η-φυλή-των-ανιματέρ-562911151

Η φυλή των ανιματέρ

Εμψυχωτές του κοινού μιλούν στην «Κ» για τη γοητεία μιας μποέμικης ζωής και τη σκληρή πραγματικότητα του δρόμου

Εικονογράφηση: Loukia Kattis
Ακούστε το άρθρο

Είναι ένας μήνας που είδα την ταινία Animal της Σοφίας Εξάρχου η οποία παρουσιάζει την καθημερινότητα μιας ομάδας ανιματέρ σε ένα ξενοδοχείο κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής τουριστικής περιόδου. Κάθε βράδυ η ομάδα υποδύεται, χορεύει, τραγουδά, διασκεδάζει τους τουρίστες. Είχα διαβάσει τότε σε μια κριτική, πως το καπιταλιστικό μας σύστημα ζητά όλο και περισσότερους περφόρμερς, εμψυχωτές, ανιματέρ, προκειμένου να θεραπεύσει τη θλίψη του. 

Κάπως έτσι οδηγήθηκα στα χνάρια του Μανούκ Καρυωτάκη, ενός καλλιτέχνη του τσίρκου. Είναι και αυτός ένας από αυτούς. Με τον όρο ανιματέρ (animateur γαλλική λέξη) εννοούμε τον διασκεδαστή -εμψυχωτή. Κυρίως εμφανίζεται σε εκδηλώσεις, σε φεστιβάλ, αλλά και στον δρόμο ως εμψυχωτής κοινού και σε παιδικά πάρτι για να διασκεδάσει με αστεία και φάρσες τα παιδιά. Φορά συνήθως περίεργα ρούχα. Ζογκλάρει φωτιές, μπαλάκια, περπατάει σε σχοινιά, είναι τολμηρός, λίγο μποέμ, έχει γυρίσει τον κόσμο και έχει συνήθως κάνει πολύ δρόμο

«Ξεκίνησα ουσιαστικά με street show, δηλαδή στον δρόμο. Χρειάζεται κανείς να είναι πολύ έτοιμος, πολύ γρήγορος, εφευρετικός, να αυτοσχεδιάζει, να μπορεί να χειρίζεται καταστάσεις στο κοινό, να μπορεί να μαζεύει τον κόσμο, να κρατάει τον κόσμο».

Η φυλή των ανιματέρ-1
Φωτ. Νίκος Κοκκαλιάς

«Κύριες και κύριοι ο Μανούκ». Στη σκηνή ανεβαίνει ένας κλόουν, ένα μεγάλο πειραχτήρι, για να μας συνεπάρει στον κόσμο του. Είναι Κυριακή, ένα βροχερό απόγευμα και στον χώρο Δυναμό στο Μεταξουργείο, που είναι αφιερωμένος στην εκπαίδευση και τη ζύμωση καλλιτεχνών τσίρκου, μια ομάδα ετοιμάζεται για μια παράσταση, ένα βαριετέ. Οι περισσότεροι από αυτούς κάνουν όλα τα παραπάνω. Ο χώρος θα γεμίσει γρήγορα. Είμαστε ο ένας πάνω στον άλλον. Τα παιδιά κάθονται μπροστά πάνω σε μαξιλάρια, οι ενήλικες πιο συνεσταλμένοι, πίσω. Αναλογίζομαι πόσο καιρό έχω να πάω σε τσίρκο. Από παιδί. 

Ολα είναι δρόμος

Τη δεκαετία του 1980 ο Μανούκ, σαν όλα τα παιδιά πήγαινε στα τσίρκο, που τότε ερχόντουσαν κυρίως στο Φάληρο, σαν το τσίρκο Medrano και άλλα πολλά. «Το περίμενα όλη μέρα και με μάγευε συγκεκριμένα να βλέπω τους κλόουν. Πραγματικά τους αγαπούσα. Ηθελα να τους πάρω στο σπίτι μαζί μου» λέει ο Μανούκ με χαρακτηριστική παιδικότητα. «Και επίσης σαν μικρό παιδί έβλεπα πάρα πολύ Τσάρλι Τσάπλιν, Χοντρό Λιγνό, Μπάστερ Κίτον

Ο Μανούκ μυήθηκε σε αυτόν τον κόσμο των καλλιτεχνών τσίρκου στην Αθήνα. Γνώρισε έναν φίλο από το εξωτερικό που έκανε το ίδιο και γοητεύτηκε. Μετά πήγε σε σχολή τσίρκου στη Μαδρίτη. «Ξεκίνησα ουσιαστικά με street show, δηλαδή στον δρόμο. Χρειάζεται κανείς να είναι πολύ έτοιμος, πολύ γρήγορος, εφευρετικός, να αυτοσχεδιάζει, να μπορεί να χειρίζεται καταστάσεις στο κοινό, να μπορεί να μαζεύει τον κόσμο, να κρατάει τον κόσμο», εξομολογείται ο Μανούκ στην «Κ». 

Η φυλή των ανιματέρ-2
Φωτ. Νίκος Κοκκαλιάς

«Ξέρετε ο κλόουν είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην πίστα και στον κόσμο. Εχει αυτή τη δυνατότητα να κινείται μέσα και έξω, να μπορεί να είναι και εδώ και εκεί. Οπότε μπορείς να ψυχολογήσεις και να πιάσεις την ενέργεια του άλλου με έναν γρήγορο και άμεσο τρόπο, να καταλάβεις με ποιον έχεις να κάνεις. Μετράς. Ο κλόουν είναι παραβατικός». 

Επειτα σιγά-σιγά χτίστηκε και ένας κύκλος ανθρώπων. Ο Μανούκ δούλεψε πολύ και με έναν άλλον καλλιτέχνη, τον Αλβαρο με καταγωγή από την Ουρουγουάη. «Κάποια στιγμή αποφασίσαμε να φτιάξουμε μια ομάδα. Το τσίρκο Κατσιβάτσε. Κάναμε και δύο μεγάλες παραγωγές. Η μία ήταν στο Παλλάς και η άλλη στο Νιάρχος». Από την Αθήνα, στο Τορίνο, στη Σόφια, στο Μπουένος Αιρες, στο Μοντεβιδέο, ο Μανούκ ταξίδεψε πολύ. Τσίρκα δρόμου, φεστιβάλ, εκδηλώσεις, όλα είναι στο ρεπερτόριο του. Το πιο δύσκολο από όλα όμως ήταν ο δρόμος. Και από εκεί ξεκίνησαν σχεδόν όλοι. 

Η φυλή των ανιματέρ-3
Η ομάδα του Μανούκ στον χώρο Δυναμό στο Μεταξουργείο. Φωτ. Νίκος Κοκκαλιάς

«Από μικρός ήθελα να γνωρίσω τον κόσμο»

«Αυτό ήθελα να κάνω από μικρός, να ταξιδεύω και να γνωρίσω τον κόσμο. Ετσι έφυγα για την Ελλάδα, γιατί τα Κανάρια, ο τόπος καταγωγής μου, μου φαίνονταν τότε πολύ μικρά σαν νησιά. Είχα έναν φίλο τον Αλεξ Μιχελόφσκι, ο οποίος έγινε μετά και δάσκαλος μου, που ήταν κουκλοπαίχτης και δούλευε στον δρόμο και το καπέλο του ήταν γεμάτο από χρήματα και είπα: «Ω, αυτό είναι ιδανικό για δουλειά, μπορείς να ταξιδεύεις, να κάνεις τόσους ανθρώπους χαρούμενους και να βγάζεις και χρήματα να συνεχίζεις το ταξίδι σου» λέει ο Φρανσίσκο Mπρίτο, κουκλοπαίχτης, ο οποίος έχει εντρυφήσει στην τέχνη του τσίρκου, στη σχολή του Φίλιπ Γκολιέ στο Παρίσι

Η φυλή των ανιματέρ-4

«Mια μέρα ο Αλεξ μου έστειλε μια φωτογραφία με μαριονέτες που είχε φτιάξει. Την παίρνω τη φωτογραφία, την βάζω στο τοίχο. Δεν είχα ιδέα πώς να φτιάξω μια κούκλα. Ομως ο παππούς μου ήταν μαραγκός και με είχε μάθει πώς να κόβω, πώς να ενώνω πράγματα. Ετσι γεννήθηκε ο Ντούπι, η μαριονέτα μου, ένας κιθαρίστας. Ο οποίος είναι ακόμη μαζί μου σήμερα». 

«Είχα έναν φίλο τον Αλεξ που ήταν κουκλοπαίχτης και δούλευε στον δρόμο και το καπέλο του ήταν γεμάτο από χρήματα».

Παρέα με τον Ντούπι, ο Φρανσίσκο έχει γυρίσει όλη την υφήλιο. «Την επόμενη μέρα πήρα τη μαριονέτα και πήγα στον δρόμο, είχα και δύο ηχεία, πολύ φτωχικά. Η πρώτη μέρα ήταν πολύ δύσκολη. Μετά έγιναν όλα πιο εύκολα. Πήγαμε στη Ιαπωνία, στις Φιλιππίνες, Κορέα, Ταϊβάν, Τουρκία, έπειτα υπήρχαν οι μαθητές, βραβεία. Φαντάσου πως στην Ιαπωνία ήμασταν τρία άτομα και η τότε γυναίκα μου. Είχαμε 150 δολάρια ο καθένας, δηλαδή τίποτα. Και νοικιάσαμε σπίτια, αμάξι, παίζαμε στον δρόμο. Και σιγά-σιγά από τον δρόμο αρχίσαμε να γνωρίζουμε ανθρώπους που μας καλούσαν, “έλα να παίξεις σε ένα μπαράκι, έλα να παίξεις σε ένα σχολείο. Ελα, έλα, έλα». 

Η φυλή των ανιματέρ-5

«Με το θέατρο, οι άνθρωποι κάθονται, το βλέπουν και τελείωσαν. Στον δρόμο περνάνε, βιάζονται. Περνάει ένας σκύλος, περνάει ένας μεθυσμένος, περνάει ένας ναρκομανής, περνάει η γιαγιά, ο παππούς, περνάει το παιδί. Οπότε είχα πάρα πολλές επαφές με ανθρώπους. Και υπήρχαν ποικίλες αντιδράσεις. Μια γιαγιά 80 χρονών δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο και πήρε τον Ντούπι αγκαλιά. Μια μέρα μια μαμά ήρθε και μου είπε πως με είχε δει πριν από 25 χρόνια, όταν ήταν κορίτσι και δάκρυσε. Γενιές και γενιές», εξιστορεί ο Φρανσίσκο. 

«Ολα τα είδη ανθρώπων τα βλέπεις. Μια άλλη φορά ήρθε ένας ναρκομανής να κλέψει το καπέλο. Του λέω πάρε τα χρήματα αν τα έχεις ανάγκη. Είναι μια μικρογραφία του πραγματικού κόσμου ο δρόμος».

Για να εξηγήσει το παιχνίδι του δρόμου. «Η σκληρή πλευρά είναι που πρέπει να πολεμάμε την αστυνομία, το κρύο. Συνήθως κάνω έναν κύκλο ανθρώπων. Και εγώ στη μέση. Ερχεται ένας μεθυσμένος και πέφτει πάνω σου. Πήγε δίπλα του ο κούκλος, τον χάιδεψε, τον σήκωσε. Ολα τα είδη ανθρώπων τα βλέπεις. Μια άλλη φορά ήρθε ένας ναρκομανής να κλέψει το καπέλο. Του λέω πάρε τα χρήματα αν τα έχεις ανάγκη. Είναι μια μικρογραφία του πραγματικού κόσμου ο δρόμος. Ενα τεράστιο πανεπιστήμιο. Σε μαθαίνει πάρα πολλά. Μετά όταν πας σε μια θεατρική σκηνή, είναι πολύ εύκολο. Εμείς ειδικά εδώ στην Ελλάδα δεν είμαστε και πολύ εξοικειωμένοι, ενώ στο εξωτερικό, στη Γαλλία, στην Ισπανία είναι πολύ συνηθισμένα τα street performances στον δρόμο. Το 1987 όταν ξεκίνησα, έρχονταν γιαγιάδες, ντυμένες στα μαύρα και έκαναν το σταυρό τους, «Χρηστός και Παναγία» αναφωνούσαν. «Τι είναι αυτό το πράγμα, που κρέμεται από κλωστές και κουνιέται σαν άνθρωπος; Αλλοι φώναζαν, “βουντού, κάνει βουντού”». 

Παίζοντας με τη φωτιά

Από ένα πάρκο ξεκίνησε και ο Παναγιώτης Αργυράκης, ιδρυτής της Fundastick Performing Arts, μιας επαγγελματικής ομάδας ανθρώπων, καλλιτεχνών που μοιράζονται το ίδιο πάθος για τις τέχνες του τσίρκου χωρίς ζώα και ψυχαγωγούν τον κόσμο. 

Η φυλή των ανιματέρ-6

«Δούλευα τότε σε μια κατασκευαστική εταιρία και δεν ήταν για μένα. Οπότε παραιτήθηκα από εκεί, είχε βγει ένα επιδοτούμενο πρόγραμμα για επιχειρήσεις και λέω θα πάρω την επιδότηση και θα αγοράσω εξοπλισμό. Αγόρασα άπειρα παιχνίδια, κορίνες, μπάλες, ποδήλατα, μαχαίρια, πυροτεχνήματα. Ολοι νόμισαν πως είμαι τρελός». 

«Μια μέρα έκανα εξάσκηση με φωτιές σε ένα πάρκο. Μαζεύτηκε κόσμος σαν πεταλούδες. Και άρχισαν να χειροκροτούν και να μου αφήνουν χρήματα. “Μα δεν το κάνω για χρήματα” τους λέω. “Μα όχι πάρε για το σόου” μου λένε. Και λέω, κάτσε, εδώ μπορεί να βγάλουμε λεφτά. Ναι. Και άρχισα και τότε μου μπήκε η ιδέα ότι ναι, μπορεί να γίνει και επαγγελματικά αυτό». 

«Δούλευα τότε σε μια κατασκευαστική εταιρία και δεν ήταν για μένα. Οπότε παραιτήθηκα από εκεί, είχε βγει ένα επιδοτούμενο πρόγραμμα για επιχειρήσεις και λέω θα πάρω την επιδότηση και θα αγοράσω εξοπλισμό. Αγόρασα άπειρα παιχνίδια, κορίνες, μπάλες, ποδήλατα, μαχαίρια, πυροτεχνήματα. Ολοι νόμισαν πως είμαι τρελός». 

Η φυλή των ανιματέρ-7

Ο Παναγιώτης είναι αυτοδίδακτος. Η πρώτη επαφή με τον χώρο ήταν σαν ζογκλέρ. Οταν ήταν μικρός είχε τρέλα με την φωτιά, ήταν «ένας μικρός πυρομανής» όπως λέει. Εκανε και αθλητισμό από μπάσκετ και στίβο. «Είχα πάντοτε μια καλή επαφή με το σώμα μου και μια μέρα είδα τον φίλο του συγκάτοικού μου, να ζογκλάρει μπάλες και ενθουσιάστηκα. Αποφάσισα να μάθω και με απορρόφησε τελείως. Αγόρασα μπαλάκια, βρήκα ένα βιβλίο και κάθε μέρα μάθαινα ένα δύο τρικ. Εκανα μεταπτυχιακό στο management τότε στην Αγγλία. Αργότερα έμαθα να παίζω με κορίνες και μετά από τις κορίνες παίζεις με πυρσούς» εξηγεί. 

Μια οικογένεια μεγαλώνει με ένα καπέλο

«Δηλαδή μπορεί να ζήσει κάποιος από αυτό;» ρωτάω με περιέργεια. «Εμένα είναι η δουλειά μου εδώ και 25 χρόνια. Προσωπικά μου αρέσει πολύ το καπέλο, να γυρίζεις στο τέλος με ένα και να δίνει ο κόσμος αυτό που θέλει. Η πόρτα είναι ανοιχτή, περάστε, μπείτε, εμείς θα σας δώσουμε ό,τι καλύτερο έχουμε και στο τέλος θα βρούμε έναν ωραίο τρόπο να περάσουμε το καπέλο» λέει ο Μανούκ. «Μεγάλωσαν παιδιά με ένα καπέλο. Τα παιδιά μας τα κουβαλούσαμε μαζί μας στη δουλειά» συνεχίζει. Πράγματι ο 18χρονος γιος του παίζει και αυτός στα σόου, είναι μουσικός, είναι τρομπετίστας. 

Η φυλή των ανιματέρ-8

«Από αυτή την μαριονέτα ζήσαμε όλοι μας, τέσσερα παιδιά μεγάλωσαν» εξηγεί ο Φρανσίσκο. «Ο Ντούπι έχει πληρώσει το ενοίκιο, το αμάξι, τα παιδιά, τα σχολεία. Του χρωστάμε πολλά», συμπληρώνει ο Φρανσίσκο, ο οποίος σήμερα ζει στην Τενερίφη μαζί με την οικογένεια του. Μάλιστα την παράστασή του την κάνει μαζί με τη γυναίκα του τη Φιλιώ. 

Η φυλή των ανιματέρ-9

«Μεγάλωσαν παιδιά με ένα καπέλο. Τα παιδιά μας τα κουβαλούσαμε μαζί μας στη δουλειά».

«Με τη δουλειά μου έχω ταξιδέψει από το Παρίσι μέχρι τις Μαλδίβες. Ολα κλεισμένα και με αμοιβή. Στο Παρίσι είχα πάει σε workshop μιας εταιρείας για να μάθω τα στελέχη εκεί πέρα να παίζουν με τρία μπαλάκια στα πλαίσια ενός εκπαιδευτικού προγράμματος για το πώς να δέχεσαι την αλλαγή μέσα σε έναν μεγάλο οργανισμό, ενώ στις Μαλδίβες είχα πάει για έναν γάμο. Είναι ένας τρόπος ζωής αυτός. Η φωτιά έχει και αδρεναλίνη. Οταν είσαι νέος έχεις μεγαλύτερες αντοχές. Οταν κάνεις παιδιά αυτό γίνεται πιο δύσκολο. Αλλά τα φέρνεις βόλτα. Μετά κατασταλάζεις κάπου. Αλλά είναι πολλά τα παιδιά που μεγάλωσαν σε τσίρκα, σε σκηνές, σε τέντες. Υπάρχουν μάλιστα τσίρκα όπως το Cirque Du Soleil που έχει και κινούμενα σχολεία», λέει ο Παναγιώτης για να μεταδώσει το κλίμα. Σήμερα ο ίδιος ψυχαγωγεί από παιδιά έως manager σε εταιρείες, ενώ όνειρο του είναι να χρησιμοποιήσει την τέχνη του ζογκλέρ ως μια μέθοδο mindfulness, καθώς η συγκεκριμένη πρακτική κατά τη γνώμη του είναι και άκρως θεραπευτική. 

Η φυλή των ανιματέρ-10

Ιστορίες εμψύχωσης

«Είναι η μοίρα σου. Περνάει ένα λεωφορείο και εσύ απλά ανεβαίνεις. Και πρέπει να ανέβεις. Να ρισκάρεις» θυμάται ο Φρανσίσκο τα πρώτα του βήματα. «Και στο διάβα σου συναντάς πολλούς». 

«Eχουμε παίξει και σε ψυχιατρεία, σε νοσοκομεία, σε φυλακές. Είχα πάει μια φορά στο Παίδων, και μπήκα σε ένα δωμάτιο σε ένα κορίτσι δέκα χρονών που είχε λευχαιμία. Ηταν σαν άγγελος. Με ένα βλέμμα πολύ θλιβερό. Και όταν έκανα το νούμερο μου χάρισε ένα χαμόγελο με τα μάτια της, ήταν πολύ συγκινητικό. Μια άλλη φορά, ήρθε ένας νεαρός και μου ζήτησε να με πετάξει στο Βερολίνο για να πάω σε ένα μπαρ και να παίξω για την κοπέλα του που είχε γενέθλια. Ηθελε να της κάνει έκπληξη. Και πήγα φυσικά. Είναι πολλές οι αναμνήσεις, έχουμε αγγίξει πολύ κόσμο και μας άγγιξε» μοιράζεται ο Φρανσίσκο. 

Ο Παναγιώτης νοσταλγεί και εκείνος το παρελθόν. «Ημουν στο πανηγύρι του Κολλεγίου Αθηνών κάποτε και ήρθε ένας μαντράχαλος πιο ψηλός από εμένα με μούσια και πήρε τα μπαλάκια και άρχισε να ζογκλάρει. «Α, του λέω, παίζεις. Ναι, μου λέει. Α, του λέω που έμαθες; Moυ λέει εσύ με έμαθες. Του είχα διδάξει πριν χρόνια όταν είχα πάει εκεί και δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσα χρόνια κάνω αυτή τη δουλειά. Πώς πέρασε ο χρόνος!»

«Είχα πάει μια φορά στο Παίδων και μπήκα σε ένα δωμάτιο σε ένα κορίτσι δέκα χρονών που είχε λευχαιμία. Ηταν σαν άγγελος. Με ένα βλέμμα πολύ θλιβερό. Και όταν έκανα το νούμερο μου χάρισε ένα χαμόγελο με τα μάτια της, ήταν πολύ συγκινητικό».

Για τον Μανούκ η μεγαλύτερη χαρά είναι τα παιδιά. «Είναι αθώα, ανοιχτά, έτοιμα για τον κλόουν. Ακόμη και όταν είναι δύσκολα με ένταση, τελικά αφήνονται. Αλλά η πρόκληση είναι να βγάλεις το παιδί στους ενήλικες. Γιατί πιστεύω πως εμπεριέχουμε όλες τις ηλικίες». 

Το νέο αίμα

«Σε μία παράσταση ένα παιδί μιμούνταν ακριβώς ό,τι έκανα. Δεν ήταν πάνω από τριών χρονών. Ηταν πολύ αστείο. Οταν χορεύεις έχεις μια απόσταση από το κοινό. Στο τσίρκο νιώθω πιο ελεύθερη να κάνω πράγματα. Μπορώ να εκφραστώ και να επικοινωνήσω με τον κόσμο και αυτό μου δίνει μεγάλη χαρά. Κάνω και το νούμερο μου μαζί με μια άλλη κοπέλα τη Φαίδρα και είναι και μια πολύ σημαντική σχέση εμπιστοσύνης, κρατάμε η μια την άλλη», λέει στην «Κ» η Ναταλία Μπαρούς, μια νεαρή ακροβάτισσα η οποία ξεκίνησε σαν χορεύτρια για να ενταχθεί και αυτή στον κόσμο του τσίρκου. 

Η φυλή των ανιματέρ-11
Φωτ. Νίκος Κοκκαλιάς

Και συνεχίζει. «Αγαπώ πολύ αυτή την κοινωνικότητα της δουλειάς. Να δίνω χαρά σε κόσμο που τόσο τη χρειάζεται. Είχα συμμετάσχει και σε ένα πλωτό τσίρκο, με πολλούς άλλους ανιματέρ. Λέγεται Sea Clown Sailing Circus και είναι ένα νομαδικό σχήμα το οποίο τους θερινούς μήνες γυρίζει τα νησιά. Ημασταν τρία σκάφη και κάναμε παράσταση στον δρόμο, στα λιμάνια, αλλά και κάποια φορά και πάνω στα σκάφη, Κυκλάδες, Δωδεκάνησα». 

Η φυλή των ανιματέρ-12

«Ενα καλοκαίρι βρεθήκαμε στη Σκόπελο, ήμασταν σε ένα κολπάκι με το καταμαράν και κάναμε πρόβα. Και εκεί σε αυτό το σημείο λόγω καιρού ήρθαν πολλά σκάφη και αράξανε. Οπότε αποφασίσαμε να καλέσουμε όλο τον κόσμο να έρθει το απόγευμα που έπεφτε ο ήλιος να δει τη γενική πρόβα μας. Εφτασαν όλοι με τα βαρκάκια τους, με τα κανό, με τα παντλ, είχαν το κρασάκι τους, τη μπίρα τους και παρακολούθησαν την παράσταση. Εμείς ήμασταν στο νερό, αυτοί ήταν στο νερό. Μαγικό!» σχολιάζει ο Μανούκ, ο οποίος έχει βρεθεί και εκείνος πολλές φορές στο πλωτό τσίρκο. 

Κοινωνική ανάγκη

Κλόουν, ακροβάτες, ζογκλέρ. Μιλώντας με τους καλλιτέχνες καταλαβαίνει κανείς πως η εμψύχωση του κόσμου είναι περιζήτητη. Ηταν ανέκαθεν κομμάτι της ανθρώπινης ζωής. Και στον αρχαίο κόσμο οι καλλιτέχνες, ακροβάτες και της ζωής, διασκέδαζαν τον κόσμο με τα ταλέντα τους και τις δεξιοτεχνίες τους. 

Η φυλή των ανιματέρ-13

«Είναι μια νέα τάση, σήμερα πολλοί νέοι θέλουν να ασχοληθούν και έχουν δημιουργηθεί και νέοι χώροι εκπαίδευσης για τους νεότερους. Υπάρχει μεγάλη ζήτηση, γιατί υπάρχει μεγάλη λύπη ανάμεσα μας» λέει ο Παναγιώτης. «Οι τέχνες αυτές ανάγονται στην αρχαιότητα, έχουν ξεκινήσει χιλιάδες χρόνια πριν. Υπάρχουν απεικονίσεις ζογκλερικών σε Αιγυπτιακούς τάφους το 2000 π.Χ. Υπάρχουν αγαλματίδια που απεικονίζουν γυναίκες που παίζουν με μπάλες, έχουμε και τα ταυροκαθάψια στην Κρήτη, που είναι ουσιαστικά ακροβατικά με τον ταύρο. Και γενικά σε όλο τον κόσμο, σε όλο τον πλανήτη, σε όλους τους πολιτισμούς, υπάρχει μια τεράστια παράδοση. Τώρα το σύγχρονο τσίρκο, είναι πλέον τσίρκο χωρίς ζώα. Υπάρχει μια συνείδηση πια. Κανείς δεν θέλει να βλέπει τα ζώα να ταλαιπωρούνται. Δεν είναι πια διασκέδαση αυτό. Να βγάζεις ένα κουνελάκι από ένα καπέλο».

«Σε αυτόν τον κόσμο πρέπει να μάθεις να ισορροπείς. Να ακροβατείς ανάμεσα στη χαρά και στη λύπη. Ανάμεσα σε αυτή τη ζωή και τον φόβο του θανάτου».

«Ο κόσμος έχει την ανάγκη να αισθανθεί παιδί. Αυτό δεν θα τελειώσει ποτέ. Πάντα θα έχουμε ανάγκη από χαρά. Υπάρχουν κάποια νούμερα που ο κούκλος ξαπλώνει και νομίζουν πως θα πεθάνει. Και πολλές φορές ο κόσμος πλαντάζει στο κλάμα. Οι άνθρωποι έχουν ένταση, θέλουν να λυθούν, να αφεθούν. Για μένα ο Ντούπι είναι ζωντανός. Φαντάσου πως όταν ζούσε η μητέρα μου η συγχωρεμένη, με ρωτούσε τι κάνει ο Ντούπι. Και έχει και μια καρδούλα στη θέση της καρδιάς. Μου την είχαν κάνει δώρο κάποιοι φίλοι και την έβαλα εκεί μέσα του. Χρειάζεται λίγη μαγεία η ζωή, αλλιώς θα πεθάνουμε από τη στεναχώρια», συμπληρώνει ο Φρανσίσκο. 

«Οι Ιθαγενείς της Αμερικής έχουν μια παράδοση, έχουν έναν ιερό τρελό. Κάνει τα πράγματα ανάποδα και έχει τον σεβασμό όλης της φυλής. Αυτός είναι ο κλόουν. Και τον χρειαζόμαστε όλοι» λέει ο Μανούκ λίγο πριν επιστρέψει στη σκηνή του Δυναμό για να σχοινοβατήσει. «Σε αυτόν τον κόσμο πρέπει να μάθεις να ισορροπείς. Να ακροβατείς ανάμεσα στη χαρά και στη λύπη. Ανάμεσα σε αυτή τη ζωή και τον φόβο του θανάτου». Καθώς σκαρφαλώνει στο σχοινί οι προβολείς πέφτουν πάνω του και τα βλέμματα όλων συναντιούνται στο κενό. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή