Eικονογράφηση: Michael Kirki
Ακούστε το άρθρο
Από τον Οκτώβριο του 2022 που ξεκίνησε η λειτουργία του γραφείου ενδοοικογενειακής βίας στις Σέρρες μέχρι και τον περασμένο Δεκέμβριο, συνολικά 239 πολίτες έχουν σπάσει τη σιωπή τους για τη βία που υφίστανται στο σπίτι τους.
Ο αυξημένος αριθμός καταγγελιών στην επαρχιακή πόλη της Μακεδονίας αποδεικνύει πως τα θύματα βρίσκουν τη δύναμη να ξεφύγουν από το επαναλαμβανόμενο μοτίβο παραβιαστικών συμπεριφορών του δράστη, ακόμη και αν αυτό χρειαστεί δεκαετίες.
Η Ελένη ήταν το πρώτο θύμα που πέρασε το κατώφλι του γραφείου ενδοοικογενειακής βίας στις Σέρρες. Η ίδια βρήκε τελικά τη δύναμη να καταγγείλει τον άντρα της όταν η κακοποίηση «ξέφυγε» από τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της.
«Από την πρώτη ημέρα του γάμου μου δέχομαι σωματική κακοποίηση. Ο λόγος που ουδέποτε κατήγγειλα όσα βίωνα ήταν επειδή πίστευα πως ο σύζυγός μου θα αλλάξει, ενώ δεν κρύβω πως πολλές φορές δικαιολογούσα τις πράξεις του».
Για την Ελένη εκείνη η ημέρα όπου ο σύζυγος της την έδειρε σε «κοινή θέα», ήταν μία μέρα που θύμιζε όλες τις υπόλοιπες τα τελευταία 35 χρόνια. Ακραία σωματική κακοποίηση, βρισιές, απειλές από εκείνον και μετά κλάματα, πόνος, αγανάκτηση από την πλευρά της. Αυτήν τη φορά όμως ο πόνος της δεν συνοδεύτηκε από σιωπή.
«Από την πρώτη ημέρα του γάμου μου δέχομαι σωματική κακοποίηση. Ο λόγος που ουδέποτε κατήγγειλα όσα βίωνα ήταν επειδή πίστευα πως ο σύζυγός μου θα αλλάξει, ενώ δεν κρύβω πως πολλές φορές δικαιολογούσα τις πράξεις του», είπε στους αστυνομικούς του γραφείου ενδοοικογενειακής βίας την ώρα που ο κακοποιητής της είχε συλληφθεί και οδηγούνταν στον εισαγγελέα.
Οι καταθέσεις εκείνης και των περαστικών, τα σημάδια που έφερε στο σώμα της οδήγησαν τον δράστη στη φυλακή, ενώ η ίδια απομακρύνθηκε από το σπίτι τους. Αλλωστε αυτό το διαμέρισμα δεν έφερε πια τον χαρακτηρισμό «κοινή συζυγική στέγη», αλλά πρώην «κολαστήριο».
«Από τις πρώτες κιόλας ημέρες λειτουργίας του νεοϊδρυθέντος Γραφείου Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας Σερρών καταλάβαμε ότι η βία είναι εκεί έξω και κρύβεται. Προσωπικά όταν μου ανακοινώθηκε ότι θα προΐσταμαι στο Γραφείο η τιμή ήταν πολύ μεγάλη, ταυτόχρονα όμως μεγάλη είναι και η ευθύνη, καθώς τα περιστατικά πολλές φορές απαιτούν ιδιαίτερο και λεπτό χειρισμό», αναφέρει στην «Κ» η προϊσταμένη του Γραφείου στις Σέρρες, αστυνόμος Β’ Αθηνά Κεραμάρη.
Τονίζοντας πως πρώτο της μέλημα με την ίδρυση του Γραφείου ήταν να επικοινωνηθεί στην πόλη μέσω ημερίδων, ΜΜΕ αλλά και από στόμα σε στόμα πως οποιοδήποτε θύμα μπορεί με ασφάλεια να απευθυνθεί σε αυτούς, η κ. Κεραμάρη έβλεπε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους να θέλουν να βάλουν ένα τέλος στον αέναο κύκλο κακοποίησής τους.
«Μέσα σε αυτούς τους 15 μήνες λειτουργίας του Γραφείου μας διαπιστώσαμε ότι υπάρχει μία αύξηση των περιστατικών που καταγγέλλονται. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η βία αυξήθηκε, αλλά θεωρούμε ότι πλέον φτάνουν στις διωκτικές αρχές περισσότερα από τα περιστατικά εκείνα που ανήκαν στον “σκοτεινό αριθμό”. Το θύμα πλέον βρίσκει τη δύναμη και το θάρρος να καταγγείλει τον κακοποιητή του και δεν εννοούμε μόνο γυναίκες, αλλά οποιονδήποτε πολίτη, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, καταγωγής, τάξης, σεξουαλικού προσανατολισμού, πίστης», σημειώνει.
Πλέον η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας είναι μεγάλη, ενώ έχουν αυξηθεί οι καταγγελίες από «τρίτους», δηλαδή συγγενείς, φίλους, γείτονες, γνωστούς, αλλά και αγνώστους, είτε ανώνυμες, είτε επώνυμες.
Πόσο εύκολο είναι όμως για ένα θύμα να μιλήσει σε μία μικρή κοινωνία που οι περισσότεροι γνωρίζονται μεταξύ τους; Η αστυνόμος αναγνωρίζει πως σε μια κοινωνία, όπως οι Σέρρες, μπορεί να είναι πιο δύσκολο για ένα θύμα να μιλήσει. Παρ’ όλα αυτά πλέον η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας είναι μεγάλη, ενώ έχουν αυξηθεί οι καταγγελίες από «τρίτους», δηλαδή συγγενείς, φίλους, γείτονες, γνωστούς, αλλά και αγνώστους, είτε ανώνυμες, είτε επώνυμες.
Μάλιστα οι πολίτες που απευθύνονται στις αστυνομικές υπηρεσίες για να αναφέρουν την άσκηση ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος τους, βρίσκονται πολλές φορές σε κατάσταση έντονου φόβου και ανασφάλειας και γι’ αυτό αποζητούν διαβεβαιώσεις για την προστασία και την ασφάλειά τους, ειδικά αν το περιστατικό βίας συνέβη πολύ πρόσφατα.
Πάντως, σύμφωνα με όσα ορίζει ο νόμος, το αστυνομικό προσωπικό έχει τη νομική υποχρέωση για την τήρηση εχεμύθειας αλλά και για την προστασία του θύματος.
«Σύμφωνα με το άρθρο 18 του Ν.3500/2006 σε περίπτωση διαπράξεως εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας είναι δυνατόν –αν από τις συγκεκριμένες συνθήκες κρίνεται απαραίτητο για την προστασία της σωματικής και ψυχικής υγείας του θύματος– να επιβληθούν στον κατηγορούμενο περιοριστικοί όροι, όπως η απομάκρυνσή του από την οικογενειακή κατοικία, η μετοίκησή του, η απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του θύματος, τις κατοικίες στενών συγγενών, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας. Επιπλέον, σε περίπτωση που το θύμα δεν έχει ένα υποστηρικτικό περιβάλλον ή μια κατοικία για να μείνει, αλλά πρέπει να απομακρυνθεί άμεσα για την ασφάλειά του, τότε εμείς μεριμνούμε σε συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς, ώστε να βρεθεί μια δομή φιλοξενίας, τόσο για το ίδιο το θύμα, όσο και για τα τέκνα του», προσθέτει η κ. Κεραμάρη.
Σίγουρα το να πειστεί ένα θύμα ενδοοικογενειακής βίας να μιλήσει είναι πιο πολύπλοκο απ’ ό,τι κάποιοι πιστεύουν. Ωστόσο το μήνυμα της αστυνόμου παραμένει ένα.
«Θα έλεγα σε ένα θύμα ενδοοικογενειακής βίας να μη διστάσει να περάσει το κατώφλι του γραφείου μας. Πολλές φορές άλλωστε επανέρχονται τα λόγια της κυρίας Ελένης στο μυαλό μου όταν είχαμε επικοινωνήσει μαζί της μετά από δέκα ημέρες (για το γνωστό follow up). Η ίδια μας είχε πει πόσο μετανιωμένη ένιωθε που δεν είχε τη δύναμη και το θάρρος να το καταγγείλει νωρίτερα. Είχε καταλάβει πως ο κύκλος της βίας θα είχε κλείσει νωρίτερα για εκείνη αν είχε πατήσει στο σταθερό της τηλέφωνο τα τρία νούμερα που σχηματίζουν το 100».