Σβήναμε τη φωτιά με γυμνά χέρια

Σβήναμε τη φωτιά με γυμνά χέρια

Θυμούνται ακόμη κάθε δευτερόλεπτο της σύγκρουσης των τρένων, τη μυρωδιά του καπνού, τις κραυγές για «βοήθεια». Και ζουν μέχρι σήμερα με το τραύμα

7' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πηγαίνουν για πρώτη φορά εκεί όπου κανονικά θα έπρεπε να φθάσουν το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου 2023. Ο ∆ημήτρης Κωσταρέλος και η Σταυρούλα Καψάλη ανεβαίνουν διστακτικά στην αποβάθρα των τρένων στον σιδηροδρομικό σταθμό Θεσσαλονίκης. Πλησιάζοντας, σφίγγει ασυναίσθητα ο ένας το χέρι του άλλου. «Ακούγεται αυτός ο χαρακτηριστικός τριγμός», παρατηρεί η Σταυρούλα αφουγκραζόμενη κάθε ήχο στον χώρο. Η αναπνοή τους γίνεται πιο βαριά όταν βλέπουν μια αμαξοστοιχία που ετοιμάζεται να αναχωρήσει. Ασυναίσθητα αναζητούν τις θέσεις στις οποίες είχαν καθίσει εκείνο το μοιραίο βράδυ, που άλλαξε για πάντα τη ζωή τους, όταν μπήκαν στο τρένο για να επιστρέψουν από το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας στην καθημερινότητά τους. Η «Κ» συνάντησε εκεί τους δύο επιζώντες της αμαξοστοιχίας ΙC62, που μίλησαν για το πώς άλλαξε η ζωή τους μετά την τραγωδία, το τραύμα και τη δικαιοσύνη που αναζητούν.

«Μύριζε θάνατος»

Ο Δημήτρης Κωσταρέλος ήρθε στη συνάντησή μας με το μπεζ, κοτλέ μπουφάν που φορούσε εκείνο το βράδυ. Παρότι το έχει πλύνει τόσες φορές, στο μανίκι διακρίνονται ακόμη τα σημάδια από τα γράσα… «Ακόμη και σήμερα με στοιχειώνουν τα 10 δευτερόλεπτα της σύγκρουσης», είπε. Ο 21χρονος καθόταν με τον φίλο του στο 4ο βαγόνι, που ήταν μετά το κυλικείο και κάηκε. Στην αρχή της σύγκρουσης νόμιζε πως ήταν εκτροχιασμός. «Είχαμε αναποδογυρίσει. Ημασταν ανάμεσα σε γράσα, γυαλιά. Προσπαθούσαμε να δούμε πώς θα φύγουμε. Επιασε φωτιά μέσα στο κουπέ. Είχε αρπάξει η κουρτίνα, η τσάντα μου. Το πρώτο πράγμα που σκεφτήκαμε ήταν να σβήσουμε τη φωτιά για να μην καούμε ζωντανοί. Τη σβήναμε με γυμνά χεριά. Και το θυμάμαι σαν τώρα, δεν νιώθαμε πόνο. Γίνεσαι αγρίμι εκείνη την ώρα». Αρχισαν να μπαίνουν αναθυμιάσεις από τη φωτιά στο βαγόνι. «Μύριζε θάνατος. Κόλαση».

Βλέποντας έναν νεαρό που βρήκε τρόπο διαφυγής από ένα παράθυρο, τον ακολούθησε στο σκοτάδι ανάμεσα σε καπνούς και φωνές. Πριν βγει, μια γυναίκα τού ζήτησε βοήθεια. Δεν ήξερε τι να κάνει και εκείνη του έδωσε στα χέρια τον πεντάχρονο γιο της. «Πάρε έστω το παιδί. Το σήκωσα και βγήκαμε. Μετά έμαθα ότι σώθηκε και η μητέρα». Μόλις βγήκε, άρχισε να περπατάει στο αναποδογυρισμένο βαγόνι. Επεσε δύο φορές, άρπαξε κάτι καλώδια και σηκώθηκε, μέχρι που έφτασε στις ράγες με τους άλλους και έπειτα με προσπάθεια σκαρφαλώνοντας σε έναν λοφίσκο βγήκε στον δρόμο. Μέχρι τότε δεν ήξερε ούτε πού βρισκόταν ούτε τι είχε συμβεί.

«Δεν υπήρχε κανείς. Να καίει η φωτιά κάτω. Να ακούς φωνές, να ουρλιάζουν “βοήθεια” και να μην ξέρεις τι να κάνεις. Από εμάς και μπροστά πέθαναν όλοι. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι ήμουν εκεί». Ο Δημήτρης δεν μπορεί ακόμη να συνειδητοποιήσει ότι το μόνο που τον έσωσε εκείνη τη στιγμή από τον θάνατο ήταν η τύχη. Υστερα από λίγη ώρα που ήταν στον δρόμο, ήρθε η Πυροσβεστική και έπειτα η Αστυνομία και τα ασθενοφόρα. Οσοι αισθάνονταν καλά επιβιβάστηκαν στα λεωφορεία για Θεσσαλονίκη, όπου τους περίμεναν τα φώτα των τηλεοπτικών συνεργείων, τα μικρόφωνα και τα ασθενοφόρα. Ο Δημήτρης πήγε στο ΑΧΕΠΑ, όπου νοσηλεύτηκε για δύο ημέρες. Στον θάλαμο του νοσοκομείου ένιωσε για πρώτη στιγμή ασφαλής.

Σβήναμε τη φωτιά με γυμνά χέρια-1
Βλέπω μόνη τηλεόραση και αναρωτιέμαι αν όντως υπάρχω. Και συνήθως βλέπω ποιοι φίλοι είναι συνδεδεμένοι στο Ιντερνετ και τους στέλνω μήνυμα. Οταν βλέπω ότι μου απαντάνε, λέω “ΟΚ, ζω”. Μου συμβαίνει μία φορά στις 10 ημέρες, λέει η Σταυρούλα Καψάλη. Φωτ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ

Πενθώ τον εαυτό που έχασα

Το διάστημα που ακολούθησε ήταν πολύ δύσκολο για τον ίδιο. Οπως είπε, αναζήτησε απευθείας ψυχιατρική υποστήριξη και χρειάστηκε να πάρει αγωγή, την οποία συνεχίζει μέχρι σήμερα. Τους πρώτους μήνες δεν μπορούσε να εργαστεί, ενώ όταν κατάφερε να ξεκινήσει τη δουλειά, του ήταν αδύνατον να «βγάλει» 8ωρο. «Σε ρίχνουν και αυτά, γιατί θέλεις να προχωρήσεις και δεν μπορείς». Μετά το δυστύχημα δεν ήταν πλέον ο ίδιος άνθρωπος. «Κάποιοι πενθούν τους συγγενείς τους. Εγώ πενθώ για έναν παλαιότερο εαυτό που έμεινε πίσω στο τρένο και χάθηκε σε λίγα λεπτά. Αυτό είναι το πιο δύσκολο». Οπως περιέγραψε, ο νέος του εαυτός δεν φοβάται τον θάνατο, τα συναισθήματά του είναι “παγωμένα”, ενώ δεν δίνει πλέον σημασία σε πράγματα ανούσια ή μικρά. Την ίδια στιγμή έχει χάσει παντελώς την εμπιστοσύνη του. Μπαίνοντας στην κεντρική αίθουσα του σταθμού σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τα τζάμια στην οροφή. Η πρώτη του σκέψη ήταν πως αυτά δεν έχουν ελεγχθεί ποτέ και ανά πάσα στιγμή μπορεί να πέσουν στο κεφάλι του.

Ο δεσμός των θυμάτων

Τις ίδιες σκέψεις κάνει πολύ συχνά και η Σταυρούλα Καψάλη. Παρότι οι δυο τους βρέθηκαν συγχρόνως στον τόπο της τραγωδίας, γνωρίστηκαν πρώτη φορά αργότερα στις συνεδρίες των ομαδικών ψυχοθεραπειών που είχε οργανώσει το νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ και από τότε κράτησαν επαφή. «Την ταύτιση που νιώθεις με τους ανθρώπους που ήταν εκεί, δεν μπορεί να την καταλάβει κανείς άλλος. Ούτε η αδελφή, η μητέρα μου ή ο φίλος μου», τονίζει η 42χρονη.

Μπαίνοντας στο τρένο εκείνο το βράδυ, η Σταυρούλα είχε ακολουθήσει όλα τα προσωπικά πρωτόκολλα ασφαλείας που τηρεί έπειτα από ένα ατύχημα που είχε με μηχανάκι και της είχε αφήσει φοβία: είχε κλείσει θέση «προς τα πίσω» και στην ένωση μεταξύ δύο βαγονιών, ώστε αν συμβεί κάτι να φύγει γρήγορα. Ηταν αυτό που την έσωσε εκείνο το βράδυ. «Ακουσα ένα τρίξιμο και ταρακουνηθήκαμε. Από το τζάμι θυμάμαι να βλέπω σπίθες». Τα φώτα στο βαγόνι της δεν έσβησαν ποτέ, ωστόσο όταν μια συνεπιβάτις κατάφερε και άνοιξε την ενδιάμεση πόρτα, αντίκρισε στο διπλανό βαγόνι το χάος: «Το είδα πλαγιασμένο και χωρίς φώτα, και ερχόταν καπνός προς το μέρος μας. Εκεί με έπιασε τρέμουλο. Σκέφτηκα ότι θα καούμε ζωντανοί». Παρά τον φόβο, η Σταυρούλα καθώς και άλλοι επιβάτες του ίδιου βαγονιού κατάφεραν να πάρουν τα πράγματά τους και να βγουν κανονικά. Οταν μπόρεσε να βγει στον δρόμο, κάλεσε τις αδελφές της για να τις ενημερώσει ότι είναι καλά και διατήρησε την ψυχραιμία της ώστε να γράψει σε ένα χαρτί τα τηλέφωνά τους βλέποντας την μπαταρία του κινητού της να τελειώνει.

Από τότε έχει «ξαναζήσει» άπειρες στιγμές στο μυαλό της εκείνες τις στιγμές. Μπήκε στο πούλμαν μαζί με τους άλλους, αγνοώντας ακόμη αυτό που είχε γίνει. «Μέσα στο λεωφορείο ο οδηγός φώναζε ονόματα ανθρώπων. “Υπάρχει αυτός εδώ;”, ρωτούσε. Εψαχναν άνθρωποι τους δικούς τους. Είπε ο οδηγός δύο – τρία ονόματα και κοιταζόμασταν. Γιατί να τους ψάχνουν;». Ξεκίνησε να αναζητάει αγωνιωδώς έστω και μια είδηση, γκουγκλάροντας και πατώντας συνεχώς ανανέωση. Στη διαδρομή τα νέα άρχισαν να εμφανίζονται στην οθόνη του κινητού της. Μέχρι να φτάσει σπίτι είχαν ανακοινωθεί 17 νεκροί. Οι επόμενες ημέρες που πέρασε μόνη στο σπίτι με ένα κολάρο στον λαιμό από το τράνταγμα ήταν γεμάτες από ασήκωτες σκέψεις, ξάγρυπνα βράδια και ατελείωτες τύψεις.

Οι τύψεις του επιζώντος

«Βασανίστηκα και βασανίζομαι με τύψεις. Πώς το έκανα εγώ εις βάρος άλλων ανθρώπων; Διάλεξα μια τέτοια θέση και οι άλλοι πέθαναν. Γιατί δεν κατάλαβα; Γιατί έγραφα τα νούμερα των δικών μου; Εκείνη τη στιγμή κάποιοι είχαν πεθάνει ακαριαία και κάποιοι πέθαιναν. Εκεί. Πώς δεν το κατάλαβα; Είχα ακούσει “βοήθεια”. Γιατί δεν πήγα να βοηθήσω;». Οσο μιλάει, τα χέρια της τρέμουν και δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Για να μπορέσει να βοηθηθεί, ξεκίνησε να συμμετέχει στις ομαδικές ψυχοθεραπείες του ΑΧΕΠΑ και αναζήτησε την υποστήριξη ψυχιάτρου. Τώρα μόνο, έπειτα από τόσους μήνες, καταφέρνει να κλείνει το φως στο υπνοδωμάτιο και να κοιμάται λίγο πιο βαριά. Αυτές που επιμένουν είναι οι φοβίες που απέκτησε μετά το δυστύχημα, με κυρίαρχη αυτή του θανάτου. «Βλέπω μόνη τηλεόραση και αναρωτιέμαι αν όντως υπάρχω. Και συνήθως βλέπω ποιοι φίλοι είναι συνδεδεμένοι στο Ιντερνετ και τους στέλνω μήνυμα. Οταν βλέπω ότι μου απαντάνε, λέω “ΟΚ, ζω”. Μου συμβαίνει μία φορά στις 10 ημέρες». Ακόμη και ένας καφές είναι δύσκολος. Θα σκεφθεί αν κάθεται σε σωστό σημείο, αν θα της πέσει κάτι στο κεφάλι ή θα είναι εκείνη η ημέρα τελικά που θα πεθάνει. Ο τρόπος που ξορκίζει τον φόβο είναι το χιούμορ: «Λέω στους φίλους μου: σήμερα είμαστε, αύριο δεν είμαι».

Το μόνο θετικό, όπως είπε, από το τραυματικό αυτό βίωμα ήταν πως αποτέλεσε για την ίδια ένα σημείο-μηδέν. Σταμάτησε να ασχολείται με τοξικούς ανθρώπους ή καταστάσεις, βάζοντας τα δικά της όρια και την υγεία της σε προτεραιότητα. «Για καμία δουλειά, κατάσταση ή άνθρωπο δεν θα αποκτήσω ψυχοσωματικά. Μου το είπε και η αδελφή μου. Σώθηκες, κάν’ το να αξίζει».

Σβήναμε τη φωτιά με γυμνά χέρια-2
Δεν υπήρχε κανείς. Να καίει η φωτιά κάτω. Να ακούς φωνές, να ουρλιάζουν «βοήθεια» και να μην ξέρεις τι να κάνεις. Από εμάς και μπροστά πέθαναν όλοι. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι ήμουν εκεί, λέει ο Δημήτρης Κωσταρέλος. Φωτ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ

Λύτρωση

Το ίδιο αισθάνεται και ο Δημήτρης. «Σκέφτομαι ότι για να σώθηκα πρέπει να κάνω κάτι». Και οι δύο, ύστερα από μια αποχή στην αρχή κάποιων μηνών, παρακολουθούν πλέον στενά τι λέγεται στην εξεταστική επιτροπή αλλά και τι δημοσιεύεται στον Τύπο. Πολύ συχνά νιώθουν οργή και απογοήτευση με αυτά που έχουν ειπωθεί υποστηρίζοντας πως οι εμπλεκόμενοι προσπαθούν συστηματικά να αποποιηθούν τις ευθύνες τους, ενώ ακόμη και οι πολίτες αγνοούν το ζήτημα. Αυτό που μπορεί να τους λυτρώσει είναι ένα: να γίνει μια δίκαιη δίκη για το δυστύχημα στα Τέμπη. «Είναι ηθικό το ζήτημα. Μιλάμε για ένα έγκλημα. Δεν είναι ότι έγινε απλώς ένα δυστύχημα», είπε η Σταυρούλα. «Θέλω παραδειγματική τιμωρία. 57 φορές για τους νεκρούς, συν μία, 58 για τους επιζώντες».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή