Άρθρο των Τ. Γιαννίτση και Σ. Θωμαδάκη: Για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για το κλίμα

Άρθρο των Τ. Γιαννίτση και Σ. Θωμαδάκη: Για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για το κλίμα

Διεθνείς και εσωτερικές εξελίξεις εκπέμπουν επίμονα ένα ισχυρό μήνυμα: η κλιματική κρίση είναι εδώ και χειροτερεύει. Διαπλέκεται με νεωτερικούς μακροκινδύνους και με άλλες απειλές, ανατρέπει βεβαιότητες και δημιουργεί σύνθετα διλήμματα.

7' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Διεθνείς και εσωτερικές εξελίξεις εκπέμπουν επίμονα ένα ισχυρό μήνυμα: η κλιματική κρίση είναι εδώ και χειροτερεύει. Διαπλέκεται με νεωτερικούς μακροκινδύνους και με άλλες απειλές, ανατρέπει βεβαιότητες και δημιουργεί σύνθετα διλήμματα. Είμαστε αναγκασμένοι να προχωρήσουμε σε νέες μορφές οργάνωσης της οικονομίας, της πολιτικής, των διεθνών συνεργασιών μας. Το επίκεντρο των δράσεών μας πρέπει να μετατοπιστεί σε ένα σύστημα παρεμβάσεων, που χρησιμοποιώντας όλες τις διαθέσιμες τεχνολογικές και θεσμικές καινοτομίες θα επιδιώξει να μετριάσει –τουλάχιστον– τις επιπτώσεις των μακρόσυρτων κλιματικών διαταραχών και των απανωτών φυσικών καταστροφών τους.

Ο χρόνος για τη συνειδητοποίηση της επιτακτικής ανάγκης για σχεδιασμό και υλοποίηση ενός συνεκτικού συστήματος ασφαλείας από φυσικές καταστροφές συρρικνώνεται. Θα μπορούσε να παραλληλίσει κανείς αυτόν τον στόχο με το αμυντικό σύστημα για προστασία της εθνικής ασφάλειας ή το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για προστασία των αδυνάμων. Κρίσιμο και σημαντικό στοιχείο της διαδικασίας αποτελεί η καλλιέργεια κοινωνικής συνείδησης και συλλογικής οικονομικής και κοινωνικής στήριξης σε μια στρατηγική προσπάθεια.

Μολονότι οι πρόσφατες ζημιές (Θεσσαλία, Θράκη) ξεπέρασαν κατά πολύ προγενέστερες κλίμακες, κρούοντας έναν ηχηρό κώδωνα κινδύνου, ανάλογα φαινόμενα σημειώνονται παντού στη Μεσόγειο, στην Ευρώπη, στον πλανήτη, διαπιστώνουμε τη δύναμη της μετατόπισης του προβλήματος στο μέλλον, όπως και τη δύναμη όσων μάχονται για να παρατείνουν τα σημερινά σημαντικά οικονομικά και πολιτικά τους οφέλη από την εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα: δεν υπάρχει ανθρωπογενής κλιματική κρίση, οι μακροχρόνιοι κίνδυνοι αφορούν το μακρινό μέλλον ή είναι κατασκευές χειραγώγησης του κόσμου από σκοτεινές δυνάμεις. Συνεπώς, δεν υπάρχει λόγος για βιασύνη, θυσίες ή πρόνοιες, που θα μειώσουν σημερινές σχέσεις ευημερίας. Πρόκειται για παραπλάνηση και τεράστιο λάθος, που θα πληρωθούν –ήδη πληρώνονται– ακριβά.

Σήμερα είμαστε ακόμη σε σημείο όπου ο συνδυασμός τεχνολογικών γνώσεων και ικανοτήτων μάς δίνει δυνατότητα να επηρεάσουμε το αύριο. Το αύριο δεν είναι άλλοι, είμαστε εμείς. Με μέσο όρο ζωής γύρω στα 80 χρόνια, το τι θα γίνει στην Ελλάδα σε 10, 30 ή 50 χρόνια θα έχει επιπτώσεις για το 70% του σημερινού πληθυσμού, ηλικίας κάτω των 65 ετών, και, βέβαια, για τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Με την εμβάθυνση και εξάπλωση της κλιματικής κρίσης, το όποιο μονοπάτι δράσεων και διεξόδων θα στενεύει και θα εκλείπουν ευκαιρίες παρέμβασης.

Θυμόμαστε ότι «εν αρχή ην ο λόγος»: η ικανότητα σκέψης και επιλογών του ανθρώπου. Τι χρειάζεται να δούμε ακόμη για να αποδεχθούμε ότι υπάρχουν προβλήματα πολύ σοβαρότερα από όσα γεμίζουν την καθημερινότητά μας; Τι χρειάζεται να συμβεί για να αναπροσανατολίσουμε ηθικές και αξιακές προτεραιότητες; Oπως επιμένει ο Θεοδόσης Τάσιος στα κείμενα και στον λόγο του, «όλες οι ουσιώδεις επιλογές του ανθρώπου ανήκουν στο βασίλειο της Ηθικής». Χωρίς αξίες, χωρίς ηθικές επιλογές δεν υπάρχει πυξίδα ούτε στη σκέψη ούτε στις πράξεις. Η αλλαγή στις ιεραρχήσεις μας για προστασία της κοινωνίας απέναντι στις εξαιρετικές απειλές της κλιματικής κρίσης είναι το μεγάλο ηθικό πρόταγμα, που απαιτεί αλλαγές νοοτροπιών και συμπεριφορών και ακόμη ένα νέου τύπου, διευρυμένο, κοινωνικό συμβόλαιο.

Oμως, η «κλιματική προνοητικότητα» δεν είναι αφηρημένη έννοια. Χρειαζόμαστε μια κοινωνία με ισχυρή ανθεκτικότητα –ισχυρότερη από σήμερα πάντως– στο να αντιμετωπίζει αντιξοότητες (φυσικές καταστροφές, πανδημίες, πληθυσμιακή γήρανση κ.ά.). Χρειαζόμαστε θεσμούς (πολιτικές, πολιτικό σύστημα, συντονιστικά μορφώματα) που θα αιφνιδιάζονται λιγότερο όταν προκύπτουν απρόβλεπτες εξελίξεις. Χρειαζόμαστε διοικητικούς μηχανισμούς ικανούς να μαθαίνουν έπειτα από εκδήλωση της κάθε κρίσης. Χρειαζόμαστε επενδυτική στρατηγική βασισμένη σε φυσικές και τεχνολογικές υποδομές, σε ανθρώπινες ικανότητες (γνώσεις, εκπαίδευση, προβλεπτικότητα, σχεδιασμό) και ευρεία ενσυναίσθηση του «κοινού καλού». Η ιστορία μας είναι γεμάτη από περιπτώσεις ολιγωρίας ή ανεπάρκειας σε όλα αυτά. Πόσες φορές, όταν εξαιρετικά σημαντικοί κίνδυνοι ήταν μπροστά μας, δεν επιλέξαμε να τους αγνοήσουμε; Η απειλή, επομένως, δεν προέρχεται μόνον «απ’ έξω». Εμείς οι ίδιοι αποτελούμε πρόσθετη απειλή, όταν και επειδή αφήνουμε αναγνωρισμένους κινδύνους να επιδεινωθούν.

Είμαστε αναγκασμένοι να προχωρήσουμε σε νέες μορφές οργάνωσης της οικο- νομίας, της πολιτικής, των διεθνών συνεργασιών μας.

Πολλές φορές, έπειτα από σοβαρές καταστροφές, ακούγεται το καθησυχαστικό μήνυμα ότι ευτυχώς δεν υπήρξαν ανθρώπινες απώλειες. Πράγματι, για το ανθρώπινο γένος –που αλληλοσφαγιάζεται ανεξέλεγκτα– αυτή είναι η μεγαλύτερη προτεραιότητα. Η αντίληψη αυτή έχει όμως ένα μεγάλο κενό: οι ζωές άλλων πλασμάτων του πλανήτη δεν μετράνε; Το φυσικό περιβάλλον είναι «εξω-ανθρωπικό»; Οχι. Είναι ασπίδα ζωής και πολιτισμού. Η σταδιακή καταστροφή του σημαίνει και απογύμνωση της προστασίας της ανθρώπινης ζωής. Η τεράστια πυρκαγιά στη Δαδιά, λόγου χάριν, θεωρήθηκε λιγότερο οδυνηρή από την οπτική του αστικού μας βίου («μόνο άγριο δάσος και άγρια ζώα καταστράφηκαν στο κάτω κάτω»!). Στην πραγματικότητα, με κάθε τέτοιο συμβάν καταστρέφεται ένα σπουδαίο συλλογικό αγαθό μας, που παράγει υγεία, ατμοσφαιρική ισορροπία και βιοποικιλότητα. Μολονότι η προσφορά τέτοιων συλλογικών αγαθών δεν αποτιμάται ως εμπορευματική αξία στο εθνικό εισόδημα, η συμβολή τους στην ποιότητα διαβίωσης των ανθρώπων και όλων των πλασμάτων της φύσης είναι κρίσιμη.

Οι καταστροφές, όπως στη Θεσσαλία και αλλού, δημιουργούν ανάγκες άμεσης αποζημίωσης. Oμως, η ικανότητα αποζημιώσεων έχει δημοσιονομικά όρια και θέτει σοβαρά προβλήματα κατανομής του βάρους τους. Μπορεί και πρέπει να υποστηριχθεί και από ιδιωτικά ασφαλιστικά σχήματα, αλλά και αυτά έχουν στενά περιθώρια. Βλέπουμε ότι μεγάλες περιοχές στην κατακαμένη Καλιφόρνια πλέον δεν γίνονται δεκτές για ασφάλιση. Αυτή η επιλογή επομένως, αν και χρήσιμη, δεν λειτουργεί ως μόνιμη λύση. Αυτό που χρειάζεται είναι μια ευρεία πολιτική προστατευτικών επενδύσεων, δημόσιων και ιδιωτικών, που θα έχουν ικανότητα να αποτρέπουν ή να μετριάζουν τις καταστροφές, έστω εν μέρει. Αυτό το «εν μέρει» κάνει μεγάλη διαφορά, καθώς αν δεν επιτευχθεί θα χαθούν πολύ περισσότερα. Προκύπτει όμως ένα πρόβλημα πολιτικών αντιλήψεων. Αντίθετα με πολιτικές του παρελθόντος, ο στόχος θα εμφανίζεται όχι ως μεγιστοποίηση πιθανής ωφέλειας, αλλά ως ελαχιστοποίηση πιθανής ζημιάς. Η αποτροπή του μη χείρονος είναι πολιτικά αναγκαία. Είναι όμως και ακανθώδης, αφού δεν θα υπάρχει εμφανής «θετικότητα», αλλά μόνον συγκριτική, σε σχέση με μια υπολογιζόμενη αρνητικότερη εξέλιξη. Πότε οι κυβερνήσεις και η κοινωνία μας δέχθηκαν μεταρρυθμίσεις που θα είχαν αρνητικές συνέπειες, απλώς και μόνον επειδή η αδράνεια θα είχε συνέπειες πολύ πιο αρνητικές; Η κλιματική προνοητικότητα προϋποθέτει καλλιέργεια μιας ρεαλιστικής αντίληψης περί των επιτεύξιμων στόχων της προστασίας.

Τα βασικά ερωτήματα είναι σκληρά. Επαρκούν οι υπάρχουσες δομές του κράτους και της κοινωνίας; Επαρκούν οι ικανότητες σχεδιασμού και συντονισμού που απαιτεί η πολυπλοκότητα και η αλληλοσύνδεση των κρίσεων; Εν τέλει, επαρκούν οι πόροι που θα είναι διαθέσιμοι για να αντιμετωπισθούν όλες οι παραπάνω ανάγκες; Οι αυξημένες επενδύσεις προϋποθέτουν μεγαλύτερη χρηματοδότηση. Αυτό σημαίνει αυξημένη αποταμίευση και άρα μείωση της καταναλωτικής δαπάνης. Η ίδια η ιδέα ενός συστήματος ασφάλειας της κοινωνίας από φυσικούς κινδύνους εξαρτάται από τη δημιουργία ενός πυρήνα εθνικών πόρων, που θα χρησιμοποιηθούν ως απόθεμα αλλά και ως «μοχλός» για εισροή εξωτερικών πόρων.

Πρόσφατα δημοσιεύθηκαν στοιχεία, που δείχνουν την Ελλάδα –μόνη στην Ε.Ε.– με αρνητική ιδιωτική αποταμίευση (-4% του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου +12,7% στην Ε.Ε.). Η χώρα, επίσης, έχει τα χαμηλότερα ποσοστά αποταμίευσης και επενδύσεων στην Ε.Ε. Πώς θα χρηματοδοτηθούν επαρκείς επενδύσεις; Γιατί πιο φτωχές χώρες της Ε.Ε. –και άλλες– μπορούν και να καταναλώνουν χαμηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ τους και να αποταμιεύουν και να επενδύουν περισσότερο απ’ ό,τι εμείς; Προφανώς, γιατί έτσι διαμορφώθηκε η κουλτούρα μας στις τελευταίες δεκαετίες. Αν η κουλτούρα αυτή μας οδηγήσει ξανά στο να δανειζόμαστε όσο μπορούμε, η στρατηγική της προστασίας θα εγκλωβισθεί στη διόγκωση ενός άλλου δηλητηριώδους κινδύνου: την υπερχρέωση.

Η θεώρηση θα ήταν ατελής, αν παρέλειπε τις επιπτώσεις στο παραγωγικό μας σύστημα. Η κλιματική αλλαγή αποτελεί απειλή, αλλά δημιουργεί και πιέσεις και ευκαιρίες για καινοτομίες στο παραγωγικό σύστημα και στον δημόσιο τομέα, για νέες γνώσεις, για παραγωγή λιγότερο ρυπογόνων προϊόντων και υπηρεσιών που θα ενισχύουν την παραγωγική αναδιάρθρωση. Στο ευρύ αυτό πεδίο, κάθε χώρα μπορεί να διασφαλίσει οφέλη, αρκεί να σχεδιάσει και να εφαρμόσει στρατηγικές που ανταποκρίνονται στο μέγεθος του προβλήματος.

Η επιστροφή στο προσκήνιο των εννοιών της βιομηχανικής πολιτικής, της πράσινης οικονομίας και των εφαρμογών συνδυασμού τεχνητής νοημοσύνης και άλλων επιστημών, δείχνει τις κινήσεις χωρών με «προνοητικές» λειτουργίες, αλλά και πολύ πιο σοβαρές οικονομικές και πολιτικές ικανότητες. Στη χώρα μας, στις περασμένες δεκαετίες, η παρέμβαση του κράτους –ενεργητική και παθητική– συχνά ήταν υπόδειγμα αποτυχίας και σπατάλης πόρων. Το αποτέλεσμα ήταν μεγάλη αποβιομηχάνιση, αποδυνάμωση του παραγωγικού συστήματος, κρίση. Κράτος και επιχειρήσεις δούλεψαν σε αγαστή συνεργασία προς την κατεύθυνση αυτή. Οι σημερινές συνθήκες επιτάσσουν το ακριβώς αντίθετο. Χρειάζονται δύο προκλητικά καινοτόμες –για το σύστημα διακυβέρνησής μας– ιδιότητες: αφενός, σχεδιασμός και παρέμβαση του κράτους στην παραγωγική – τεχνολογική αναδιάρθρωση, στα πρότυπα άλλων επιτυχημένων οικονομιών αγοράς. Αφετέρου, τεχνολογική αρτιότητα, ακεραιότητα και έλεγχος απέναντι σε εμπεδωμένες ιδιοτελείς πρακτικές, σύγχρονα ελεγκτικά πρότυπα και έλεγχοι των έργων, καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, της συναλλαγής και του τοπικισμού στον σχεδιασμό και υλοποίηση επενδύσεων, με σκοπό την αποδοτικότητα των επενδύσεων ή ολόκληρων συστημάτων. Αυτά σημαίνουν την επίπονη οικοδόμηση ενός νέου status quo. Αν εξακολουθήσει να λείπει το ένα από τα δύο αυτά στοιχεία –ή και τα δύο–, το πρόβλημα θα παραμείνει ακέραιο.

*Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης και ο κ. Σταύρος Θωμαδάκης είναι ομότιμοι καθηγητές Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή