Πώς θα είχε γίνει η μετάβαση χωρίς τον Καραμανλή;

Πώς θα είχε γίνει η μετάβαση χωρίς τον Καραμανλή;

Ο ρόλος του προσώπου σε μια ιστορική στιγμή ακραίας επισφάλειας

6' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον τελευταίο καιρό επανέρχεται η δημόσια συζήτηση για τον ρόλο του ατόμου στο ιστορικό γίγνεσθαι, μέσα από ρόλους-κλειδιά και ηγετικές θέσεις: από την πρόσφατη ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ για τον Ναπολέοντα, που αποτυπώνει την τριβή ανάμεσα στην ανασφάλεια στην προσωπική ζωή και την πυγμή που επιδείκνυε ο Κορσικανός στη δημόσια σφαίρα, έως το τελευταίο πόνημα του μεγάλου Βρετανού ιστορικού Ιαν Κέρσοου, Personality and Power, που έπειτα από ενασχόληση δεκαετιών με τον Αδόλφο Χίτλερ ακτινογραφεί προσωπικότητες από τον Στάλιν έως τη Θάτσερ. Ακόμη και ο πρόσφατος θάνατος του Χένρι Κίσινγκερ επανέφερε στην επιφάνεια ακριβώς αυτή την κάπως πασέ θεώρηση, με τον τελευταίο να έχει συγγράψει ένα ενδιαφέρον πόνημα, το Leadership, όπου διατράνωνε την ακράδαντη πεποίθησή του πως η προσωπικότητα του ηγέτη κάνει τη διαφορά.

Η σημασία του ηγέτη είναι βεβαίως μια παλιά συζήτηση και για τα ελληνικά πράγματα. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ειδικά ο ρόλος του στη μετάβαση και τη σταθεροποίηση της δημοκρατίας στη χώρα μας μετά την απριλιανή δικτατορία έχει αναλυθεί κι αυτός ενδελεχώς. Στα προηγούμενα χρόνια περάσαμε –και σωστά– από μια πλήρως ηγετοκεντρική ματιά σε μια πιο γενική θεώρηση των μεταβατικών διαδικασιών, που προσπάθησε να εισχωρήσει στη λειτουργία (ή μη λειτουργία) των θεσμών, αλλά και σε μια ιστορία κοινωνικού τύπου, που αποπειράθηκε να ερευνήσει τον ρόλο των κοινωνικών κινημάτων και συγκρούσεων «από τα κάτω». Στα πενήντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση μοιραία επανέρχεται και επαναδιατυπώνεται το ερώτημα, κατά πόσο τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί όπως εξελίχθηκαν χωρίς τον ίδιο τον Καραμανλή στο πηδάλιο. Πώς θα ήταν, για παράδειγμα, η Μεταπολίτευση υπό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο που είχε εν μέρει αναδειχθεί η φωνή της συνείδησης της δεξιάς παράταξης κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, μοναχικός και γενναίος; Κανείς δεν ξέρει – πέρα από το γεγονός βέβαια πως το προηγούμενο της κατάλυσης της δημοκρατίας το 1967 δεν μαρτυρούσε σπουδαία πράγματα για την πυγμή του σπουδαίου, κατά τα λοιπά, πολιτικού και πνευματικού άνδρα, που πιθανότατα θα είχε μεγάλο πρόβλημα να επιβληθεί σ’ ένα μέχρι πρότινος χουντικό στράτευμα και σε μια χώρα στο χείλος του γκρεμού. Είναι βέβαια ειρωνεία της μοίρας πως η έννοια του πολιτικού χαρίσματος που έλειπε από τον ίδιο τον Κανελλόπουλο ήταν η κατεξοχήν εμμονή του μεγάλου Γερμανού κοινωνιολόγου Μαξ Βέμπερ του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, όπου είχε σπουδάσει φιλοσοφία ο ίδιος ο Πατρινός πολιτικός στον Μεσοπόλεμο.

Ποιο χάρισμα;

Ηταν όμως χαρισματικός ο Καραμανλής; Ο διάδοχος του Παπάγου, που επέλεξε ο ίδιος ο βασιλιάς Παύλος, ο μιμητής του Ντε Γκωλ και θεμελιωτής της μεταπολεμικής συντηρητικής παράταξης, κυβέρνησε τη χώρα για οκτώ συναπτά έτη από το 1955 έως το 1963 εν μέσω ταχύτατης οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και «καχεκτικής» δημοκρατίας. Είχε μεν οξύτατο πολιτικό αισθητήριο, στόφα ηγέτη, ικανότητα επιλογής συνεργατών και φωτογένεια, αλλά τυπικά χαρισματικός δεν ήταν· αντιθέτως, συγκρούστηκε σφόδρα με την ίδια την ιδέα του χαρίσματος που ενσάρκωσαν πολιτικοί ηγέτες που μάγευαν τα πλήθη με τους λόγους τους, όπως ο Μακάριος, αλλά και ο «γέρος» Παπανδρέου και βεβαίως πολύ αργότερα ο πολύς Ανδρέας, τον οποίον σημειωτέον είχε φέρει πίσω στην Ελλάδα από την Αμερική ως ανερχόμενο τότε οικονομολόγο ο ίδιος ο Καραμανλής για να εκμεταλλευθεί τα εμφανή ταλέντα του. Θα λέγαμε πως η γενεαλογία του ελληνικού εκσυγχρονισμού ήδη από τον Τρικούπη και μετά συγκρουόταν σταθερά με τις λαϊκιστικές κορώνες των χαρισματικών – και ο Καραμανλής ήρθε να προστεθεί ψηλά σ’ αυτή τη λίστα. Οταν στις 23 Ιουλίου 1974 επέστρεφε με κινηματογραφικό τρόπο στην Αθήνα, έπειτα από πολυετή αυτοεξορία στο Παρίσι, για να ορκιστεί πρωθυπουργός, σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Χαριλαος Φλωράκης και ο Ανδρέας Παπανδρέου θα αμφισβητούσαν την αυθεντικότητα της πολιτικής αλλαγής με τις γνωστές ρήσεις περί μπρόκολων και λάχανων και αλλαγής νατοϊκής φρουράς. Σ’ αυτή την εύθραυστη κυβέρνηση εθνικής ενότητος και σε συνθήκες ακραίας επισφάλειας και πραγματικής κατάρρευσης που τροφοδοτούσαν σενάρια παντός τύπου, ο Καραμανλής θα έδινε σταθερά σωτήριες λύσεις, κάνοντας καίριες επιλογές.

Ο Καραμανλής γνώριζε πως έπρεπε να ισορροπήσει πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί σε σχέση με την αποφυγή του πολέμου και τις ευαίσθητες ισορροπίες εντός του στρατεύματος, ικανοποιώντας μεν όσους απαιτούσαν ριζικές τομές, αλλά αποφεύγοντας ταυτόχρονα την εξώθηση των σκληροπυρηνικών του προηγούμενου καθεστώτος σε ανταρσία. Σταγονίδια λειτουργούσαν μέσα στο στράτευμα μέσα από πραξικοπήματα της «πυτζάμας», ακραίες οργανώσεις της Δεξιάς και της Αριστεράς προσπαθούσαν να υπονομεύσουν την ειρηνική δημοκρατική μετάβαση, ενώ ο ίδιος περνούσε τα βράδια του σε άλλο μέρος για να αποφύγει μια πιθανή απόπειρα εναντίον της ζωής του. Η δε απόφαση αποχώρησης από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, που διάφοροι σημερινοί αναλυτές εκ των υστέρων στηλιτεύουν ως βλαπτική για τα συμφέροντα της χώρας, αποτέλεσε μια ισχυρή συμβολική πολιτική κίνηση, η οποία είχε απομείνει στη φαρέτρα του Καραμανλή, που έπρεπε να σώσει την υπόληψη της χώρας και να εκτονώσει τη συσσωρευμένη λαϊκή οργή και τον άκρατο αντιαμερικανισμό που τη συνόδευε.

Η γενεαλογία του ελληνικού εκσυγχρονισμού, ήδη από τον Τρικούπη και μετά, συγκρουόταν σταθερά με τις λαϊκιστικές κορώνες των χαρισματικών – και ο Καραμανλής ήρθε να προστεθεί ψηλά σ’ αυτή τη λίστα.

Με «νεύρο»

Σίγουρα η αποφασιστικότητα, το κύρος, αλλά και το «νεύρο» του Καραμανλή στη λήψη αποφάσεων ήταν καθοριστικής σημασίας για τις μετέπειτα εξελίξεις: πέρα από την αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, προώθησε τη γρήγορη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, το δημοψήφισμα για τη βασιλεία, το Σύνταγμα του 1975 και την άμεση μετατροπή της θανατικής καταδίκης των πρωταιτίων σε ισόβια. Σε σχέση με τους τελευταίους, το κρίσιμο ήταν πως στην Ελλάδα, σε αντίθεση με την Ισπανία ή χώρες της Λατινικής Αμερικής, επήλθε μια κάποια «κάθαρση» με τη δίκη των πρωταιτίων της χούντας. Επιπλέον, δεν επιβλήθηκε κανένα είδος σιωπής σχετικά με το πρόσφατο τραυματικό παρελθόν – τουναντίον, από το 1974 και έπειτα ουσιαστικά εγκαινιάζεται μια δημόσια συζήτηση σχετικά με τις πιο σκοτεινές και συγκρουσιακές πτυχές αυτού ακριβώς του παρελθόντος· σε τέτοιον βαθμό, που όταν ο γνωστός Ελληνοαμερικανός συγγραφέας της αντικομμουνιστικής «Ελένης», Νίκος Γκατζογιάννης, επισκέφθηκε τη χώρα το 1977 σοκαρίστηκε από τον όγκο των αφισών, των βιβλίων και των τραγουδιών που υμνούσαν το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Και παρά τα διάχυτα περιστατικά αστυνομικής βίας που χαρακτηρίζουν τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, ο Καραμανλής εμφανίστηκε με σαφείς αποστάσεις από τον παλιό, αυταρχικότερο εαυτό του – τόσο που κατηγορήθηκε από υπερσυντηρητικούς κύκλους της εποχής ως «σοσιαλίζων», κυρίως βεβαίως εξαιτίας της οικονομικής του πολιτικής. Και βεβαίως το γεγονός πως όρισε τη 17η Νοεμβρίου 1974 ως ημέρα εκλογών, εκμεταλλευόμενος μια ημερομηνία-ορόσημο, καταδείκνυε πως οι τόποι μνήμης της νεότευκτης δημοκρατίας θα συμπεριλάμβαναν σύντομα κι αυτούς της μαζικής αντίστασης στη δικτατορία. Σαφώς η πρόσδεση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, μια στρατηγική επιλογή με καταβολές στα τέλη της δεκαετίας του ’50, που κάθε άλλο παρά δεδομένη ή δημοφιλής ήταν μετά το 1974, αποτελεί κομμάτι της ίδιας «σφιχτοδεμένης ατσάλινης αλυσίδας» πράξεων και πολιτικών επιλογών του Σερραίου πολιτικού, σύμφωνα με τα λόγια του στενού του συνεργάτη Τάκη Λαμπρία. Με ή χωρίς τη συνεπικουρία των ευρωπαϊκών θεσμών, η δημοκρατία, που ήταν ακόμη στα σπάργανα, αποδείχθηκε εξαιρετικά ανθεκτική, δεδομένων των συνθηκών και παρά την ακραία επισφάλεια.

Απόθεμα βούλησης

Το περίφημο αυτό μεταπολιτευτικό αμάλγαμα δεξιοτεχνικών κινήσεων, παρά τα όποια προβλήματα ή τις γκρίζες ζώνες, όντως αποτύπωνε ένα μεγάλο απόθεμα πολιτικής βούλησης, που εν μέρει οφείλεται στην προσωπικότητα, στο ειδικό βάρος και το «μέταλλο» του Καραμανλή. Προφανώς το πλαίσιο έπαιξε τον ρόλο του, η ίδια η εποχή που διαμόρφωνε τα διλήμματα, οι αντίπαλοι που βρήκε μπροστά του και φυσικά οι άνθρωποι που τον συμβούλευαν (από τον Λαμπρία έως τον Πέτρο Μολυβιάτη και βέβαια τον μέντορά του και μετέπειτα Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Τσάτσο). Σε τελική ανάλυση, όμως, η ίδια η ικανότητά του να διαβάζει τις ανάγκες και τις επιταγές της ελληνικής κοινωνίας σε μια κρίσιμη, υπαρξιακού τύπου, στιγμή αποδείχθηκε κρίσιμης σημασίας για την επόμενη μέρα της νεότευκτης Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.

Ο κ. Κωστής Κορνέτης διδάσκει Σύγχρονη Ιστορία στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή