Κύπρος, η σκοτεινή όψη του θριάμβου

Κύπρος, η σκοτεινή όψη του θριάμβου

Αγωνίστηκε και αγωνίζεται η Ελλάδα για την άμυνα της Κύπρου, αλλά οι ηθικοί δεσμοί αμβλύνθηκαν μετά το δράμα των Ελληνοκυπρίων, που το έζησαν μόνοι τους

5' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η έννοια «εορτασμός επετείου» σημαίνει την επιβεβαίωση των θετικών στοιχείων από ένα ιστορικό γεγονός που άφησε ηρωικές και θετικές μνήμες πίσω του, που διαμόρφωσε νέες συνθήκες οι οποίες εξέλιξαν σε θετική πορεία τα αδιέξοδα που βίωνε η τότε κοινωνία.

Τέτοιες ιστορικές στιγμές οφείλουμε να φροντίζουμε επετειακά προκειμένου αφενός να ανανεώνουμε την πίστη μας στα θετικά μας βήματα και αφετέρου να διατηρούμε έναν ορθό διάλογο με το παρελθόν μας.

Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974 εορτάζεται (και πολύ σωστά) κάθε χρόνο με πυκνές αναφορές στη μεθοδικότητα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, στα πρώτα βήματα στα οποία προχώρησε, στα πρόσωπα με τα οποία επέλεξε να συνεργαστεί, στις ενθουσιώδεις λαϊκές κινητοποιήσεις και σε πολλά άλλα, δύσκολα ζητήματα, αλλά που βρήκαν ευτυχώς τον θετικό δρόμο τους. Στους μήνες που ακολούθησαν τον Ιούλιο του 1974, η αναφορά στα αισιόδοξα μηνύματα της πτώσης της χούντας ήρθε αντιμέτωπη με ζητήματα κριτικής, στο κατά πόσο δηλαδή βαθιά θα προχωρούσε η αποχουντοποίηση ή πόσο θα ενισχύονταν τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, ή το κατά πόσον η αντίσταση κατά της δικτατορίας θα δικαιωθεί και άλλα πολλά που αφορούσαν το ηθικό – πολιτικό μέλλον της χώρας.

Της αποκατάστασης όμως της Δημοκρατίας προηγήθηκαν δύο αλληλένδετα με αυτήν, βαρύτατα και καταστροφικά γεγονότα για τη Δημοκρατία της Κύπρου, για τους Ελληνοκυπρίους του νησιού αλλά και για το σύνολο (θα έπρεπε) του Ελληνισμού.

Πραξικόπημα και εισβολή

Το ένα αφορά το χουντικό και αντιμακαριακό πραξικόπημα των Ελλαδιτών χουντικών αξιωματικών αλλά και των αντιμακαριακών Ελληνοκυπρίων συνεργών τους. Το δεύτερο γεγονός είναι η τουρκική εισβολή, συνέπεια του χουντικού πραξικοπήματος και αιτία για την κατοχή, έως σήμερα, ενός μεγάλου ποσοστού του κυπριακού εδάφους από τουρκικά στρατεύματα.

Τα δύο αυτά γεγονότα καταγγέλθηκαν και καταγγέλλονται ακόμη, σε επετειακές ευκαιρίες, στο εσωτερικό της ελληνικής κοινής γνώμης, όσο και αν αυτή (η γνώμη) αποϊστορικοποιείται ραγδαία. Ωστόσο, στην παιδαγωγική του διάσταση, ο εορτασμός της Μεταπολίτευσης δεν συνδέεται με το βάθος της κυπριακής τραγωδίας. Δεν συνδέεται με την υπερφίαλη και κακέκτυπη αλυτρωτική πολιτική της ελληνικής χούντας, της οποίας οι αξιωματικοί λειτουργούσαν ως αποικιοκράτες κατά τη θητεία τους στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Η καταστροφή που υπέστη η Κύπρος δεν είναι ένα πολιτικό πρόβλημα, αλλά μια πολεμική ήττα των ελληνικών χουντικών όπλων που θεώρησαν ότι με την πτώση του Μακαρίου θα ανανέωναν το εθνικό τους κύρος στη χουντοκρατούμενη Ελλάδα. Οργάνωσαν ό,τι πιο μικρονοϊκό για να διατηρήσουν τη δικτατορική εξουσία τους επί ενός λαού και μιας νεολαίας που βρίσκονταν πλέον αλλού από όπου οι δικτάτορες νόμιζαν.

Στην πληθωριστική ρητορεία της Μεταπολίτευσης για την έλευση της Δημοκρατίας στη χώρα μας έλειψε η αυτοκριτική. Ελειψε όχι η αναφορά στο προχουντικό πλαίσιο και στις πολιτικές ευθύνες του για την έλευση της χούντας, αλλά έλειψε η κριτική για την άρρηκτη σχέση του πολιτικού πλαισίου που επέτρεψε στον Θρόνο να μονοπωλήσει τον Στρατό. Τα άρθρα που γράφτηκαν και τα αφιερώματα που έγιναν, σε κεντρώα κυρίως περιοδικά και εφημερίδες, για τη συνωμοσία εντός του Στρατού και για την έμμεση και την άμεση προετοιμασία της χούντας από αυτήν, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, αφορούσαν την ενδοελλαδική διάσταση του φαινομένου του ελέγχου της εξουσίας από τον Στρατό. Δεν γινόταν αναφορά για την εξαγωγή του ελέγχου αυτού σε ένα άλλο, ελληνικό εν μέρει μεν, αλλά ανεξάρτητο κράτος.

Αλλιώς γιορτάζουμε εμείς την επέτειο του Ιουλίου του 1974 και αλλιώς οι Κύπριοι, όταν κάθε χρόνο στις 15 Ιουλίου, ημέρα της επετείου του χουντικού πραξικοπήματος, ηχούν οι σειρήνες στη Λευκωσία για την υπόμνηση της ελλαδικής παρέμβασης στη ζωή της Κύπρου.

Η χούντα δαιμονοποιήθηκε για τα ελλαδικά της τεκταινόμενα, με βάση αυτά μετετράπη σε σύμβολο τυραννίας. Η κριτική σε αυτή θα σήμαινε και την εδραίωση της νεωτερικότητας, του πολιτικού σεβασμού και διαλόγου, του σεβασμού στην ισότητα και επιτέλους στην ισονομία στο κράτος μας.

Δεν επέλεξε το πολιτικό πλαίσιο της Μεταπολίτευσης να προσθέσει στη γεύση του θριάμβου των ημερών του Ιουλίου 1974 την πικρή γεύση της υπευθυνότητας που επιβάλλει η εντιμότητα έναντι των ελλαδικών –και όχι μόνον– χουντικών ευθυνών απέναντι στην απώλεια της μισής σχεδόν Κύπρου. Απούσα η εντιμότητα, όπως ήταν απούσα η αλήθεια από τους εορτασμούς των εθνικών επετείων στα σχολεία. Απούσα η άμεση σύνδεση της ελληνοκυπριακής τραγωδίας με τη θετικότερη δημοκρατία που έζησε και ζει η Ελλάδα.

Οσο εδραιωνόταν η δημοκρατία σε εμάς, η Κύπρος αναζητούσε να κάνει ανθρώπινες τις συνθήκες στα προσφυγόπουλα, στους ανέστιους ελληνοκυπριακούς πληθυσμούς του Βορρά. Αλλαξε η ζωή του νεαρού κυπριακού κράτους το 1974, ούτε μία δεκαπενταετία μετά την ίδρυσή του. Αναγκαστικά νέοι δρόμοι ζωής, νέες σκέψεις και πάλι αναγκαστικά μια άλλη, σταδιακά, σχέση με την Ελλάδα. Σταδιακά μια απόσταση μας χώρισε και μας διαχωρίζει, μια απόσταση άλλη από εκείνη που διαμορφώνει ο σύγχρονος τρόπος ζωής. Μια απόσταση που δεν μαρτυρούν οι επέτειοι. Αγωνίστηκε και αγωνίζεται η Ελλάδα για την άμυνα της Κύπρου, αλλά οι ηθικοί δεσμοί αμβλύνθηκαν μετά το δικό τους δράμα, των Ελληνοκυπρίων, που το έζησαν μόνοι τους. Αλλιώς γιορτάζουμε εμείς την επέτειο του Ιουλίου του 1974 και αλλιώς εκείνοι, όταν κάθε χρόνο στις 15 Ιουλίου, ημέρα της επετείου του χουντικού πραξικοπήματος, ηχούν οι σειρήνες στη Λευκωσία για την υπόμνηση της ελλαδικής παρέμβασης στη ζωή της Κύπρου.

Η αλήθεια για την τραγωδία

Οσο η ιστορική ασάφεια κυριαρχεί στις επετείους, τόσο θα τονίζεται ο εθνικός βαυκαλισμός. Οσο στην επέτειο του Ιουλίου 1974 προβάλλεται μόνο η λαμπερή της διάσταση, όσο κρύβουμε την αλήθεια για τις ελλαδικές ευθύνες στην Κύπρο, τόσο θα ανησυχούμε για το εάν η θετική αντίληψη για τη Μεταπολίτευση θα μακροημερεύσει. Οι νέες γενεές συνδέονται με το παρελθόν όταν έχουν εκπαιδευθεί να αντέχουν την αλήθεια.

Ο «Φάκελος της Κύπρου» άνοιξε το 2017 στη Βουλή των Ελλήνων και ένα σημαντικό μέρος του ήδη είναι ψηφιοποιημένο και αναρτημένο στον ιστότοπο της Βουλής. Οι πολλοί τόμοι που υπολείπονται, ανεβαίνουν σταδιακά. Πρόκειται για την εξέταση που έκανε την περίοδο 1987-1989 διακομματική επιτροπή του Κοινοβουλίου σε στελέχη του Στρατού που μετείχαν στο πραξικόπημα της χούντας τον Ιούλιο του 1974 στην Κύπρο. Αναζητήθηκε ο ρόλος του καθενός και η ηθική αυτουργία των χουντικών διοικητών τους. Το γεγονός της δημοσίευσης των πρακτικών δεν προκάλεσε το ενδιαφέρον που τις περασμένες δεκαετίες αναμενόταν ότι θα σημείωνε. Ούτε δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, ούτε επιστημονικό, ούτε ενδιαφέρον πολιτικής αντιπαράθεσης σημειώθηκε. Δεν έφερε, δηλαδή, προσμονή έντασης και αποκαλύψεων. Ισως γιατί όσα αναφέρονταν δεν αφορούσαν τη συμμετοχή της ίδιας της Κύπρου σε αυτό το εθνικό δράμα. Η Κύπρος «συμμετείχε» στο δράμα (της) ως το σώμα, στην κυριολεξία, ως ένα έδαφος που ήταν ηθικά ελληνικό και επί του οποίου βυσσοδόμησε η χειρότερη και η ρηχότερη και η πλέον στείρα διάσταση του ελληνικού πατριωτισμού. Το περιεχόμενο αφορά την παράδοση της πολιτικής ζωής στον Στρατό. Αφορά την πεποίθηση ότι το κρυφό αποδίδει, αφορά μια ελληνική πληγή που δεν ιάθηκε ποτέ, μια πληγή που δεν χωράει σε επετείους. Μια πληγή που δηλώνει την κακή σχέση μας με την ιστορική αλήθεια. Τη δύσκολη σχέση μας με την ειλικρινή πληρότητα στη μελέτη των ιστορικών γεγονότων.

* Ο κ. Τάσος Σακελλαρόπουλος είναι ιστορικός, υπεύθυνος των ιστορικών αρχείων του Μουσείου Μπενάκη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή