιχείο βιοποικιλότητας να το προστατεύουμε ουσιαστικά, χωρίς αστερίσκους. Να μη δαιμονοποιούμε απλώς την κλιματική αλλαγή, αλλά να παράγουμε πολιτικές για την προσαρμογή της χώρας μας στην κλιματική αλλαγή και τον μετριασμό των επιπτώσεών της.
Στο πλαίσιο της διατήρησης της ελληνικής βιοποικιλότητας, αφενός να αναγνωρίζουμε τον οικολογικό ρόλο που παίζει η φωτιά στα μεσογειακά οικοσυστήματα και αφετέρου να μην προβαίνουμε σε μη επιστημονικά ορθές ενέργειες δήθεν αποκατάστασης των καμένων εκτάσεων, αδιακρίτως συνθηκών και ιστορίας των περιοχών. Είναι λάθος, για παράδειγμα, η προώθηση φυτεύσεων με τα λεγόμενα βραδύκαυστα πλατύφυλλα, τα οποία απαιτούν ψυχρότερες και υγρότερες συνθήκες (πού θα τις βρουν στο νέο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής) και μύθος τα πυρίμαχα κυπαρίσσια (δεν υπάρχει φυτό που να μην καίγεται).
Στην Ελλάδα του 2033 εύχομαι να έχει ισχυροποιηθεί ξανά η περιβαλλοντική εκπαίδευση που τα τελευταία χρόνια έχει αφεθεί στην τύχη της. Αν δεν μιλήσουμε στα παιδιά για όσα διακυβεύονται από την κλιματική κρίση και την καταστροφή του περιβάλλοντος, αν δεν τους διδάξουμε ότι απέναντι στο δάσος έχουμε και υποχρεώσεις –δεν απολαμβάνουμε μόνο όσα μας προσφέρει–, πώς θα γίνουν συνειδητοποιημένοι πολίτες; Αν όλα αυτά δεν έχουν συμβεί μέχρι τότε, φοβάμαι ότι δεν έχουμε ελπίδα…
Γιώργος Παππάς
Γιατρός παθολόγος
Νέοι μύκητες και αρχαία παθογόνα
Θερμότερα καλοκαίρια, όπως αυτά που αναμένεται να ζούμε έως το 2033, σημαίνουν τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος στο οποίο μπορεί να ενδημεί το κουνούπι Aedes albopictus, ένας από τους φορείς του Τσικουνγκούνια. Η ενδημικότητα αυτού του τροπικού ιού στην Ελλάδα στο μεσοπρόθεσμο μέλλον θεωρείται δεδομένη, αφού οι καιρικές συνθήκες θα επιτρέψουν την εγκατάσταση στη χώρα μας και του Aedes aegypti, επίσης διαβιβαστή του Τσικουνγκούνια. Αυτό το κουνούπι, όμως, μεταφέρει και τον ιό του δάγκειου πυρετού, κάτι που σημαίνει ότι κινδυνεύουμε να επιστρέψουμε στην εποχή, εκατό χρόνια πριν, που ο δάγκειος προκαλούσε επιδημίες στην ελληνική επικράτεια. Θερμότερα και μακρύτερα καλοκαίρια συνεπάγονται φυσικά και συχνότερη επαφή των ανθρώπων με τα κουνούπια Culex pipiens, ενδιάμεσους ξενιστές του ιού του Δυτικού Νείλου – άρα και αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα από τον συγκεκριμένο ιό.
Απότοκα της κλιματικής αλλαγής (άμεσα ή έμμεσα μέσω των πυρκαγιών) είναι και τα πλημμυρικά φαινόμενα, που ενδέχεται να οδηγούν σε συρροές και μικροεπιδημίες λεπτοσπείρωσης, αλλά και σε εστιακές εμφανίσεις κρουσμάτων χολέρας σε χώρους με προβληματικές συνθήκες ύδρευσης – αποχέτευσης, όπως σε πρόχειρες – ατελείς μονάδες διαβίωσης μεταναστών. Οι μεταναστευτικές ροές του 2033, άλλωστε, θα είναι πολύ εντονότερες λόγω της κλιματικής κρίσης. Εκατομμύρια άνθρωποι από ερημοποιημένες περιοχές της βόρειας και κεντρικής Αφρικής θα αναζητούν την επιβίωση στην Ευρώπη. Οι κλιματικοί μετανάστες, βέβαια, θα φέρνουν μαζί τους και το επιδημικό προφίλ του τόπου τους, οπότε θα αναγνωρίζουμε με ολοένα και μεγαλύτερη συχνότητα περιστατικά πολυανθεκτικής φυματίωσης.
Νέοι μύκητες είναι πιθανό να παρουσιάσουν εξελικτική προσαρμογή στις αυξανόμενες θερμοκρασίες και να γίνουν «φιλικοί» προς τον άνθρωπο, κατά το παράδειγμα της διαβόητης Candida auris. Το παγωμένο μέχρι πρόσφατα υπέδαφος της Αρκτικής έχει αρχίσει να αποψύχεται, με αποτέλεσμα την απόψυξη αρχαίων παθογόνων. Κάποια από αυτά (βλ. Pandoravirus) θα μπορούσαν να είναι επικίνδυνα για τον άνθρωπο, ιδιαίτερα λόγω της απουσίας προγενέστερης ανοσίας του ανθρώπινου είδους απέναντί τους. Η γρίπη των πτηνών θα εξακολουθεί να προκαλεί οικολογική καταστροφή, με εξαφάνιση αρκετών ειδών πτηνών και συνεχιζόμενη προσαρμογή στα θηλαστικά.
Ετσι, όπως ίσως διαβάσουν οι αναγνώστες της «Καθημερινής» σε κάποιο από τα φύλλα του 2033, «έκθεση της ομάδας εργασίας του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων εκφράζει ανησυχητικές προβλέψεις για την αλληλεπίδραση παθογόνων και κλιματικής αλλαγής έως το 2043, με εμφάνιση, σε βάθος δεκαετίας, νέων λοιμώξεων από κρότωνες (τα γνωστά τσιμπούρια) στη νότια Ευρώπη, με αύξηση τροφιμογενών λοιμώξεων από ατελή συντήρηση τροφίμων, με συνεχείς επιμολύνσεις του υδροφόρου ορίζοντα και με πιθανή ενδημικότητα ακόμη και της ελονοσίας. “Φανταστείτε πόσο ασφαλέστεροι θα ήμασταν σήμερα αν είχαμε δράσει δέκα χρόνια πριν, το 2023, περιορίζοντας την εξέλιξη της κλιματικής αλλαγής”, σημείωσε ο επικεφαλής της ομάδας»…
Γιώργος Σαρελάκος
Επικεφαλής Aegean Rebreath
Θάλασσες με «πλαστικούς» βυθούς
Το 2033 θα μπορούσαμε να βλέπουμε την κοινωνία μας, την κεντρική κυβέρνηση, τις τοπικές και τις περιφερειακές αρχές, τις επιχειρήσεις –και τον εαυτό μας, φυσικά– να κατανοούν πραγματικά και σε βάθος την περιβαλλοντική, κοινωνική και οικονομική αξία των ελληνικών θαλασσών. Θα μπορούσαμε να μιλάμε με ειλικρίνεια για την ανάγκη της προστασίας τους και του σχεδιασμού ουσιαστικών πολιτικών, πέρα από γραφικές εξαγγελίες, δηλώσεις καθωσπρεπισμού και ευχολόγια που χαϊδεύουν αυτιά. Σε δέκα χρόνια θα μπορούσαμε να απολαμβάνουμε υγιείς θάλασσες και βυθούς. Ωστόσο, οι προβλέψεις και εκτιμήσεις που γίνονται με βάση όσα συμβαίνουν σήμερα στη χώρα δεν μας οδηγούν στο ελπιδοφόρο μέλλον που ονειρευόμαστε.
Οι θάλασσές μας είναι ήδη άδειες από ψάρια και γεμάτες απορρίμματα. Τα σκουπίδια κάτω από την επιφάνεια του νερού εξακολουθούν να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, η ελαχιστοποίηση της παραγωγής και της κατανάλωσης των πλαστικών μιας χρήσης αποτελεί θεωρητική αναφορά, οι πηγές ρύπανσης σε όλη την Ελλάδα συνεχίζουν ανενόχλητα το ολέθριο έργο τους, η υπεραλίευση επίσης, το παράκτιο περιβάλλον υποβαθμίζεται ολοένα και περισσότερο, η θαλάσσια χλωρίδα καταστρέφεται με γοργούς ρυθμούς, στοχευμένα εκπαιδευτικά προγράμματα στα σχολεία δεν υφίστανται και η ενεργοποίηση των θεσμικών οργάνων παραμένει ανύπαρκτη.
Μακάρι να μπορούσαμε να ήμασταν αισιόδοξοι, να λέγαμε πως το 2033 το ανθρώπινο αποτύπωμα στις θάλασσές μας θα έχει μειωθεί. Το να είμαστε αισιόδοξοι, όμως, προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ολιστικού σχεδίου για την αντιμετώπιση αυτού του τεράστιου προβλήματος. Ενός εθνικού σχεδίου! Και ταυτόχρονα, φορείς που θα λαμβάνουν γενναίες, συχνά δύσκολες αποφάσεις, που θα εμπνέονται καινοτόμες πολιτικές. Και δυστυχώς αυτά δεν υπάρχουν: ούτε μακρόπνοο σχέδιο ούτε φορείς που να θέλουν και να έχουν την επάρκεια να το υλοποιήσουν.
Το 2033 θα είχαμε τη δυνατότητα να χαμογελάμε για την πρόοδο που θα είχαμε επιτελέσει ως κοινωνία, για τις περιβαλλοντικές νίκες μας. Αλλά δεν υφίστανται οι αναγκαίες προϋποθέσεις. Κι αφού στην πλειονότητά μας δεν φαίνεται να ενοχλούμαστε ως πολίτες για την τωρινή κατάσταση –ή μήπως κατάντια;– των θαλασσών μας, πολύ φοβάμαι ότι και το 2033 θα απολαμβάνουμε τον καφέ μας σε πλαστικό ποτήρι αντικρίζοντας λιμάνια και κολπίσκους που θα κρύβουν μόνο «πλαστικούς» βυθούς…
Αλέξανδρος Π. Δημητρακόπουλος
Πρόεδρος τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος ΑΠΘ
Απογύμνωση και διάβρωση
Δέκα χρόνια είναι μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν φαίνεται όμως αρκετό για να αλλάξει το καθεστώς διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών στη χώρα μας. Πρέπει να υπάρχει πραγματική διάθεση για ουσιαστικές αλλαγές και πολιτική βούληση για λήψη θεσμικών μέτρων, κάτι που φαίνεται να λείπει διαχρονικά από τις κυβερνήσεις. Αντί αυτών, ακούμε δικαιολογίες, ευχολόγια και εξαγγελίες προμήθειας περισσότερων δασοπυροσβεστικών μέσων κατόπιν εορτής. Κι αφού αυτή η κατάσταση δεν βελτιώθηκε τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια (από το 1998 που ανέλαβε την καταστολή των δασικών πυρκαγιών το Πυροσβεστικό Σώμα), τώρα θα αλλάξει; Κάθε πέρυσι και καλύτερα…
Η κλιματική κρίση επιδεινώνεται γρηγορότερα από τις προβλέψεις των κλιματικών μοντέλων. Εχουμε πιο πολλούς και πιο έντονους καύσωνες, παρατεταμένη ξηρασία, συσσώρευση νεκρής δασικής καύσιμης ύλης, αύξηση του «εποικισμού» δασικών περιοχών και, ως επακόλουθο, περισσότερες μεγάλες (άνω των 100.000 στρεμμάτων) πυρκαγιές που καταστρέφουν με τεράστια σφοδρότητα καύσης (mega-fires) σε ετήσια βάση 1,5 εκατ. και πλέον στρέμματα πανελλαδικά.
Πώς θα ήθελα να είναι η κατάσταση το 2033; Να έχει γίνει εκ βάθρων θεσμική αλλαγή με τη δημιουργία ενιαίου φορέα δασοπυρόσβεσης, που θα περιλαμβάνει με ισότιμη συμμετοχή το Πυροσβεστικό Σώμα, τη Δασική Υπηρεσία και τους ΟΤΑ. Να υπάρχει οργάνωση, επιτελικός σχεδιασμός και, κυρίως, συμμετοχή όλων των φορέων σε όλες τις διαδικασίες αντιμετώπισης των πυρκαγιών, από την πρόληψη μέχρι την καταστολή, με διακριτούς ρόλους και αρμοδιότητες. Να γίνεται εντατική διαχείριση των δασών από τη Δασική Υπηρεσία με γνώμονα την απομάκρυνση της πλεονάζουσας βιομάζας, τη διάνοιξη εκτεταμένου οδικού δικτύου και αντιπυρικών ζωνών. Να πραγματοποιούνται εικοσιτετράωρες περιπολίες με drones στα πιο «πυροεπικίνδυνα» δάση, καθώς και χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας στις επικοινωνίες και στον επιστημονικό σχεδιασμό. Για κάθε δασικό σύμπλεγμα να υπάρχουν επιτελικά σχέδια αντιμετώπισης της φωτιάς και βέλτιστης χρήσης εναέριων και επίγειων δασοπυροσβεστικών μέσων για τον περιορισμό πιθανών λανθασμένων αποφάσεων και σπασμωδικών αντιδράσεων.
Πώς θα είναι πιθανότατα η κατάσταση το 2033; Η Αττική –και μεγάλο μέρος της υπόλοιπης χώρας– θα έχει σχεδόν απογυμνωθεί από δάση. Σοβαρά πλημμυρικά και διαβρωτικά φαινόμενα τον χειμώνα και ολοένα και θερμότερα και ξηρότερα καλοκαίρια θα δοκιμάζουν τις αντοχές των πολιτών. Η ατμοσφαιρική ρύπανση θα κάνει ανυπόφορες τις συνθήκες ζωής στις κατοικημένες περιοχές έπειτα από μεγάλες πυρκαγιές. Ο ένας θα ρίχνει την ευθύνη στον άλλον στο πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης και όλοι μαζί στην κλιματική κρίση. Καμιά συγγνώμη δεν θα ακούγεται από κανέναν και για τίποτα. Θα φταίνε πάντα οι άλλοι και ο καιρός!