Αρθρο Νίκου Αλιβιζάτου στην «Κ»: Το επίτευγμα και οι σκιές του

Αρθρο Νίκου Αλιβιζάτου στην «Κ»: Το επίτευγμα και οι σκιές του

Η επιστροφή της Ελλάδας στην κοινοβουλευτική νεωτερικότητα δεν συνοδεύτηκε από θεσμικά αντίβαρα

6' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον Απρίλιο του 1947, μεσούντος του εμφυλίου πολέμου, ο Θεόδωρος Τουρκοβασίλης, αρχηγός του Κόμματος των Εθνικοφρόνων, αγορεύοντας στη Βουλή αναφέρθηκε παρεμπιπτόντως στην… Ελβετία: «Μου εδόθη η ευκαιρία να θαυμάσω τον λαόν αυτόν τελευταίως και να ίδω την ωραίαν οργάνωσιν του κράτους τούτου εκ του πλησίον. Είναι η Ελβετία όντως ένα κομψοτέχνημα κράτους. Εκεί, εν Ελβετία, ούτε κομμουνισμός ούτε σοσιαλισμός ούτε συνδικαλισμός, τίποτε απολύτως από όλα τα λήγοντα εις “σμός”. Παρά μόνον “σκασμός” διά όλα αυτά […]».

Ο Θεόδωρος Τουρκοβασίλης (1891-1975) δεν ήταν τυχαίος πολιτικός. Αρκάς, απόγονος οικογένειας αγωνιστών του είκοσι ένα, ήταν μια χαρακτηριστική περίπτωση βασιλόφρονα εθνικιστή, με ακροδεξιές, όπως θα τις λέγαμε σήμερα, απόψεις. Επανειλημμένα υπουργός στον Μεσοπόλεμο, φίλος του Ιωάννη Μεταξά –ο οποίος, ωστόσο, το 1940 τον εξόρισε γιατί πίστευε ότι είχε συνωμοτήσει εναντίον του–, αλλά και διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος επί Κατοχής, από την οποία αποπέμφθηκε από τους Γερμανούς και φυλακίστηκε επί τετράμηνο, επειδή τόλμησε να οργανώσει εορτασμό του «Οχι» στις 28 Οκτωβρίου 1943. Αρχηγός του Κόμματος των Εθνικοφρόνων μετά την Απελευθέρωση, συγκέντρωσε ποσοστό 2,94% στις εκλογές του 1946 και εξελέγη ο ίδιος και άλλοι οκτώ ομοϊδεάτες του στη Δ΄ Αναθεωρητική Βουλή. Τότε είναι που έσπασε στο ξύλο, μέρα μεσημέρι, στην οδό Σταδίου τον Αχιλλέα Κύρου, συνεκδότη της «Εστίας», για συκοφαντικό δημοσίευμα εναντίον του. Αργότερα συνεργάστηκε με τον Κωνσταντίνο Μανιαδάκη, το πρωτοπαλίκαρο του Ιωάννη Μεταξά, και –ω του θαύματος!– με τον Γεώργιο Παπανδρέου το 1961, αποτυγχάνοντας εν τούτοις να εκλεγεί βουλευτής Αρκαδίας με τη νεοϊδρυμένη τότε Ενωση Κέντρου.

Το είδος που εξέλιπε

Στο ερώτημα, λοιπόν, σε τι ξεχωρίζουν τα χρόνια της Μεταπολίτευσης από τον κοινοβουλευτισμό του Μεσοπολέμου και της μεταπολεμικής περιόδου, η απάντηση είναι νομίζω σαφής: δεν υπάρχουν πια πολιτικοί ούτε με τις απόψεις ούτε με το ύφος του Τουρκοβασίλη. Το είδος εξέλιπε. Δίχως άλλο, μπορεί να εκλέγονται στις μέρες μας άτομα του τύπου ενός Αχιλλέα Μπέου, πλην όμως δεν είναι προϊόντα του εμφυλιοπολεμικού φανατισμού, αλλά της λούμπεν πολιτικής, όπως προσφυώς ονομάστηκε, η οποία διαφέρει από την ακροδεξιά εθνικοφροσύνη του πρώτου μισού του 20ού αιώνα – στην αρχή αντιβενιζελική, αργότερα αντικομμουνιστική και τέλος… γραφική. Σε κάθε περίπτωση, ο Τουρκοβασίλης δεν χαστούκιζε απλούς πολίτες στον δρόμο επειδή διαμαρτύρονταν εναντίον του.

Μια δεύτερη διαφορά της Μεταπολίτευσης από την προηγούμενη περίοδο σχετίζεται με τη μεταχείριση του φρονήματος από το κράτος. Εχοντας πρωτοδιοριστεί στη Νομική Αθηνών το 1980, ανήκω στην πρώτη γενιά Ελλήνων πανεπιστημιακών που δεν διώχθηκαν για τις απόψεις τους. Στις τέσσερις παρά κάτι δεκαετίες της θητείας μου, αν από κάτι υπέφερε η διδασκαλία του Συνταγματικού Δικαίου στη χώρα μας αυτό δεν ήταν η έλλειψη ακαδημαϊκής ελευθερίας, όσο η «στράτευση» πολλών εξ ημών υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος. Γιατί δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που η στράτευση αυτή, όσο ευγενείς κι αν ήταν οι προθέσεις των «παρασυρομένων», έπληττε καίρια τη σοβαρότητα των επιχειρημάτων και υπονόμευε την ειλικρίνεια του επιστημονικού διαλόγου. Από το 1974, λοιπόν, στο πεδίο τουλάχιστον της ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας, περάσαμε από τη δίωξη των διαφωνούντων για λόγους φρονήματος στην εργαλειοποίηση της κομματικής ένταξης για να ικανοποιηθούν προσωπικές φιλοδοξίες.

Κραδαίνοντας σημαίες

Να, λοιπόν, άλλη μια ενδεικτική διαφορά της Μεταπολίτευσης από τον προδικτατορικό κοινοβουλευτισμό: όπως έχει δείξει με ανυπέρβλητο τρόπο ο Ανδρέας Φραγκιάς στα μυθιστορήματά του, ενώ παλαιότερα οι ηττημένοι έκρυβαν τις κομματικές σημαίες τους για να γλιτώσουν τις διώξεις, μετά το 1974 –και κυρίως μετά το 1981– τις κραδαίνουν για να πετύχουν έναν διορισμό στο Δημόσιο, ένα τραπεζικό δάνειο ή μιαν εργολαβία του Δημοσίου.

Κοντολογίς, η Μεταπολίτευση σήμανε το τέλος, όχι μόνον της δικτατορίας, αλλά και των δύο εμφύλιων συγκρούσεων που, από το 1915 έως το 1974 δίχασαν την ελληνική κοινωνία: του Εθνικού Διχασμού στον Μεσοπόλεμο και του Εμφυλίου 1946-1949. Το 1974 η Ελλάδα επέστρεψε στην κοινοβουλευτική νεωτερικότητα, από την οποία είχε βγει όταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος απέπεμψε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, το 1915. Πρόκειται για ένα μείζον επίτευγμα, η σημασία του οποίου φάνηκε, όχι μόνο με την καθ’ όλα ομαλή άνοδο στην εξουσία ενός ακραία ριζοσπαστικού ΠΑΣΟΚ το 1981 –κάτι διόλου αυτονόητο πριν από το 1967– όσο και με τις βελούδινες εναλλαγές πλειοψηφιών της εποχής των μνημονίων, δηλαδή το 2015 και το 2019. Ελάχιστες άλλες χώρες έχουν να επιδείξουν έναν τόσο θετικό απολογισμό σε ό,τι αφορά την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία.

Από το 1974 περάσαμε από τη δίωξη των διαφωνούντων για λόγους φρονήματος, στην εργαλειοποίηση της κομματικής ένταξης για να ικανοποιηθούν προσωπικές φιλοδοξίες.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, εύλογα ένας σημερινός τριαντάρης μπορεί να διερωτηθεί: αφού όλα, όπως λέτε, λειτούργησαν σχεδόν άψογα, πώς και φτάσαμε στα πρόθυρα της πτώχευσης το 2010; Και, σε κάθε περίπτωση, γιατί σήμερα επικρατεί στον τόπο μας μια διάχυτη μελαγχολία για τη δημοκρατία μας και τις προοπτικές της;

Πρόσφατα, σε μια δημόσια εκδήλωση του Παντείου Πανεπιστημίου για το πού πηγαίνει η Μεταπολίτευση, ο Δημήτρης Χριστόπουλος και άλλοι συμμετέχοντες θύμιζαν τα πεντακόσιες χιλιάδες στρέμματα καμένης γης στην Εύβοια το 2021, το ένα εκατομμύριο του Εβρου το 2023 και τις πλημμύρες της Θεσσαλίας λίγο αργότερα. Τι κάνουμε μπροστά στην κλιματική κρίση που δεν απειλεί απλώς, αλλά αλλάζει από σήμερα τη ζωή μας; Διδαχθήκαμε από το προηγούμενο της COVID-19 και της πανδημίας ή είμαστε έτοιμοι να επαναλάβουμε τα λάθη που παραλίγο να μας οδηγήσουν σε μιαν ανείπωτη καταστροφή; Σε μιαν Ευρώπη όπου η Ακροδεξιά επελαύνει, πού θα βρούμε το προστατευτικό δίχτυ που, τόσες φορές στο παρελθόν, μας βοήθησε να αποτρέψουμε συμφορές – εσωτερικές και διεθνείς;

Τα ελλείμματα

Δεν θα πάψω να επαναλαμβάνω ότι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο η κοινοβουλευτική μας δημοκρατία εξακολουθεί, δυστυχώς, να χωλαίνει είναι η απουσία θεσμικών αντιβάρων. Ανεξάρτητων δηλαδή θεσμών, εξοπλισμένων με τα μέσα εκείνα που θα μπορούσαν να ανασχέσουν μιαν αλαζονική κυβέρνηση, η οποία στηριγμένη σε μιαν αυτοδύναμη και υπάκουη πλειοψηφία, θα επιχειρούσε να διαιωνίσει την εξουσία της με αθέμιτα μέσα. Οπως δείχνει το παράδειγμα των σκανδαλωδώς ανεξιχνίαστων ακόμη υποκλοπών, όταν δεν υπονομεύονται ανοιχτά, όπως στην περίπτωση της ΑΔΑΕ, οι ανεξάρτητες αρχές αντιμετωπίζονται με καχυποψία, λες και πρόκειται για αναγκαίο κακό το οποίο μας επέβαλε η «κακιά Ευρώπη» – γύρευε για ποιους λόγους, όπως θα έλεγε η γνωστή «Αυριανή». Οσο για τη Δικαιοσύνη, άλλο ένα σπουδαίο αντίβαρο στην παντοδυναμία των κυβερνώντων, πολύ φοβούμαι ότι τα ελλείμματά της αντιμετωπίζονται ερασιτεχνικά και χωρίς μελέτη σε βάθος. Οταν, για παράδειγμα, ανεξάρτητα από τις πολιτικές συμπάθειές τους, οι ειδικοί όλων των εμπλεκόμενων κλάδων μάς βεβαιώνουν ότι η εγκληματικότητα δεν αντιμετωπίζεται με αύξηση των απειλούμενων ποινών, αλλά με βελτίωση της εκπαίδευσης και των μεθόδων των διωκτικών αρχών, διερωτάται κανείς αν το κριτήριο με το οποίο επελέγησαν τα αναγγελθέντα προσφάτως μέτρα είναι η δημιουργία εντυπώσεων και τίποτε άλλο. Οσο για την ανάθεση σε μονομελή δικαστήρια της εκδίκασης κακουργημάτων για να επιταχυνθεί η ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, πολύ φοβούμαι ότι ούτε ο Βλαδίμηρος Πούτιν τόλμησε να επιχειρήσει κάτι παρόμοιο.

Για τον έλεγχο του επιχειρήματός μου περί ελλείψεως αντιβάρων, παρακαλώ τον αναγνώστη να απαντήσει, χωρίς να χαμογελάσει, στο ακόλουθο ερώτημα: θα μπορούσε ποτέ να διεξαχθεί έρευνα στο Μέγαρο Μαξίμου, με εισαγγελική εντολή, για την εξιχνίαση ενός πιθανού σκανδάλου, όπως συνέβη προ διμήνου στην Πορτογαλία;

Η απουσία, συνεπώς, ανεξάρτητων και αποτελεσματικών θεσμικών αντιβάρων, για την αποτροπή παρεκτροπών κυρίως στη διαχείριση του δημοσίου χρήματος και για τη λογοδοσία των κυβερνώντων είναι, κατά τη γνώμη μου, η κυριότερη αιτία της καχεξίας. Η απουσία τους θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με φαντασία και τόλμη και με χρήση της νεότερης τεχνολογίας, ώστε οι αντιπροσωπευτικοί μας θεσμοί να αιμοδοτηθούν και να κερδηθεί ξανά η χαμένη εμπιστοσύνη των πολιτών. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, εκτός από την πολιτεία του Μέιν, που την έχει από μακρού καθιερώσει, η πολλαπλή ψηφοφορία, που προσφέρει πολύ περισσότερες επιλογές στους εκλογείς, αντί του μαύρου-άσπρου του ισχύοντος πλειοψηφικού συστήματος, συζητείται πλέον ευρύτατα. Το ίδιο και η επιβολή υποχρέωσης σε όλους τους βουλευτές και τους γερουσιαστές να λογοδοτούν στους εκλογείς τους, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, σε δημόσιες ακροάσεις.

Είμαι βέβαιος ότι, σε εκατό χρόνια, τα σχολικά βιβλία της νεότερης Ιστορίας θα αξιολογούν θετικά τα πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Θέλω να πιστεύω ότι ο απολογισμός θα είναι θετικότερος και πάντως λιγότερο βαρετός, αν αντιμετωπιστούν έγκαιρα τα ελλείμματα που απαρίθμησα.

Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή