Άρθρο του Μάνου Καραγιάννη στην «Κ»: Η ώσμωση τρόμου και εγκλήματος στις φυλακές

Άρθρο του Μάνου Καραγιάννη στην «Κ»: Η ώσμωση τρόμου και εγκλήματος στις φυλακές

Οι συλλήψεις μελών της οργάνωσης «Σύμπραξη Εκδίκησης» καταδεικνύουν τη ριζική μετάλλαξη της ελληνικής τρομοκρατίας. Εδώ και αρκετά χρόνια, μέλη του αντιεξουσιαστικού χώρου συνεργάζονται στενά με άτομα του υποκόσμου. Η ζύμωση ανάμεσα στις δύο ομάδες γίνεται κυρίως μέσα στα σωφρονιστικά καταστήματα, αλλά ενίοτε και σε συνδέσμους οργανωμένων οπαδών

2' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι συλλήψεις μελών της οργάνωσης «Σύμπραξη Εκδίκησης» καταδεικνύουν τη ριζική μετάλλαξη της ελληνικής τρομοκρατίας. Εδώ και αρκετά χρόνια, μέλη του αντιεξουσιαστικού χώρου συνεργάζονται στενά με άτομα του υποκόσμου. Η ζύμωση ανάμεσα στις δύο ομάδες γίνεται κυρίως μέσα στα σωφρονιστικά καταστήματα, αλλά ενίοτε και σε συνδέσμους οργανωμένων οπαδών. Η συμμετοχή του κακοποιού Βασίλη Παλαιοκώστα σε τρομοκρατική επίθεση το 2010 και η δράση των «ληστών του Διστόμου» την περίοδο 2011-2015 ήταν οι πρώτες ενδείξεις ότι κάτι αλλάζει στην ελληνική τρομοκρατία.

Η συνύπαρξη δεν είναι πάντα μια εύκολη υπόθεση, αλλά αυτά που τους ενώνουν είναι περισσότερα από αυτά που τους χωρίζουν. Πρώτον, η ύπαρξη ενός κοινού «εχθρού» (δικαστικοί, αστυνομικοί, σωφρονιστικοί υπάλληλοι) δημιουργεί ένα ισχυρό πλαίσιο συνεργασίας. Δεύτερον, οι δύο ομάδες έχουν μεγάλη εμπειρία στην οργάνωση ληστειών και διαθέτουν πρόσβαση σε οπλισμό και εκρηκτικά. Τρίτον, υπάρχουν εκτεταμένα δίκτυα αντιεξουσιαστών και ποινικών που δύνανται να παρέχουν κάθε λογής υποστήριξη (π.χ. κρησφύγετα) εντός της Αττικής ή στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Το ερμηνευτικό μοντέλο της σύμπραξης εγκλήματος – τρομοκρατίας (crime – terror nexus) μπορεί σε μεγάλο βαθμό να εξηγήσει τις διεργασίες που συντελούνται στον μικρόκοσμο της ελληνικής τρομοκρατίας. Με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία, οι τρομοκρατικές ομάδες επιλέγουν τη συνεργασία με ποινικά στοιχεία για διαφορετικούς λόγους. Στην περίπτωση της Ελλάδας είναι φανερό ότι πρόκειται για μια αναγκαστική επιλογή, αφού ο αντιεξουσιαστικός χώρος διαθέτει πλέον περιορισμένες δυνατότητες. Η εκκένωση κατειλημμένων χώρων και η επιστροφή των Εξαρχείων στην κανονικότητα στέρησαν από τους στρατολόγους του χώρου την επαφή με δεξαμενές συμπαθούντων. Αντιθέτως, το οργανωμένο έγκλημα συνεχίζει να αναπτύσσει τις παράνομες δραστηριότητές του και να προσελκύει άτομα που προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες (π.χ. μετανάστες, χούλιγκαν).

Το μεγάλο ερώτημα είναι αν η χώρα βρίσκεται μπροστά σε ένα κύμα τρομοκρατίας που θα προκαλέσει μείζον πρόβλημα ασφάλειας. Οι διωκτικές αρχές έχουν συσσωρεύσει μεγάλη εμπειρία στην αντιμετώπιση του φαινομένου από την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Η καλύτερη αξιοποίηση των τεχνολογικών μέσων δίνει ένα σαφές πλεονέκτημα στις υπηρεσίες ασφαλείας για να εξιχνιάζουν γρήγορα τις σχετικές υποθέσεις και να προβαίνουν σε συλλήψεις. Ωστόσο, κανείς δεν πρέπει να πιστέψει ότι η μάχη εναντίον της τρομοκρατίας θα τελειώσει σύντομα.

H ελληνική τρομοκρατία έχει μεταλλαχθεί σε ένα φαινόμενο ιδεολογικά απροσδιόριστο. Η πολιτική στόχευση των επιθέσεων δεν είναι πάντα ξεκάθαρη, αφού κυριαρχεί συνήθως το στοιχείο της εκδίκησης.

Αν υπάρχει ένας λόγος που δεν επιτρέπει τον εφησυχασμό, αυτός είναι η κατάσταση που επικρατεί στις ελληνικές φυλακές. Ο υπερπληθυσμός και η έλλειψη καλά εκπαιδευμένου προσωπικού είναι τα κυριότερα προβλήματα του σωφρονιστικού συστήματος. Από τη στιγμή που τρομοκράτες και ποινικοί έχουν μεγαλύτερο βαθμό κατανόησης ο ένας για τον άλλον, η σωφρονιστική πολιτική θα πρέπει να προσαρμοστεί ανάλογα.

Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στη σύλληψη των δύο στρατιωτικών για τη συμμετοχή τους στις βομβιστικές επιθέσεις της «Σύμπραξης Εκδίκησης». Η συγκεκριμένη εξέλιξη προκαλεί μεγάλο προβληματισμό για τη διαδικασία πρόσληψης και ελέγχου των επαγγελματικών στελεχών (vetting process), αλλά και τα πρωτόκολλα για την αποθήκευση και προστασία εκρηκτικών στις Eνοπλες Δυνάμεις. Το ίδιο δυστυχώς ισχύει για το Λιμενικό Σώμα, αφού πολύ πρόσφατα υπήρξε ανάλογο περιστατικό.

Καταληκτικά, η ελληνική τρομοκρατία έχει μεταλλαχθεί σε ένα φαινόμενο ιδεολογικά απροσδιόριστο. Η πολιτική στόχευση των επιθέσεων δεν είναι πάντα ξεκάθαρη, αφού κυριαρχεί συνήθως το στοιχείο της εκδίκησης. Πρόκειται για μια εγχώρια εκδοχή τρομοεγκληματικότητας, που χρήζει διαφορετικής ανάλυσης και αντιμετώπισης.

O κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και reader στη Διεθνή Ασφάλεια στο King’s College London.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή