Είναι ζήτημα της πλειοψηφίας ο γάμος;

Είναι ζήτημα της πλειοψηφίας ο γάμος;

Οταν ένα θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος γίνεται αντικείμενο συζήτησης στη δημόσια σφαίρα είναι συχνές οι παρανοήσεις, που εμποδίζουν τη νηφάλια αξιολόγηση και στάθμιση. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση του γάμου μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου, που διατηρείται εδώ και καιρό στην επικαιρότητα

4' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν ένα θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος γίνεται αντικείμενο συζήτησης στη δημόσια σφαίρα είναι συχνές οι παρανοήσεις, που εμποδίζουν τη νηφάλια αξιολόγηση και στάθμιση. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση του γάμου μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου, που διατηρείται εδώ και καιρό στην επικαιρότητα. Μια πρώτη παρανόηση βρίσκεται όμως ακριβώς σε αυτό το σημείο: Σε μια δημοκρατική κοινωνία ο καθένας μπορεί να εκφράσει τη γνώμη του για οποιοδήποτε θέμα, αυτό όμως δεν σημαίνει και ότι η απόφαση για τη νομοθετική του αντιμετώπιση πρέπει να έχει σε κάθε περίπτωση την αποδοχή της «κοινωνίας», ιδίως όταν πρόκειται για ζήτημα που δεν αφορά συνολικά όλους τους πολίτες, αλλά μια μερίδα μόνον αυτών και μάλιστα μειοψηφική.

Αντίθετα από ό,τι υποστηρίζεται, ο γάμος των ομοφύλων και η γονεϊκότητα των ομόφυλων ζευγαριών δεν αφορούν όλους, αλλά τα δικαιώματα και τη νομική θέση ορισμένων· το δε σταθερά επαναλαμβανόμενο επιχείρημα ότι «η κοινωνία δεν είναι έτοιμη» για τη σχεδιαζόμενη ρύθμιση είναι απλώς προσχηματικό, αν όχι ανακριβές: Το ίδιο ακριβώς επιχείρημα προβάλλεται σταθερά εδώ και είκοσι τουλάχιστον χρόνια. Μέσα σε αυτά τα χρόνια, η ελληνική κοινωνία εξελίχθηκε, το διεθνές περιβάλλον μεταβλήθηκε ριζικά, τα εναλλακτικά οικογενειακά σχήματα απέκτησαν ορατότητα και νομική αναγνώριση. Είναι δυνατόν να υποστηρίζεται ότι, παρά τον εν γένει δυναμικό χαρακτήρα των μορφών και των λειτουργιών της οικογένειας, οι αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας έμειναν στάσιμες και αναλλοίωτες ειδικά για το ζήτημα των οικογενειών των ατόμων του ιδίου φύλου;

Κατά τη γνώμη μου, το σχετικό επιχείρημα, επιτελώντας τον στόχο του, παρασύρει τη συζήτηση σε λάθος δρόμο. Αρκεί να αναλογιστούμε τι θα γινόταν αν η πολιτεία ζητούσε την πλειοψηφική αποδοχή της κοινωνίας, όταν, το 1983, θέσπισε, πρωτοποριακά, την πλήρη νομική εξομοίωση των παιδιών που γεννήθηκαν εκτός γάμου (των τότε αποκαλούμενων «νόθων») με τα γεννημένα σε γάμο. Ή όταν αργότερα, το 2002 και το 2005, με τις ψήφους και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, νομιμοποίησε και ρύθμισε, πάλι κατά διεθνή πρωτοπορία, όλες τις μεθόδους της ιατρικά υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Αναπόφευκτα επίσης προβάλλει το ερώτημα αν θα είχε ποτέ εισαχθεί ο πολιτικός γάμος στην Ελλάδα, αν ο νομοθέτης έδινε στην (αντίθετη) άποψη της Εκκλησίας περισσότερη σημασία από αυτή που θεσμικά της αναλογούσε.

Με έκπληξη διαπιστώνει κάποιος διαβάζοντας τις θέσεις της Ιεράς Συνόδου για το θέμα ότι, αντί για αναφορές στην ορθόδοξη θεολογία, το κείμενο κατά κύριο λόγο περιέχει νομική ανάλυση. Αν όμως οι ιεράρχες –προφανώς ερασιτεχνικά– εκφέρουν νομικές απόψεις, θα πρέπει να είναι έτοιμοι να δεχτούν και τον επιστημονικό αντίλογο.

Ο γάμος και η γονεϊκότητα των ομόφυλων ζευγαριών δεν αφορούν όλους, αλλά τα δικαιώματα και τη νομική θέση ορισμένων· το δε σταθερά επαναλαμβανόμενο επιχείρημα ότι «η κοινωνία δεν είναι έτοιμη» είναι απλώς προσχηματικό, αν όχι ανακριβές.

Δεν υπάρχει ειδικός του οικογενειακού δικαίου στην Ελλάδα, που θα αμφισβητήσει ότι το σύνηθες πρότυπο της οικογένειας με δύο γονείς διαφορετικού φύλου δεν αποτελεί νομικά δεσμευτικό ρυθμιστικό πρότυπο. Από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα το 1946 επιτρέπεται η υιοθεσία ανηλίκου από ένα μόνο πρόσωπο, ανεξάρτητα από το φύλο του. Ο σεξουαλικός προσανατολισμός του υποψήφιου θετού γονέα δεν μπορεί, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, να τεθεί ως κριτήριο για την υιοθεσία.

Επίσης, από το 2002 μια γυναίκα χωρίς σύζυγο ή άνδρα σύντροφο μπορεί, με σπέρμα δότη, να αποκτήσει παιδί χωρίς νομικό πατέρα. Από την άλλη μεριά, είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει ενωσιακή ή διεθνής νομική υποχρέωση της Ελλάδας να εισαγάγει στο δίκαιό της τον γάμο των ομοφύλων. Αν υπήρχε τέτοια νομική υποχρέωση, η όλη συζήτηση θα στερείτο αντικειμένου. Ούτε όμως και σε κάποιο κανόνα αυξημένης τυπικής ισχύος (λ.χ. το ελληνικό Σύνταγμα ή το ενωσιακό δίκαιο) δεν θα ήταν αντίθετη μια τέτοια ρύθμιση. Ιδίως, η έλλειψη νομικής υποχρέωσης της χώρας να αναγνωρίσει τον γάμο των ομοφύλων δεν σημαίνει ότι η παράλειψη της ρύθμισης αυτής δεν θέτει ζητήματα ισότητας των πολιτών, καθώς μια μερίδα Ελλήνων (τα ομόφυλα ζευγάρια και τα παιδιά τους) χωρίς τον γάμο δεν έχουν την ίδια νομική θέση με τους λοιπούς. Τα προβλήματα εντείνονται στο σύγχρονο διεθνοποιημένο περιβάλλον, όταν η ελληνική πολιτεία αρνείται την αναγνώριση σε οικογένειες γονέων του ιδίου φύλου που έχουν νόμιμα δημιουργηθεί στο εξωτερικό.

Τέλος, παρανοήσεις υπάρχουν και σε σχέση με την παρένθετη μητρότητα και την υιοθεσία. Η πρώτη επιτρέπεται στην Ελλάδα από το 2002. Χιλιάδες γυναίκες από την Ελλάδα και από το εξωτερικό έχουν αποκτήσει παιδιά με αυτή τη μέθοδο, αλλά μέχρι τώρα κανείς δεν ανησύχησε για τους (υπαρκτούς) κινδύνους εκμετάλλευσης των κυοφόρων γυναικών. Η υιοθεσία δεν αφορά μόνο τα προς υιοθεσία παιδιά των ιδρυμάτων (που είναι έτσι κι αλλιώς ελάχιστα): Αν ένα παιδί είναι νομικά παιδί του ενός μέλους ενός ομόφυλου ζευγαριού και μεγαλώνει μαζί και με τους δύο, γιατί πρέπει αυτό το παιδί να στερείται (με τον αποκλεισμό της υιοθεσίας) δικαιώματα διατροφής και γονικής μέριμνας, καθώς και κληρονομικό δικαίωμα, σε σχέση με το άλλο πρόσωπο που εν τοις πράγμασι το μεγαλώνει; Δεν υπάρχει νομικός τρόπος να αποκλειστεί να μεγαλώνει ο γονέας το παιδί του με τον σύντροφό του του ιδίου φύλου. Αυτό είναι μια πραγματικότητα ήδη, δεν θα δημιουργηθεί το πρώτον με τον γάμο των ομοφύλων. Η εισαγωγή του τελευταίου στο δίκαιό μας θα καλύψει αυτή την πραγματικότητα προς όφελος κυρίως των παιδιών. Οι αντίθετες προς τον γάμο των ομοφύλων θεωρήσεις, αντί να εστιάσουν στην αγάπη και τη φροντίδα που οφείλει η πολιτεία σε όλα τα παιδιά, παραβλέπουν τις ανάγκες παιδιών που έτυχε να βρεθούν (και δεν ήταν δική τους επιλογή) σε μια οικογένεια γονέων του ιδίου φύλου. Είναι δείγμα αγάπης και κοινωνικής ευαισθησίας να οδηγήσει κανείς τα παιδιά αυτά σε ένα ίδρυμα αν, για οποιονδήποτε λόγο, εκλείψει ο (μοναδικός) νομικός τους γονέας;

Η κ. Κατερίνα Φουντεδάκη είναι καθηγήτρια στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή