Αρθρο Τ. Γιαννίτση στην «Κ»: Κλιματική κρίση, ανάπτυξη, δημοκρατία

Αρθρο Τ. Γιαννίτση στην «Κ»: Κλιματική κρίση, ανάπτυξη, δημοκρατία

Οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης θα είναι διττές: καταστροφή κεφαλαίου, καταστροφή της τρέχουσας ετήσιας παραγωγής και απώλειες σε ανθρώπινες ζωές

7' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι προειδοποιήσεις της φύσης για τις εξελίξεις που θα βιώσουμε λόγω κλιματικής αλλαγής μοιάζουν με μοναστηριακό σήμαντρο: χτυπάει ρυθμικά, αργά στην αρχή και όλο και πιο γρήγορα και δυνατά στη συνέχεια. Μέχρι που μπορεί να γίνει εκκωφαντικό, όμως μπορεί, επίσης, κάποια στιγμή να σιγήσει, γιατί δεν θα έχει πλέον λόγο και πιθανόν ούτε θα μπορεί να χτυπάει. Τι πρέπει να γίνει για να ακούσουμε; Ισως άστοχο ερώτημα. Ισως να ρωτήσουμε τους κατοίκους της Θεσσαλίας. Ο,τι και να γίνει, μπορεί να μην ακούσουμε. Οι κοινωνίες μας, όχι μόνο η ελληνική, έχουν εθισθεί σε μια γραμμική, λίγο ή περισσότερο αυξητική εξέλιξη και σε μια αντίληψη ότι όλα μπορεί να ελεγχθούν από το κράτος και τις τεχνολογίες.

Ωστόσο, εδώ και δεκαπέντε χρόνια σχεδόν το γραμμικό-αυξητικό εξελικτικό υπόδειγμα έχει καταπέσει, έντονα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, εμφατικά σε εμάς. Εχουμε περάσει σε μια τροχιά εναλλασσόμενων κρίσεων διαφόρου μορφής (οικονομική, κοινωνική-πολιτική, υγειονομική, κλιματική). Θα μπορούσα να προσθέσω και τη λέξη «απρόβλεπτων», αλλά τουλάχιστον η οικονομική και η κλιματική κρίση –για να μην πω όλες– είχαν προβλεφθεί. Ηταν όμως απρόβλεπτες, με την έννοια ότι κανείς δεν θέλησε να πιστέψει –ούτε καν να ακούσει, άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο, άλλοι καθόλου– τα μηνύματα της πραγματικότητας που ερχόταν ή να καταλάβει ότι απαιτούνταν επειγόντως προληπτικές δράσεις. Το σήμερα και η αδράνεια επικράτησαν, με σημαντικό τίμημα.

Το ερώτημα είναι τι σημαίνουν αυτά για την εξέλιξή μας και τι μπορούμε να κάνουμε. Θα αναφερθώ (μη εξαντλητικά) σε ορισμένα ζητήματα, με τα οποία είναι πολύ πιθανό να έρθουμε αντιμέτωποι:

Πρώτον, οι μεσο-μακροπρόθεσμοι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης πιθανότατα θα κινηθούν σε χαμηλά επίπεδα. Οι πιθανοί λόγοι είναι αρκετοί: χαμηλοί ρυθμοί αύξησης της παραγωγής και της συνολικής παραγωγικότητας, περιοδικές, αλλά όλο και συχνότερες καταστροφές της παραγωγικής βάσης από ακραία φυσικά φαινόμενα, επιπτώσεις από πανδημίες, είτε της μορφής που εμφανίστηκε πρόσφατα, είτε λόγω αύξησης της θερμοκρασίας που θα οδηγεί στην ανάπτυξη νέων ασθενειών, είτε λόγω γήρανσης, είτε της αυξανόμενης τεχνολογικής υστέρησης της χώρας από τις τεχνολογικές επαναστάσεις που σημειώνονται. Οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης θα είναι διττές: Πρώτον, μια καταστροφή κεφαλαίου (π.χ. γράφεται ότι οι φωτιές στον Εβρο και οι πλημμύρες στη Θεσσαλία αποτιμώνται σε περίπου 4 δισ. ευρώ, δηλαδή αντίστοιχη απώλεια εθνικού κεφαλαίου). Καταστροφή κεφαλαίου συνιστούν και οι ζημιές των επιχειρήσεων, που οδηγούν σε νέα κόκκινα δάνεια, με επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα. Δεύτερη επίπτωση είναι η καταστροφή της τρέχουσας ετήσιας παραγωγής, με αντίστοιχη μείωση του ετήσιου ΑΕΠ. Υπάρχει και μια τρίτη: οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Αυτές δεν αθροίζουν στα χρηματικά μεγέθη. Τι κάνουμε, πάντως, αν κάποια επόμενη χρονιά η καταστροφή φυσικού κεφαλαίου και πόρων αντί 4 δισ. ευρώ φτάσει στα 10 δισ. ή αν μέσα στην επόμενη δεκαετία φτάσει, αθροιστικά, σε ακόμα μεγαλύτερα ποσά και αν παράλληλα οι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης είναι κατά μέσον όρο 1,5%; (Μεταξύ 2014 και 2022 ήταν 1%.)

Δεύτερον, η χώρα θα προσφεύγει όλο και περισσότερο σε δανεισμό για να αντιμετωπίσει τις αποζημιώσεις και τις αναγκαίες επενδύσεις. Το δημόσιο (και ιδιωτικό) χρέος της χώρας θα βαραίνει όλο και περισσότερο. Αν η οικονομία μας επιτυγχάνει ρυθμούς μεγέθυνσης (π.χ. 3,5%) οι οποίοι ξεπερνούν την εξυπηρέτηση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ (π.χ. 3%), οι επιπτώσεις θα είναι διαχειρίσιμες. Αν συμβαίνει το αντίστροφο, η οικονομία θα φτάσει κάποια στιγμή σε συνθήκες ασφυκτικές. Αν, πάλι, η σχέση χρέους/ΑΕΠ μειώνεται μεν, όχι όμως λόγω μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ, αλλά λόγω πληθωρισμού –όπως σήμερα–, θα σημαίνει ότι ευρύτερα αδύναμα στρώματα γίνονται φτωχότερα, ενώ και η διεθνής ανταγωνιστικότητά μας θα αδυνατίζει, με αρνητικό αποτέλεσμα τόσο στο κοινωνικό και στο πολιτικό επίπεδο, όσο και στους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης και στο ισοζύγιο πληρωμών.

Τρίτον, τόσο οι καταστροφές κεφαλαίου όσο και λόγοι πρόληψης θα απαιτούν σημαντικά μεγαλύτερες επενδύσεις από ιδιώτες και κράτος. Σήμερα, δηλαδή πριν βρεθούμε αντιμέτωποι με τέτοιες συνθήκες, η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση στην Ε.Ε. σε ό,τι αφορά τη σχέση «επενδύσεις προς ΑΕΠ». Ο σχεδιασμός νέων επενδύσεων υποδομής με κριτήρια ανθεκτικότητας πολύ μεγαλύτερα από τα τωρινά σημαίνει πιο δαπανηρές δημόσιες επενδύσεις. Αν αυτό δεν συμβεί, οποιεσδήποτε φυσικές καταστροφές θα έχουν πιο σοβαρές συνέπειες και, συνεπώς, πιο υψηλές δαπάνες αποκατάστασης – αποζημίωσης από έντονα φυσικά φαινόμενα.

Τέταρτον, τα ελλείμματα του ασφαλιστικού θα εξακολουθούν να απορροφούν ένα σημαντικό τμήμα του προϋπολογισμού και του ΑΕΠ (γύρω στο 9% τον χρόνο), που είναι το δεύτερο υψηλότερο στην Ε.Ε. μετά της Ιταλίας και περιορίζει τους βαθμούς ελευθερίας των κυβερνήσεων να χρηματοδοτούν άλλα πεδία (π.χ. υγεία, επενδύσεις, κοινωνική πολιτική, άμυνα κ.λπ.).

Πέμπτον, η γνωστή πλέον και ισχυρή γήρανση του ελληνικού πληθυσμού θα σημαίνει μείωση ανθρώπινου δυναμικού που θα εργάζεται, θα παράγει και θα έχει επαρκείς ικανότητες να αναλάβει ρίσκα, να δημιουργεί και να αποδέχεται καινοτομίες στην παραγωγική διαδικασία και στην οργάνωση της κοινωνίας. Ιδίως η αγροτική παραγωγή, ο τουρισμός και το σύστημα υγείας θα δεχθούν νέες πιέσεις. Μείωση του ανθρώπινου δυναμικού, σε συνδυασμό με μια διεύρυνση του τεχνολογικού χάσματος, θα οδηγεί τις επενδύσεις σε χαμηλής παραγωγικότητας δραστηριότητες –που ήδη έτσι συμβαίνει–, με δευτερογενείς συνέπειες για την παραγωγή και την παραγωγικότητα, δηλαδή, τελικώς, την οικονομική μεγέθυνση και το βιοτικό επίπεδο.

Ισως όλα αυτά, που δεν εξαντλούν το θέμα, να ακούγονται πολύ αρνητικά, ίσως και να εξωραΐζουν το μέγεθος του προβλήματος. Κανείς δεν είναι βέβαιος για τίποτα. Ομως, είτε αυτά είτε διαφορετικά, αλλά παρεμφερή, φαινόμενα θα κυριαρχήσουν ως πραγματικότητα γύρω μας στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας. Σε κείμενό μας στην «Καθημερινή» (18 Απριλίου 2022), με τον Στ. Θωμαδάκη, είχαμε βάλει την έμφαση στην ανάγκη για στρατηγικές πρόληψης. Είχαμε επισημάνει, ότι «…η επέλευση κινδύνων με χρονική ανέλιξη δεν αντιμετωπίζεται μόνον με μεταβιβάσεις, αλλά, κυρίως, με προνοητικές επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές… Στις νέες συνθήκες, η έννοια της «προνοητικότητας» πρέπει να διαπεράσει την κουλτούρα της κοινωνίας –στον ιδιωτικό και δημόσιο χώρο– και να επιδράσει στη δημιουργία κοινωνικών και οικονομικών εφεδρειών και άλλων αντοχών, δηλαδή να καθορίσει το συνολικότερο πλέγμα αποταμίευσης πόρων και επένδυσης στο αύριο… Σε εποχές μακροσκοπικών κινδύνων, χωρίς μια δημιουργική προνοητικότητα, κάθε μορφή διακυβέρνησης θα αποτυγχάνει εναλλάξ. Οταν οι αρμοί της σταθερότητας σε μια κοινωνία χαλαρώνουν, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ενδυνάμωση ολοκληρωτικών νοοτροπιών. Αυτές ποτέ δεν είναι ούτε προοδευτικές, ούτε πατριωτικές, ούτε φιλελεύθερες, ούτε αποτελεσματικές. Είναι αντικοινωνικές, επικίνδυνες και ανίκανες να ανταποκριθούν στη διαχείριση μακροσκοπικών κινδύνων».

Το «κλειδί», όχι για να αποφύγουμε, αλλά να περιορίσουμε τις επιπτώσεις, είναι κατ’ αρχάς μια συγκροτημένη στρατηγική τόσο για την πολιτική όσο και για τον ιδιωτικό τομέα, με ισχυρή συμβολή των ειδικών του θέματος. Στο πλαίσιο αυτό, επενδύσεις, αποταμίευση, κατανάλωση και ευρωπαϊκοί πόροι θα χρειαστεί άμεσα να επανεξεταστούν και να προσανατολιστούν σε ένα σύνολο δράσεων, που θα αφορούν τα ευάλωτα σημεία. Οι επενδύσεις είναι ανάγκη να διπλασιαστούν ως ποσοστό του ΑΕΠ μέσα σε ένα ορατό διάστημα – όπως είναι παντού στην Ε.Ε. και όπως ήταν στη χώρα πριν από την κρίση. Οι δημόσιες επενδύσεις, πέρα από την ποσοτική διάστασή τους, θα χρειαστεί να έχουν δύο νέα, ποιοτικά, χαρακτηριστικά: να στραφούν προς επενδύσεις υποδομής, οι οποίες θα έχουν σοβαρό προληπτικό χαρακτήρα, θα απαιτούν όλο και περισσότερα κεφάλαια και μεγαλύτερο ορθολογισμό στην επιλογή και τη λειτουργία τους. Περιθώρια για χαμηλής σημασίας ή επιφανειακές επενδυτικές επιλογές θα στενεύουν, όπως και για «προβληματικές διαδικασίες και προτιμήσεις» τις οποίες γνωρίζουμε όλοι. Η φύση δεν παίζει παιχνίδια και δεν προσαρμόζεται σε πολιτικά παιχνίδια. Δεύτερον, οι οικονομικές αποδόσεις και η χρησιμότητα των επενδύσεων αυτών δεν θα υπακούν σε κριτήρια εντυπωσιασμού ή άμεσης –οικονομικής και πολιτικής– απόδοσης. Θα είναι επενδύσεις υψηλής κοινωνικής χρησιμότητας, αλλά ισχνής ή μηδενικής κερδοφορίας, μπορεί, δηλαδή, να έχουν μηδενικό απτό οικονομικό και πολιτικό όφελος για τις κυβερνήσεις στον χρόνο που τις υλοποιούν. Γι’ αυτό, όμως, και δεν μπορεί παρά να χρηματοδοτηθούν από το Δημόσιο. Η σημασία τους θα φαίνεται όταν κάποια στιγμή, που δεν είναι γνωστή εκ των προτέρων, θα αποτρέπουν ή θα περιορίζουν κάποια μεγάλη πλημμύρα ή την απανθράκωση δασικών οικοσυστημάτων (π.χ. Δαδιά) ή την ερημοποίηση αγροτικής γης ή υγειονομικές κρίσεις κ.ά. Μπορεί, βέβαια, και να μην κάνουμε πολλά από αυτά. Τότε, συλλογικά, θα πληρώσουμε πολλά – σε είδος.

Ο τρόπος αντίδρασής μας στις απειλές που διαγράφονται θα καθορίσει το αν η χώρα θα πέσει σε μια παγίδα, γνωστή από το ασφαλιστικό και όχι μόνον: να βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρά και πιεστικότατα προβλήματα, που θα απαιτούν αναγκαίες δύσκολες ή επώδυνες απαντήσεις και θυσίες σήμερα για να προληφθούν μεγαλύτερες θυσίες αργότερα. Η μετατόπιση τέτοιων προβλημάτων στο μέλλον κάνει την πολιτική να φαίνεται πιο φιλική στους πολίτες. Οι επιπτώσεις, όμως, για την κοινωνία δεν θα αποφεύγονται: θα προκύπτουν όλο και πιο οδυνηρές από τις όλο και ισχυρότερες εξελίξεις λίγα χρόνια αργότερα. Στα χρόνια από το 2009 και μετά κινδυνέψαμε συχνά να δούμε τη χώρα να μετατρέπεται σε «αυλή των θαυμάτων» του Καμπανέλλη. Ας το θυμόμαστε, όπως και τις επιπτώσεις του. Επίσης, όλα όσα απαιτούνται δεν αφορούν μόνο το κράτος. Αφορούν και την κοινωνία, ακόμα και όλους μας ως άτομα, που περιμένουμε τα πάντα από το κράτος και γινόμαστε θεατές των εξελίξεων. Βλέπουμε ότι σε άλλες χώρες, με ανεπτυγμένη συνείδηση της συλλογικής διάστασης και των κινδύνων, αναπτύσσονται ισχυρά μαζικά κινήματα, που «από τα κάτω» απαιτούν σοβαρές προληπτικές δράσεις για την κλιματική αλλαγή. Η σκοπιά αυτή ανοίγει ένα νέο μεγάλο κεφάλαιο, μέχρι στιγμής ανύπαρκτο για εμάς.

Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT