Εφημερία από Σάββατο μέχρι Δευτέρα

Εφημερία από Σάββατο μέχρι Δευτέρα

Το ΕΣΥ πάσχει από αναισθησιολόγους. Και οι αναισθησιολόγοι πάσχουν από εξουθένωση. Οι μαρτυρίες τους στην «Κ»

8' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν ξεκινούσε την ειδικότητα γνώριζε ότι ο αναισθησιολόγος είναι συνήθως «πίσω από την κουρτίνα», ότι οι περισσότεροι ασθενείς δεν γνωρίζουν καν τον ρόλο του. Ηθελε, όμως, να είναι η «γιατρός της άμεσης δράσης», όπως αποκαλεί το πόστο της. Ακόμη και τώρα, στα 55 της χρόνια, έπειτα από μακρά, κοπιαστική και υποαμειβόμενη πορεία στο Εθνικό Σύστημα Υγείας δεν έχει μετανιώσει για την επαγγελματική επιλογή της. «Είσαι σαν πιλότος. Εχεις το αεροπλάνο στα χέρια σου, με έναν και μοναδικό επιβάτη μέσα, τον ασθενή, και πρέπει να το προσγειώσεις με ασφάλεια», λέει.

Η φθορά, όμως, που έχει επέλθει με τα χρόνια, δεν της είναι αμελητέα. Οταν μιλάει στην «Κ» η Βασιλική Τζανακοπούλου, αναισθησιολόγος στο νοσοκομείο «Παπανικολάου» της Θεσσαλονίκης, μόλις έχει συμπληρώσει τρεις ημέρες εφημερίας. Μπήκε Σάββατο και βγήκε βράδυ Δευτέρας. Κάπως έπρεπε να μοιραστεί το ελλιπές προσωπικό για να βγουν οι βάρδιες και προέκυψε αυτό το πρόγραμμα. Η υπερεργασία δεν είναι η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας σε πολλά νοσοκομεία της χώρας. Η κ. Τζανακοπούλου περίμενε, όπως και άλλοι υγειονομικοί, ότι μετά την πανδημία ίσως κάτι άλλαζε προς το καλύτερο, αλλά οι προσδοκίες διαψεύστηκαν.

Εφημερία από Σάββατο μέχρι Δευτέρα-1

Οπως εξηγεί η ίδια, από τις 26 οργανικές θέσεις του «Παπανικολάου» καλύπτονται μόλις οι εννέα, ενώ εξ αυτών τρεις συνάδελφοί της αναμένεται να μην είναι το επόμενο διάστημα διαθέσιμοι καθώς θα λάβουν αναρρωτικές άδειες. Πριν από λίγες ημέρες, άλλη αναισθησιολόγος στο ίδιο νοσοκομείο, ηλικίας 44 ετών, υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο μετά τη λήξη μιας πολύωρης εφημερίας.

«Οσο μεγαλώνεις γίνεται χειρότερη αυτή η κατάσταση. Δεν μπορείς να μαζέψεις τη σκέψη σου, έχεις αυτό το θολό μυαλό, που μιλάς με κάποιον και δεν θυμάσαι τι έχεις πει», εξηγεί η κ. Τζανακοπούλου για την επαναφορά στον έξω κόσμο έπειτα από δύσκολες εφημερίες. «Μπορεί να κοιμηθείς μετά και να ανακάμψει το σώμα, αλλά το μυαλό κουράζεται. Μετά τις εφημερίες θα προσπαθήσω να συντονιστώ με την πραγματικότητα. Γιατί όσο είσαι μέσα νιώθεις ότι όλος ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από αυτό που βιώνεις, είναι ιδρυματισμός. Δεν χαίρεσαι πλέον, δεν χαίρεσαι τη ζωή».

Στα όρια

Της είχε ανατεθεί ο ρόλος της συντονίστριας διευθύντριας στο αναισθησιολογικό τμήμα, έπειτα από την αποχώρηση συναδέλφου της. Πριν από λίγες ημέρες ήρθε τελικά νέος συντονιστής, ωστόσο, η αναλογία των γιατρών παραμένει χαμηλή για τις ανάγκες του νοσοκομείου. Οι εφημερίες που τους αναλογούν δεν πέφτουν συνήθως, όπως αναφέρει, κάτω από τις 10 τον μήνα. «Εχουμε φτάσει στα όριά μας οι περισσότεροι. Κάποιοι τα έχουν ξεπεράσει», λέει.

Οσο μεγαλώνεις γίνεται χειρότερη η κατάσταση. Δεν μπορείς να μαζέψεις τη σκέψη σου, έχεις αυτό το θολό μυαλό, που μιλάς με κάποιον και δεν θυμάσαι τι έχεις πει. Μπορεί να κοιμηθείς μετά και να ανακάμψει το σώμα, αλλά το μυαλό κουράζεται. Εχουμε φτάσει στα όριά μας οι περισσότεροι. 

Με αφορμή το πρόσφατο συμβάν της αναισθησιολόγου στο «Παπανικολάου», ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος με επιστολή του προς το υπουργείο Υγείας ζήτησε να τηρηθούν οι ευρωπαϊκές οδηγίες σχετικά με τον μέγιστο εβδομαδιαίο χρόνο απασχόλησης και υπερεργασίας των γιατρών, οι οποίες μένουν σε αρκετές περιπτώσεις ανεφάρμοστες. Παράλληλα, σε έρευνα της Ελληνικής Αναισθησιολογικής Εταιρείας, σε δείγμα 511 γιατρών, το 53% των ερωτηθέντων χαρακτηρίζει το εργασιακό περιβάλλον «απογοητευτικό».

Η υποστελέχωση του ΕΣΥ, ειδικά στους αναισθησιολόγους, είναι πλέον τόσο έντονη που το πρόβλημα αναγνωρίζεται τα τελευταία χρόνια από διαδοχικά στελέχη του αρμόδιου υπουργείου. Θέσεις προκηρύσσονται στα νοσοκομεία, χωρίς να προσελκύουν το ενδιαφέρον νέων γιατρών. Οι περισσότεροι προτιμούν τον ιδιωτικό τομέα ή το εξωτερικό, όπου οι απολαβές είναι πολλαπλάσιες και οι συνθήκες εργασίας συνήθως πιο ανθρώπινες.

Στο «Ιπποκράτειο» νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη από τις 29 οργανικές θέσεις καλύπτονται οι 14. Εξ αυτών, όπως εξηγεί η αναισθησιολόγος Δέσποινα Ιορδανίδου, οι εννέα γιατροί είναι μόνιμοι, ένας επικουρικός και οι τέσσερις μετακινούνται από άλλα νοσοκομεία. Το «Ιπποκράτειο» δέχεται μεγάλο όγκο περιστατικών. Λειτουργεί, μεταξύ άλλων, ως μεταμοσχευτικό κέντρο και παιδιατρικό κέντρο αναφοράς, έχει μονάδες νεογνών με θερμοκοιτίδες, έχει ΜΕΘ παίδων, καθώς και ιατρείο πόνου.

«Οταν ξεκίνησα στην αναισθησιολογία, ήξερα ότι θα βρεθώ σε έναν σκληρό χώρο. Με τα χρόνια, αντιλαμβανόμουν ότι θέλει ψυχικές και σωματικές αντοχές», τονίζει η κ. Ιορδανίδου.

Η συνάδελφός της στο ίδιο νοσοκομείο, Ελένη Γεωργοπούλου, σημειώνει ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας αποχώρησαν πολλοί μόνιμοι γιατροί, είτε λόγω συνταξιοδότησης είτε γιατί επέλεξαν τον ιδιωτικό τομέα. Η κ. Γεωργοπούλου διευκρινίζει ότι έγιναν και γίνονται προσπάθειες και από τη διοίκηση για να καλυφθούν τα κενά. «Δεν υπάρχει, όμως, κάποια προοπτική να έρθει κόσμος, αυτό μας έχει κουράσει πιο πολύ. Δεν υπάρχει ανταπόκριση, ενώ έχουμε προσφορά εργασίας», επισημαίνει. «Εχω μείνει για συναισθηματικούς λόγους, γιατί είμαστε σαν οικογένεια εδώ, όσοι μείναμε στο Δημόσιο».

«Ούτε να αρρωστήσει κανείς φαντάζεται. Τι θα γίνει αλλιώς με αυτούς που μένουν πίσω; Πώς θα βγει το πρόγραμμα;».

Η κ. Ιορδανίδου λέει ότι έχουν πλέον αρκετούς ειδικευόμενους, καθώς και οι 16 θέσεις του νοσοκομείου είναι κατειλημμένες. Για την ώρα, πάντως, περισσότεροι από τους μισούς φαίνεται πως ενδιαφέρονται για τον ιδιωτικό τομέα μόλις ολοκληρώσουν την εκπαίδευσή τους. Κύριος λόγος σε αυτές τις περιπτώσεις μοιάζει να είναι οι απολαβές. Ενδεικτικά, ένας αναισθησιολόγος που είναι διευθυντής ΕΣΥ έχει μηνιαίες καθαρές απολαβές από 2.600 έως 2.900 ευρώ υπολογίζοντας τις εφημερίες και ένα επίδομα που λαμβάνουν. Αντίστοιχα, βάσει μιας συντηρητικής εκτίμησης, στον ιδιωτικό τομέα ένας αναισθησιολόγος αμείβεται τον μήνα με 5.000 ευρώ και παραπάνω. Σε αυτή την περίπτωση, το τελικό ποσό διαμορφώνεται από τον φόρτο εργασίας που αναλογεί στον κάθε γιατρό.

Η φυγή και των αναισθησιολόγων από το ΕΣΥ ήταν ένα φαινόμενο που είχε καταγραφεί έντονα και στα χρόνια της πανδημίας. Προορισμός για αρκετούς ήταν τότε και παραμένει σήμερα η Κύπρος. «Δεν έφυγε μεγάλος όγκος γιατρών μόλις άρχισε η πανδημία, δεν ήταν λιποταξία. Πολλοί έφυγαν μετά τον ενάμιση χρόνο. Πέσαμε στη μάχη, πολεμήσαμε», είχε πει το 2022 στην «Κ» η αναισθησιολόγος- εντατικολόγος Πατρούλα Μανωλοπούλου, που είχε φύγει από το γενικό νοσοκομείο Πατρών «Αγιος Ανδρέας» για να εργαστεί στη Λευκωσία. «Το ΕΣΥ ήταν αποδυναμωμένο και η πανδημία έδειξε τη γύμνια του», είχε τονίσει.

Οι παραιτήσεις

Η φυγή συνεχίζεται. Η αναισθησιολόγος Σοφία Παπαντωνάκη παραιτήθηκε πρόσφατα από το νοσοκομείο του Αγίου Νικολάου στην Κρήτη για να ιδιωτεύσει. Είχε συμπληρώσει 16 χρόνια στο ΕΣΥ ως ειδικευμένη, ώσπου αισθάνθηκε ότι δεν της απέμενε άλλη αντοχή. Οπως υπογραμμίζει στην «Κ», υπήρξαν ημέρες που χρειάστηκε να εργαστεί άρρωστη, ενώ είχαν συσσωρευτεί και 120 ημέρες χρωστούμενων ρεπό. Δεν ήταν μόνο η πίεση από τις εφημερίες, αλλά και «μια αίσθηση μοναξιάς» μέσα στο νοσοκομείο. Είναι βασικό γι’ αυτή την ειδικότητα να υπάρχει η βοήθεια κάποιου συναδέλφου, ένα ακόμη χέρι για να προστρέξει εφόσον προκύψει κάποια έκτακτη ανάγκη. «Δεν έχεις το περιθώριο της σκέψης, λάθους ή παράβλεψης», τονίζει η κ. Παπαντωνάκη. «Δεν ήταν στα σχέδιά μου να αποχωρήσω από το ΕΣΥ. Το αγαπούσα, τον άρρωστο τον αγαπώ, αλλά απαιτούνται και κάποιες συνθήκες για να κάνεις καλά τη δουλειά σου. Είναι αδιανόητο και επισφαλές για τον ασθενή και τον γιατρό να εργάζεται τόσες ώρες στα χειρουργεία».

Παρότι έχει περάσει πάνω από ένας μήνας μετά την αποχώρησή της, αισθάνεται ότι δεν έχει συνέλθει ακόμη. Δεν είναι μόνο η σωματική κόπωση, αλλά κυρίως η ψυχολογική φθορά που τη βαραίνει. «Το άγχος δεν έχει φύγει. Χάνεις τους ανθρώπους, τη ζωή σου, απομονώνεσαι. Δεν είναι εμφανές στον υπόλοιπο κόσμο. Το γνωρίζουμε και το καταλαβαίνουμε μόνο εμείς που το βιώνουμε», επισημαίνει.

Δεν ήταν στα σχέδιά μου να αποχωρήσω από το ΕΣΥ. Το αγαπούσα, τον άρρωστο τον αγαπώ, αλλά απαιτούνται και κάποιες συνθήκες για να κάνεις καλά τη δουλειά σου. Είναι αδιανόητο και επισφαλές για τον ασθενή και τον γιατρό να εργάζεται τόσες ώρες στα χειρουργεία.

Λίγους μήνες νωρίτερα από την κ. Παπαντωνάκη παραιτήθηκε από μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας άλλη συνάδελφός της. Μίλησε στην «Κ» ζητώντας να μη δημοσιοποιηθεί το όνομά της. Εργαζόταν τα τελευταία 17 χρόνια στο νοσοκομείο όπου είχε κάνει και την ειδικότητα. «Οταν ανακοίνωσα ότι φεύγω, οι άνθρωποι που με ξέρουν καλά δεν το πίστευαν. Θεωρούσαν ότι ήμουν η τελευταία που θα εγκαταλείψω. Πήγαινα όμως στη δουλειά και ένιωθα ότι έχανα μέρος της αξιοπρέπειάς μου», λέει.

Δεν πήρε αυτή την απόφαση εύκολα. Το επεξεργαζόταν στη σκέψη της τα τελευταία τρία χρόνια. Το μόνο που την κρατούσε στο νοσοκομείο ήταν οι ειδικευόμενοι, έβρισκε όπως λέει, νόημα στην εκπαίδευσή τους. «Στενοχωρήθηκα, όμως τελικά το συναίσθημα που κυριάρχησε ήταν απελευθέρωση», λέει για τη φυγή της. Ο σύζυγός της είναι γιατρός στον ιδιωτικό τομέα, οπότε οι συγκρίσεις –και για τις απολαβές– ήταν αναπόφευκτες. «Δεν είναι, όμως, μόνο οικονομικό το ζήτημα. Αδικούμαστε εάν μείνει μόνο αυτή η εικόνα», τονίζει.

Οπως αναφέρει η ίδια, συσσωρεύτηκε μεγάλη κόπωση κατά την περίοδο της πανδημίας της COVID-19, καθώς οι αναισθησιολόγοι επωμίστηκαν μεγάλο βάρος τότε. Στήριξαν τα τμήματα επειγόντων, διασωλήνωναν ασθενείς, ήταν ιδιαίτερα εκτεθειμένοι σε πιθανή μετάδοση. Στη μεταπανδημική περίοδο, ωστόσο, δεν είδε η ίδια την κατάσταση να βελτιώνεται. Η πίεση συνεχίστηκε αμείωτη, με άλλη μορφή πλέον, καθώς τα περιστατικά που είχαν χρονίσει λόγω πανδημίας έπρεπε να αντιμετωπιστούν και να μπουν στο χειρουργείο.

Αντίθετη πορεία

Κόντρα σε αυτό το κλίμα, έπειτα από δεκαετίες στον χώρο ως ιδιώτης, ο αναισθησιολόγος Λεωνίδας Γουδάς ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του ΕΣΥ και πλέον εργάζεται στο Καραμανδάνειο Γενικό Νοσοκομείο Παίδων Πατρών. «Το είδα σαν ηθική υποχρέωση και πρόκληση», λέει. Εάν δεν συνέδραμαν ο ίδιος και άλλοι συνάδελφοί του, έπειτα από τρεις συνταξιοδοτήσεις το τμήμα κινδύνευε να μείνει ανενεργό. Η αντιμετώπιση των περιστατικών μπορεί να γίνεται πιο ομαλά από ό,τι προηγουμένως, οι συνθήκες όμως κι εδώ είναι πιεστικές.

Ο κ. Γουδάς εξηγεί ότι δεν μπορούν ούτε επιδιώκουν να πάρουν τα ρεπό που δικαιούνται γιατί θα επιβαρύνουν άλλους συναδέλφους τους. «Είναι μικρός ο αριθμός των ημερών που εργαζόμαστε σε κανονικά ωράριο, είναι παρατεταμένη η παρουσία μας στο νοσοκομείο», σημειώνει. Ο ίδιος είναι 60 ετών, άλλοι συνάδελφοί του στα 50 τους και όπως σε άλλα μέρη της Ελλάδας, δεν διαφαίνεται για την ώρα η πιθανότητα να εμφανιστούν νεότεροι γιατροί.

Στη Θεσσαλονίκη, η κ. Τζανακοπούλου προσπαθούσε έπειτα από μικρή ανάπαυλα να μαζέψει δυνάμεις για την επόμενη εφημερία της. Κάθε μήνα τής αντιστοιχεί διψήφιος αριθμός. «Ούτε να αρρωστήσει κανείς φαντάζεται», λέει. «Τι θα γίνει αλλιώς με αυτούς που μένουν πίσω; Πώς θα βγει το πρόγραμμα;».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή