Άρθρο του Τάσου Γιαννίτση στην «Κ»: Κοινωνική πολιτική στη Μεταπολίτευση

Άρθρο του Τάσου Γιαννίτση στην «Κ»: Κοινωνική πολιτική στη Μεταπολίτευση

5' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η κοινωνική πολιτική και το κοινωνικό κράτος αποτελούν τη μεγάλη κοινωνική –και πολιτική– κατάκτηση της Μεταπολίτευσης και της Δημοκρατίας μας. Ολες οι κυβερνήσεις από το 1974 και μετά ενίσχυσαν την κοινωνική πολιτική, άλλη σε πιο σημαντικό και άλλη σε μικρότερο βαθμό. Μιλώντας για κοινωνική πολιτική, γνωρίζουμε ότι το κέντρο βάρους της βρίσκεται στην αναδιανομή εισοδήματος, άυλων στοιχείων και ευκαιριών βελτίωσης (κοινωνική θέση, δυνατότητα εργασίας, ευκαιρίες ανέλιξης, θεσμικά δικαιώματα, συμμετοχή σε κοινωνικές διαδικασίες κ.ά.), με στόχο τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πιο αδύναμων στρωμάτων, τη μείωση της φτώχειας και των ανισοτήτων.

Από το 1974 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, και ιδίως μεταξύ 1982-1987, ελήφθησαν μέτρα για την αντιμετώπιση μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων και την εξισορρόπηση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων που χαρακτήριζαν την ελληνική κοινωνία. Στη συνέχεια, ακολουθεί μια σταδιακή αύξηση των κοινωνικών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ. Από 21% περίπου το 1997 (27,5% στην Ε.Ε.), οι κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα ήρθαν όλο και πιο κοντά στον μέσο όρο της Ε.Ε. (24% έναντι 28% στην Ε.Ε. το 2003 και 27% έναντι 30% στην Ε.Ε. το 2021).

Παρά τη σημαντική αυτή εξέλιξη, η κοινωνική πολιτική στη χώρα εμφανίζει σημαντικές αδυναμίες, που δεν αποτυπώνονται στους παραπάνω αριθμούς. Η πρώτη αδυναμία συνδέεται με το γεγονός ότι τα διανεμητικά αποτελέσματα της κοινωνικής πολιτικής αντισταθμίζονταν από πολιτικές που οδηγούσαν σε αντίστροφη αναδιανομή. Οι κυβερνήσεις, ρητά ή έμμεσα, απένειμαν εισόδημα ή περιουσία σε κοινωνικές ομάδες του μεσαίου και επάνω –αλλά και του αδύναμου– τμήματος της εισοδηματικής πυραμίδας, π.χ. δείχνοντας ανοχή στην καταπάτηση δημόσιας γης, στην παράνομη δόμηση, απονέμοντας δικαιώματα οικοδόμησης σε προνομιούχες περιοχές (παραλίες, προστατευμένες περιοχές), θεσπίζοντας ρυθμίσεις που υποχρεώνουν τους πολίτες να αγοράζουν υπηρεσίες από ορισμένες επαγγελματικές κατηγορίες (μηχανικούς, δικηγόρους, λογιστές κ.ά.) ή προσλαμβάνοντας πλεονάζον προσωπικό στον δημόσιο τομέα.

Τα χαρακτηριστικά αυτά εξηγούν και τη μεγάλη αντίφαση που παρουσιάζει η κοινωνική πολιτική στη χώρα. H Ελλάδα έχει ένα ικανοποιητικό επίπεδο κοινωνικών δαπανών, αλλά και μία από τις υψηλότερες θέσεις στην εισοδηματική ανισότητα και την τρίτη χειρότερη θέση (μετά τη Ρουμανία και Βουλγαρία) από πλευράς φτώχειας και κινδύνου κοινωνικού αποκλεισμού.

Η δεύτερη αδυναμία συνδέεται με τον τρόπο χρηματοδότησης της κοινωνικής πολιτικής, που καθορίζει το αν συντελείται αναδιανομή εισοδήματος και μείωση ανισοτήτων. Στα χρόνια μέχρι την ένταξη στην ΟΝΕ, αναδιανομή εισοδήματος σημειώθηκε, αλλά κυρίως από τα μεσαία προς τα πιο αδύναμα στρώματα. Στο εσωτερικό των κοινωνικών δαπανών το μερίδιο των συντάξεων αυξήθηκε σημαντικά, αλλά ευνοήθηκαν όλοι: χαμηλά, μεσαία και υψηλά εισοδήματα. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 μέχρι την κρίση, η κοινωνική πολιτική στηρίχθηκε, κυρίως, στη διανομή δανειακών πόρων, έτσι ώστε να ικανοποιηθούν οι αποδέκτες των κοινωνικών δαπανών, αλλά χωρίς να υπάρξει σοβαρή αναδιανομή στο εσωτερικό της κοινωνίας.

H Ελλάδα έχει ένα ικανοποιητικό επίπεδο κοινωνικών δαπανών, αλλά και μία από τις υψηλότερες θέσεις στην εισοδηματική ανισότητα και την τρίτη χειρότερη θέση από πλευράς φτώχειας και κινδύνου κοινωνικού αποκλεισμού.

Η τρίτη αδυναμία σχετίζεται με την επικράτηση μιας κουλτούρας που ανήγαγε κάθε θέμα σε κοινωνικό και πολιτικό, με συνέπεια ένα πολύ σημαντικό –κοινωνικό και πολιτικό– κόστος. Η στήριξη των προβληματικών επιχειρήσεων, που στοίχισαν τότε πάνω από 1,5 δισ. δολάρια, ήταν κοινωνικό θέμα, το ίδιο και της Ολυμπιακής, της ΛΑΡΚΟ, των ναυπηγείων που υπο-φυτοζωούν και των ελάχιστων βιομηχανιών πολεμικού υλικού, που από στρατιωτικό υλικό έφτασαν να κατασκευάζουν τρόλεϊ και λεωφορεία. Προφανώς και κάθε μεγάλο θέμα είναι και κοινωνικό και πολιτικό (όχι πελατειακό). Ομως όταν χάνεται το μέτρο, το τίμημα είναι ακριβό και αποβαίνει εις βάρος και της κοινωνικής προστασίας, και της ανάπτυξης, και της πολιτικής.

Το τέταρτο σημείο σχετίζεται με την κρίση του 2009, δηλαδή το πιο μεγάλο οικονομικό πλήγμα στην περίοδο της Μεταπολίτευσης. Το μερίδιο των δαπανών κοινωνικής προστασίας στο ΑΕΠ ως ποσοστό δεν μειώθηκε στα χρόνια εκείνα. Αυξήθηκε. Ομως, το ΑΕΠ μειώθηκε 27%, η ανεργία εκτινάχθηκε, έκλεισαν πολλές επιχειρήσεις, κοινωνικές εντάσεις κ.ά. Το όλο αποτέλεσμα των ετών εκείνων οφειλόταν σε μια ευρύτερη αδυναμία αποτελεσματικής-πραγματιστικής διαχείρισης των οικονομικο-κοινωνικών σχέσεων με τρόπο που να αποτραπεί η κρίση. Οι πολιτικές και θεσμικές δομές άντεξαν και η οικονομική πολιτική και η οικονομία αποδείχθηκαν ο αδύναμος κρίκος της αλυσίδας. Και η οικονομία άντεξε. Με τι κόστος; Με μια πρωτοφανή υποχώρηση όλων των θεσμικών, πολιτικών και κοινωνικών δομών, σχέσεων και ισορροπιών και με ένα πρωτόγνωρο τραυματισμό της κοινωνικής συνοχής.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 μέχρι την κρίση, η κοινωνική πολιτική στηρίχθηκε, κυρίως, στη διανομή δανειακών πόρων, έτσι ώστε να ικανοποιηθούν οι αποδέκτες των κοινωνικών δαπανών.

Πώς ερμηνεύονται όλα αυτά; Οι απαντήσεις είναι πολλές και δύσκολες. Σε όλη τη διαδρομή της από το 1974 μέχρι σήμερα, η πολιτική δεν μπορούσε ή δεν θέλησε να ακολουθήσει κλασικές πολιτικές αναδιανεμητικής πολιτικής. Για να συμβιβάσει την κοινωνική πίεση με την αδυναμία αυτή, χρησιμοποιήθηκε ένας μοχλός που, εν μέρει ή και συνολικά, μετατόπιζε το πρόβλημα στο μέλλον: τα δημοσιονομικά ελλείμματα, η νομισματική επέκταση (πριν από την ΟΝΕ), ο εξωτερικός δανεισμός. Με τον δανεισμό, όλα ήταν εφικτά. Να αμβλυνθούν ανισότητες και αδικίες, να γίνουν επενδύσεις, να αντιμετωπιστεί η ανεργία, τα εξωτερικά ελλείμματα κ.ά. Το τίμημα αναβαλλόταν για το μέλλον.

Το γενικότερο ερώτημα που ανακύπτει είναι: Τι σήμαινε και πώς εξηγείται η άρνηση να αντιμετωπιστούν επαρκώς ευρύτερα και κρίσιμα θέματα όπως το ασφαλιστικό, οι τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης, το πρόβλημα της γήρανσης, η φοροδιαφυγή, η παραοικονομία, η διαφθορά στην κατανομή αγροτικών και άλλων κοινοτικών ενισχύσεων, η αποτελεσματικότερη οργάνωση της απονομής δικαιοσύνης ή των κρατικών λειτουργιών; Γιατί οι κυβερνήσεις υπέκυψαν υπερβολικά στις πιέσεις να γίνουν αρεστές στον βραχυπρόθεσμο εκλογικό κύκλο, παραβλέποντας τις συνέπειες για την παραγωγική βάση της χώρας; Γιατί το πολιτικό σύστημα δεν μπορούσε να πάρει πρωτοβουλίες που θα ξεπερνούσαν τους εσωτερικούς συσχετισμούς δύναμης;

Οπως αναφέρθηκε, η περίοδος της Μεταπολίτευσης, παρά την κρίση του 2009 και τα πολλά πισωγυρίσματα στο οικονομικό και σε άλλα πεδία, συνδέθηκε με τη δημιουργία κοινωνικού κράτους και με πολιτικές κοινωνικής συμπεριληπτικότητας που την αναδεικνύουν ως το πιο θετικό τμήμα της νεότερης Ιστορίας της Ελλάδας. Ομως, είναι και η περίοδος με την πιο επώδυνη οικονομική οπισθοδρόμηση στη μεταπολεμική Ιστορία της. Το χάσμα μεταξύ 1974 –της εκκίνησης της Μεταπολίτευσης, με ελπίδες, όνειρα, ενέργεια και ενθουσιασμό– και της κατάληξης, το 2009 και μετά, δεν είναι μια λευκή σελίδα που την προσπερνάμε. Είναι ένα δύσκολο κεφάλαιο στην ιστορία της Μεταπολίτευσης, που δεν αφορά μόνο την κοινωνική προστασία, αλλά και την πολιτική, τους θεσμούς, την οικονομία γενικά, και άλλους τομείς. Σήμερα, όμως, το θέμα αφορά λιγότερο το τι έγινε και περισσότερο τι σημασία έχει για τις εξελίξεις που θα έχουμε στο μέλλον.

*Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή