Κάναμε κουπί δίπλα στις στέγες

Κάναμε κουπί δίπλα στις στέγες

Οι εθελοντές που έφτασαν πρώτοι στον Παλαμά με τις βάρκες τους διηγούνται τις σκηνές που αντίκρισαν

8' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ξεκίνησαν για Καρδίτσα, αργά το βράδυ της Πέμπτης 7 Σεπτεμβρίου. Με ένα δανεικό αγροτικό αυτοκίνητο και μια βάρκα επίσης δανεική, ήταν οι πρώτοι που μπήκαν στον Παλαμά. Οι δύο αδελφικοί φίλοι, ο Νικόλας Βαλάτας και ο Παντελής Μπαρούχας, εθελοντές με μεγάλη εμπειρία σε διασώσεις, είχαν ενημερωθεί από τις ειδήσεις για την καταστροφή και με το που τελείωσαν από τις δουλειές τους (είναι και οι δύο δύτες, εναερίτες και ιστιοπλόοι) ξεκίνησαν. Μαζί τους και ο Χρήστος Παναγιώτου, του οποίου ο 9χρονος γιος ήταν εγκλωβισμένος με τους παππούδες του στον Παλαμά και ο Λευτέρης Αγγελόπουλος, επίσης επαγγελματίας δύτης.

Στις 3.30 τα ξημερώματα έφτασαν σε ένα σημείο που έμοιαζε αδιέξοδο. Εκεί ήταν σταματημένα πυροσβεστικά οχήματα από τον Πύργο. Οι πυροσβέστες είχαν φτάσει από νωρίς αλλά χωρίς βάρκες δεν είχαν καταφέρει να συνδράμουν με κάποιο τρόπο και είχαν πέσει για ύπνο. Στο ίδιο σημείο βρισκόταν και ο φωτογράφος Γιώργος Μουτάφης. Οταν νωρίτερα είχε περάσει από το σημείο μια ομάδα του στρατού, δεν είχε καταφέρει να τους πείσει να τον πάρουν μαζί αλλά είχε δει τη διαδρομή που είχαν ακολουθήσει με τα στρατιωτικά οχήματα.

Οι πέντε τους πλέον –οι εθελοντές με τον Μουτάφη– ξεκίνησαν με το αγροτικό και πράγματι βρήκαν τους στρατιώτες οι οποίοι εκείνη την ώρα ξεκουράζονταν. Τους είπαν πως μέχρι το βράδυ της Πέμπτης πήγαιναν με βάρκες μια διαδρομή ενός χιλιομέτρου και μετά ερχόταν ένα τρακτέρ, φόρτωναν πράγματα, κυρίως νερά, τα οποία μετέφεραν στον Παλαμά. Βάρκα τους δεν είχε μπει ακόμα μέσα στο χωριό.

Ο Νικόλας με τον Παντελή φούσκωσαν τη δική τους βάρκα και ξεκίνησαν κάνοντας κουπί. Ηλπιζαν πως θα τη φόρτωναν στο τρακτέρ και πως θα έμπαιναν έτσι στο χωριό. Οταν όμως στις 5 τα ξημερώματα έφτασαν στο «στεγνό» σημείο, το τρακτέρ είχε μόλις αφήσει εκεί τον πρόεδρο της κοινότητας Μεταμόρφωσης, Πέτρο Κοντογιάννη. Ηταν εξαντλημένος και σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Ολη μέρα πάλευε στο ανάχωμα με άλλους συγχωριανούς του να κλείσουν με χώμα τη γέφυρα για να μην περάσει το νερό στο χωριό, αλλά όταν είδε πως δεν θα τα κατάφερναν επικεντρώθηκε στην εκκένωση. Το βράδυ έφυγε με το τρακτέρ για να αναζητήσει βοήθεια. Στη διαδρομή, μέσα στο σκοτάδι και την πλημμύρα, είχε κινδυνέψει και είχε χάσει το κινητό του.

Οι εθελοντές έβαλαν τον Κοντογιάννη στη βάρκα και μαζί επέστρεψαν στο σημείο που ήταν ο στρατός για να τους μιλήσει. Ηξεραν πως το τρακτέρ θα έπρεπε να τον περιμένει για να τον μεταφέρει όπου χρειαζόταν και συνειδητοποίησαν πως θα ήταν αδύνατον για εκείνους να φτάσουν στον Παλαμά με τα πόδια και τη βάρκα στα χέρια. Η απόσταση ήταν πάνω από 3 χλμ. Τότε, ο Νικόλας σκέφτηκε να περπατήσει έναν άλλο δρόμο για να δει μήπως μπορούσαν να φτάσουν πιο κοντά στον Παλαμά με το αυτοκίνητο. Και πράγματι βρήκε μια εναλλακτική διαδρομή. Ενημέρωσε και τον στρατό αλλά εκείνοι, του είπαν, είχαν εντολές να μη μετακινηθούν. Οι εθελοντές έβαλαν τη βάρκα στο αγροτικό και ξεκίνησαν.

Φίδια και ποντίκια

Ο Νικόλας σε όλη τη διαδρομή περπατούσε μπροστά για να βλέπουν το ύψος του νερού. Εάν έφτανε πάνω από το γόνατό του, θα έπρεπε να σταματήσουν για να μην τους μείνει το αυτοκίνητο. Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη από τα πετρέλαια και τα λύματα. Στο νερό υπήρχαν φίδια και ποντίκια.

Στις 8 το πρωί έφτασαν στο κέντρο του Παλαμά. Το νερό έφτανε κάτω από το γόνατο, αλλά έβλεπαν πως στους περιφερειακούς δρόμους η στάθμη ήταν πολύ ψηλά. Ο Λευτέρης με τον Χρήστο πήγαν να αναζητήσουν την οικογένειά του, ο Νικόλας με τον Παντελή βρήκαν ένα μίνι μάρκετ ανοικτό και γέμισαν τη βάρκα με νερά και κρουασάν. Ενα τρακτέρ τους ρυμούλκησε μέχρι εκεί που μπορούσε και μετά συνέχισαν μόνοι τους, κάνοντας κουπί. Στον δρόμο –πλέον κανονική λίμνη– δεν υπήρχε ψυχή αλλά ξαφνικά είδαν μπροστά τους έναν άνδρα με το νερό να του έχει φτάσει πάνω από τη μέση. Ηταν ο Γιάννης, ηχολήπτης και «youtuber». Από το πρωί έκανε live μετάδοση στο Facebook για τη δραματική κατάσταση του χωριού του. Ανέβηκε στη βάρκα και τους καθοδήγησε εκεί που υπήρχε ανάγκη. «Υπάρχουν σπίτια με ανθρώπους που κινδυνεύουν», τους είπε.

Από το πρωί της Πέμπτης κάποιοι που δεν είχαν προλάβει να φύγουν, είχαν εγκλωβιστεί στις στέγες τους, οι περισσότεροι είχαν βρει καταφύγιο στα διώροφα σπίτια. Σε ένα από αυτά, στην οδό Γρηγορίου Λαμπράκη, βρίσκονταν εγκλωβισμένοι 25 άνθρωποι εκ των οποίων 9 παιδιά και μία έγκυος. Είκοσι τέσσερις ώρες αργότερα, δεν είχαν πλέον νερό ούτε φαγητό, δεν είχαν ηλεκτρικό και από κάποια στιγμή και μετά δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα. Το βράδυ της Πέμπτης έκλεισε και το τελευταίο κινητό από μπαταρία. Περνούσαν ελικόπτερα από πάνω τους αλλά κανείς δεν είχε έρθει να τους βοηθήσει. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησαν πως σε κοντινό διαμέρισμα είχε πεθάνει η υπερήλικη γιαγιά μιας οικογένειας που ήταν επίσης εγκλωβισμένη μαζί τους. «Πόσο θα αντέξουμε», έλεγαν μεταξύ τους οι μεγάλοι. Κάποιοι σε πανικό.

Οταν το πρωί της Παρασκευής είδαν τη βάρκα των εθελοντών αναθάρρησαν. Η οικογένεια της νεκρής γυναίκας αποφάσισε να την αφήσουν στο σπίτι μέχρι να βγουν όσοι ακόμα κινδύνευαν. «Είναι άχρηστοι. Μας άφησαν να πνιγούμε χωρίς καμία ειδοποίηση και τώρα μας σώζουν οι εθελοντές», φώναζε ο Γιάννης σε live μετάδοση από το κινητό την ώρα που έμπαιναν στις βάρκες οι πρώτοι εγκλωβισμένοι. Οι υπόλοιποι τον παρακαλούσαν να σταματήσει. Ηταν και εκείνοι οργισμένοι αλλά δεν ήταν η στιγμή. Τα παιδιά ήταν ήδη πολύ φοβισμένα.

Το τοπίο ήταν σαν ψεύτικο. Ενα απόκοσμο «θεσσαλικό πέλαγος». «Κάπου έπρεπε να μπει ένας φάρος», είπε κάποιος. Επρεπε με κάποιο τρόπο να κρατηθούν. Ηταν πάνω από 36 ώρες άυπνοι…

Οι δύο εθελοντές επιχείρησαν στην περιοχή για περίπου πέντε ώρες. Δεν έχουν ιδέα πόσους ανθρώπους έβγαλαν από τα σπίτια. Οι κάτοικοι υπολογίζουν τουλάχιστον 40. Σε πολλούς απλώς άφηναν νερά γιατί δεν ήθελαν να φύγουν. Με την αστυνομία άφαντη, φοβούνταν για πλιάτσικο. Τους υπόλοιπους τους μετέφεραν στο κοντινότερο «στεγνό» σημείο. Πλέον είχαν μπει στον Παλαμά με βάρκες ο στρατός και η πυροσβεστική.

Εν τω μεταξύ, ο Παντελής είχε λάβει μήνυμα πως στη Μαραθέα υπήρχε μεγάλη δυσκολία. Ξαναβρήκαν τον Λευτέρη και τον Χρήστο (που ήδη είχαν μεταφέρει με το αγροτικό την οικογένειά του σε ασφαλές σημείο) και αποφάσισαν όλοι να φύγουν. Οταν είδαν στον χάρτη πού είναι το χωριό, κοιτάχτηκαν. Ηταν πολύ μακριά και δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το αγροτικό. Παρ’ όλα αυτά ξεκίνησαν. Ενα φουσκωτό άλλων εθελοντών με μηχανή τους τράβηξε για ένα μέρος της διαδρομής και στις 15.30 έφτασαν στη Μεταμόρφωση. Το τοπίο ήταν απόκοσμο. Ολο το χωριό πλημμυρισμένο. Δύο αγελάδες έτρωγαν σανό σε μια σκεπή και ένας σκύλος γάβγιζε σε μια άλλη. Ελικόπτερα πετούσαν από πάνω και μια βάρκα της ΕΜΑΚ έκανε περιπολία αλλά δεν έδειξε διάθεση συνεργασίας. «Ολοι έχουν φύγει. Δεν μπορείτε να βοηθήσετε σε κάτι εδώ», τους είπαν.

Η Ντανιέλα

Εκαναν μια μικρή στάση στα αναχώματα του ποταμού Καλέντζη όπου υπήρχαν παρκαρισμένα πολλά αυτοκίνητα. Εκεί, κάποιος είχε αφήσει μια κούτα με 4 σκυλάκια. Τους άφησαν νερό αλλά ένα από αυτά πήδηξε μέσα στη βάρκα. Προσπαθούσαν να το βγάλουν αλλά εκείνο πηδούσε ξανά μέσα. Στις 4 ξεκίνησαν μαζί με τη σκυλίτσα –την οποία ονόμασαν Ντανιέλα– και για δυόμισι ώρες έκαναν κουπί. Ηταν πάνω από 36 ώρες άυπνοι, είχαν να φάνε από το προηγούμενο βράδυ αλλά δεν ένιωθαν κούραση. Σε κάποια φάση μόνο ένιωσαν πείνα – κυρίως γιατί κάνοντας πλάκα, έλεγαν πως οι κάτοικοι της Μαραθέας θα έχουν μαζευτεί σε κάποιο καφενείο με φαγητά και φαντασιώνονταν κοψίδια. Οταν έφτασαν, είδαν πως Super Puma ήδη έπαιρναν κόσμο, οπότε ξεκίνησαν να μεταφέρουν όσους ήταν σε στέγες. Οταν οι εγκλωβισμένοι άρχισαν να τους ζητάνε… τσιγάρα κατάλαβαν πως δεν τους χρειάζονταν άλλο και έφυγαν. Στην επιστροφή έδυε ο ήλιος. Το τοπίο ήταν σαν ψεύτικο. Απόκοσμο και τραγικό. Προσπαθούσαν, σε όλη τη διαδρομή να μην τους πάρει από κάτω. Το έριξαν ξανά στην πλάκα, για το θεσσαλικό πέλαγος και για το πού θα έπρεπε να μπει ένας φάρος.

Στα αναχώματα, η Ντανιέλα ξαναβρήκε τα υπόλοιπα σκυλιά (και την επομένη τον ιδιοκτήτη της). Σε ένα τρακτέρ βρήκαν μια φραντζόλα, τη μοιράστηκαν με τα σκυλιά και ξάπλωσαν εκεί, με τα βρεγμένα ρούχα. Ξημερώματα ξεκίνησαν πάλι για τον Παλαμά. Πλέον «πάταγες» παντού οπότε ξεφούσκωσαν τη βάρκα και βοήθησαν με το αγροτικό σε ό,τι χρειάζονταν οι κάτοικοι. Αργά το απόγευμα ξεκίνησαν για Αθήνα.

Στη σοφίτα

Στη διαδρομή της επιστροφής μίλησαν με τον Βασίλη Θεοδώρου, επίσης έμπειρο εθελοντή διασώστη. Εκείνος είχε μόλις φύγει από τη Μεταμόρφωση, όπου αναζητούσε δύο αγνοούμενους και είχε βρει ένα ζευγάρι σε μια σοφίτα που ναι μεν δεν ήθελαν να φύγουν αλλά ζητούσαν απεγνωσμένα νερό. Η πληροφορία που είχαν την προηγουμένη ημέρα από την ΕΜΑΚ πως δεν υπήρχε εκεί κανείς, δεν ίσχυε.

Ο Βασίλης είναι εδώ και 15 χρόνια μέλος μιας ομάδας διάσωσης στην Καλαμπάκα και όταν την Πέμπτη κατάλαβε το μέγεθος της καταστροφής τόσο κοντά στο σπίτι του, περίμενε τηλεφώνημα από την Πολιτική Προστασία. Στις αρχές του καλοκαιριού του είχαν ζητήσει να προσκομίσει ένα σωρό έγγραφα και ιατρικές εξετάσεις γιατί έκαναν υποτίθεται ανασύσταση των εγγεγραμμένων εθελοντικών ομάδων. Ο ίδιος ουδέποτε έλαβε τηλεφώνημα αλλά έμαθε πως κάποιοι άλλοι εθελοντές είχαν λάβει τηλεφώνημα την Πέμπτη πως υπήρχε ανάγκη για βάρκες. Είχαν φτάσει στο κέντρο επιχειρήσεων όπως τους είχε ζητηθεί, αλλά ύστερα από ώρες αναμονής τους είπαν πως τελικά δεν θα τους χρειάζονταν. Ο Βασίλης αποφάσισε ξημερώματα Παρασκευής να πάει με έναν φίλο του να βοηθήσουν. Στις 9 παρά ήταν η πρώτη βάρκα που έμπαινε στο Πετρόπορο. Την ίδια ώρα, έφτασε άλλη μια βάρκα από την Καστοριά και ένας ιδιώτης με τζετ σκι.

Εκεί βρήκαν έναν πυροσβέστη που έψαχνε απεγνωσμένα από την Πέμπτη τρόπο να επιχειρήσει. Χρησιμοποιώντας τις βάρκες των εθελοντών, ξεκίνησαν όλοι μαζί τις διασώσεις. Συνολικά 20 άτομα, 178 πρόβατα και 6 σκυλάκια. Ο κόσμος ήταν ψύχραιμος αλλά σε απόγνωση. Μια γυναίκα τους ζητούσε να την πάρουν σε λίγες ώρες γιατί έπρεπε, τους είπε, να αδειάσει το σπίτι της. Την έβλεπαν να ρίχνει μηχανικά με ένα κουβά νερό από το μπαλκόνι. Το άδειαζε χωρίς να συνειδητοποιεί ότι αυτό κυλούσε ξανά και ξανά και ξανά μέσα στο σπίτι.

Η πλημμύρα με τα μάτια των εθελοντών

Κάναμε κουπί δίπλα στις στέγες-1

Ολο το χωριό Μεταμόρφωση ήταν πλημμυρισμένο. Δύο αγελάδες έτρωγαν σανό σε μια σκεπή και ένας σκύλος γάβγιζε σε μια άλλη.

Κάναμε κουπί δίπλα στις στέγες-2
Στα αναχώματα του ποταμού Καλέντζη κάποιος είχε αφήσει μια κούτα με 4 σκυλάκια. Τους άφησαν νερό αλλά ένα από αυτά πήδηξε μέσα στη βάρκα. Παρέα με την Ντανιέλα ο Παντελής Μπαρούχας έκανε δυόμισι ώρες κουπί.

Κάναμε κουπί δίπλα στις στέγες-3
Ηλικιωμένοι διανυκτερεύουν όπως όπως στο πάτωμα σχολικού συγκροτήματος. Τα κεριά, η μόνη πηγή φωτός. Σε ένα σπίτι, στον Παλαμά είχαν εγκλωβιστεί 25 άτομα, ανάμεσά τους 9 μικρά παιδιά και μία έγκυος.

Κάναμε κουπί δίπλα στις στέγες-4
Ο Νικόλας Βαλάτας κωπηλατεί σε ένα από τα πολλά δρομολόγια που έκανε στον Παλαμά. Οι εθελοντές δεν έχουν ιδέα πόσους ανθρώπους έβγαλαν από τα σπίτια. Οι κάτοικοι υπολογίζουν τουλάχιστον σαράντα. Κάποιοι, πάλι, δεν ήθελαν να φύγουν. Φοβούνταν το πλιάτσικο. Φωτ. REUTERS/Giorgos Moutafis
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή