Σκαριά με ψυχή. Μαστοριά με λίγους κληρονόμους

Σκαριά με ψυχή. Μαστοριά με λίγους κληρονόμους

Λίγους μήνες προτού ανοίξει στη Σάμο η πρώτη σχολή ξυλοναυπηγικής, η «Κ» επισκέφθηκε τους ταρσανάδες του νησιού και μίλησε με τους συνεχιστές μιας αρχαίας αιγαιοπελαγίτικης τέχνης

14' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ηραίο, Σάμος. Στη νότια ακτή του νησιού, δίπλα στον πιο σημαντικό του αρχαιολογικό χώρο, σε έναν ήρεμο παραθαλάσσιο οικισμό που το καλοκαίρι δονείται από τους ρυθμούς του τουρισμού, στέκεται ένα κτίριο που μοιάζει λες και έχει έρθει από το Διάστημα. Πρόκειται για ένα νέο, υπερσύγχρονο μουσείο που μέσα του στήνεται ένα πολύτιμο αρχείο για τη μεγάλη εθνική μας τέχνη που χάνεται, αυτή της παραδοσιακής ναυπηγικής. Είναι το Μουσείο Ναυπηγικών και Ναυτικών Τεχνών του Αιγαίου (ΜΝΝΤΑ), που ετοιμάζεται να ανοίξει σύντομα τις πόρτες του για να δείξει στο κοινό πολύτιμα σπαράγματα υλικής και άυλης κληρονομιάς αλλά και να εγκαινιάσει μια σχολή μαθητείας της ξυλοναυπηγικής. Πριν όμως επισκεφθούμε τις εγκαταστάσεις του και μιλήσουμε με τον αρχιτέκτονα Κώστα Δαμιανίδη, τον άνθρωπο που βρίσκεται στο τιμόνι της προετοιμασίας του, συναντάμε τους εναπομείναντες ενεργούς ναυπηγούς του νησιού και τους χώρους δημιουργίας τους.

Μέσα στο κοφτερό κρύο ενός ηλιόλουστου πρωινού του Φλεβάρη, βρισκόμαστε λίγο έξω από το παραθαλάσσιο Καρλόβασι, εκεί που παλαιότερα ανθούσε η τοπική βιομηχανία. Μέσα σε ένα παλιό βυρσοδεψείο που είναι πια ναυπηγείο, μας υποδέχεται ο Ανδρέας Καραμαρούδης με τον εικοσάχρονο γιο του, Γιάννη, που θέλει να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του. «Εχω μάθει την τεχνική, αλλά δεν είμαι ακόμη έτοιμος να σκαρώσω καΐκι μόνος μου. Θα γίνει όμως κάποτε κι αυτό», μας λέει, νιώθοντας σιγουριά δίπλα στον έμπειρο πατέρα, που και αυτός είναι απόγονος μαστόρων.

Σκαριά με ψυχή. Μαστοριά με λίγους κληρονόμους-1
Ο ατμοσφαιρικός Αγιος Ισίδωρος της Σάμου, όπου κάποτε λειτουργούσαν έξι ναυπηγεία. Σήμερα, βρίσκουμε μόνο ένα ενεργό, αυτό του Βαγγέλη Μανωλιάδη. [ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ]

Η τέχνη αυτή δεν απαιτεί μονάχα γνώσεις ναυπηγικής και ξυλουργικής, αλλά και υλοτομίας. Στο φόντο βλέπουμε παρκαρισμένο ένα από τα οχήματα της επιχείρησης, ένα φορτηγό για τη μεταφορά ξυλείας από τα πευκοδάση του νησιού. Πάνω του είναι ξαπλωμένοι τρεις μεγάλοι κορμοί. Οσο συζητάμε, η ρετσίνα στάζει αργά αργά στο πάτωμα. Οι μυρωδιές του δάσους γεμίζουν τον χώρο. Ομως πίσω από τις μεθυστικές οσμές της φύσης ελλοχεύει μια σκληρή πραγματικότητα. Αμφότεροι πατέρας και γιος μάς μιλούν με απογοήτευση για τη βασανιστική γραφειοκρατία του δασαρχείου, εξηγώντας μας επίσης ότι τα μισά πεύκα της Σάμου δεν μπορούν να υλοτομηθούν επειδή οι εκτάσεις στις οποίες ανήκουν δεν είναι πιστοποιημένες για υλοτόμηση. «Αυτή η ξυλεία μπορεί να γίνει μόνο καυσόξυλα», λέει ο ναυπηγός. «Αυτά τα πεύκα, αντί να γίνουν όμορφα σκαριά, θα τα φάει η φωτιά».

Ο Ανδρέας Καραμαρούδης έμαθε από μικρό παιδί την τέχνη από τον πατέρα και τον παππού του. Ο προπάππους του ήταν κι αυτός μάστορας που ήδη από τη δεκαετία του ’30 εργαζόταν στον όρμο του Αγίου Ισιδώρου, στα δυτικά του νησιού – όπως έκανε και ο εγγονός του για χρόνια, έως το 2012, όταν κουράστηκε να οδηγεί 80 χιλιόμετρα καθημερινά για να πάει στη δουλειά του και μετέφερε την έδρα του στο παλιό βυρσοδεψείο όπου τον συναντάμε σήμερα. Και οι δουλειές δεν φαίνεται να πηγαίνουν άσχημα. Κατά την επίσκεψή μας, τρία σκαριά είναι υπό κατασκευήν, ενώ ένα μεγάλο αλιευτικό τρεχαντήρι στέκεται τελειωμένο στον εξωτερικό χώρο του ναυπηγείου, περιμένοντας μερικές τελευταίες προσθήκες πριν το πάρει ο πελάτης του για να το ρίξει στο νερό στην Πελοπόννησο. Φαντάζει εντυπωσιακό μέσα στο φρεσκοβαμμένο του πέτσωμα και στις αρμονικές καμπύλες που έχουν οι κοιλιές του. Η θάλασσα, μόλις δέκα μέτρα πίσω από την πρύμνη του, είναι έτοιμη να το δεχτεί. Η ακμή του συγκεκριμένου ναυπηγείου, όμως, δεν αντιστοιχεί στη γενικότερη εικόνα του χώρου.

«Κανένα σκαρί δεν είναι ποτέ ίδιο με το άλλο. Ετσι είναι και οι καπετάνιοι που τα ζητάνε. Προσπαθούμε να τους προσέχουμε και να βάζουμε την ψυχή μας στο σκαρί τους. Οι άνθρωποι δεν είναι μόνο για μία φορά», λέει ο μάστορας Ανδρέας Καραμαρούδης.

«Οι Φούρνοι κάποια εποχή μπορεί να είχαν και χίλια καΐκια», μας λέει ο μάστορας. Το νούμερο είναι ιλιγγιώδες για ένα νησάκι 1.400 κατοίκων – σχεδόν ένα καΐκι για κάθε κάτοικο. Νούμερο ενδεικτικό όχι μόνο της παλαιάς ακμής της εγχώριας παραδοσιακής ναυπηγικής, αλλά και της καταστροφής που έφερε η οδηγία της Ευρωπαϊκής Ενωσης για το επιδοτούμενο σπάσιμο των καϊκιών. Πηγές του υπουργείου Πολιτισμού αναφέρουν πως τις τρεις τελευταίες δεκαετίες έσπασαν από τις δαγκάνες της μπουλντόζας πάνω από 11.000 σκάφη.

Επιδοτούμενο σπάσιμο, γραφειοκρατικά εμπόδια στην πρώτη ύλη, δυσβάσταχτη φορολογία: οι επαγγελματίες αλιείς (και μαζί τους και τα ξύλινα σκαριά, τα ιδανικά οχήματα για τη δουλειά τους) βάλλονται από παντού. «Τις προάλλες είχα πάει στην Κάλυμνο και μιλούσα με κάποιον παλαιότερο πελάτη που του είχαμε κάνει ένα καΐκι και το έκοψε, και μου έλεγε πόσο θα ήθελε να ξεκινήσει πάλι να ψαρεύει, να φτιάξει πάλι ένα καϊκάκι, έστω ένα μικρό, έτσι ίσα ίσα να βγαίνει να πιάνει κάνα χταπόδι. Αλλά πώς να το κάνει όταν ξέρει πως η φορολογία θα του τρώει όλη τη σύνταξη;».

Φεύγοντας, ρωτάμε τον έμπειρο μάστορα πόσα σκαριά έχει φτιάξει μέχρι σήμερα και μας λέει πως πρέπει να είναι πάνω από εκατό. «Καθένα από αυτά ήταν και κάτι το ξεχωριστό, μια άλλη ιστορία. Κανένα σκαρί δεν είναι ποτέ ίδιο με το άλλο», μας λέει. «Ετσι είναι και οι καπετάνιοι που τα ζητάνε. Καθένας είναι μια ξεχωριστή ιστορία. Και προσπαθούμε καθέναν από αυτούς να τον προσέχουμε και να βάζουμε την ψυχή μας στο σκαρί του. Φεύγουν πάντα ικανοποιημένοι. Αυτός είναι ο στόχος μας. Οι άνθρωποι δεν είναι μόνο για μία φορά», μας θυμίζει.

Σκαριά με ψυχή. Μαστοριά με λίγους κληρονόμους-2
Ο ξυλοναυπηγός Γιώργος Κιάσσος, στο εργαστήρι του στο απομονωμένο ορεινό χωριό των Δρακαίων. Το πάθος για τη δουλειά του δεν κάμπτεται από τις δυσκολίες. [ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ]

Σε μια φωτογραφία στο κινητό του μας δείχνει περήφανος ένα από τα αγαπημένα του δημιουργήματα, ένα καραβόσκαρο, σκαρί απαιτητικό λόγω της ιδιότυπης πρύμνης του. Είναι ελλιμενισμένο, όπως μας λέει, στη μαρίνα του Πυθαγορείου.

«Δουλειά που τιμωρεί το σώμα»

Τέσσερα χιλιόμετρα οδήγησης ανηφορικά προς το βουνό και 295 μέτρα πάνω από τη θάλασσα, φτάνουμε στους Δρακαίους και συναντάμε έναν ακόμα εν ενεργεία Σαμιώτη παραδοσιακό ναυπηγό, τον Γιώργο Κιάσσο. Η φιλοξενία, το χαμόγελο και το πάθος για την τέχνη του, ζεσταίνουν την καρδιά. Λίγο πριν από την είσοδο του οικισμού, η μικρή ναυπηγοεπισκευαστική του μονάδα μοιάζει ουρανοκατέβατη, λες και τα καΐκια… σκαρφάλωσαν στο βουνό. Και όμως, να τος ο μάστορας, να το και το σκάφος που μόλις έχει τελειώσει. Στέκεται εντυπωσιακό στον εξωτερικό χώρο του ναυπηγείου, στην είσοδο του χωριού – ενός χωριού που είναι ξεκομμένο από τον έξω κόσμο, με δεδομένο πως ο δρόμος που το ενώνει με την κωμόπολη του Καρλοβάσου, το κοντινότερο αστικό κέντρο, περνάει μέσα από το βουνό και είναι 48 χιλιόμετρα απόσταση.

Ο μάστορας μας εξηγεί πως τα έσοδα από κάθε σκαρί που έχει φτιάξει μέσα στα χρόνια που δουλεύει, τα έχει ρίξει στον εξοπλισμό του, στην προσπάθειά του να έχει στοκ από όσα χρειάζεται για να είναι αυτόνομος. Δεν ήταν λίγες και οι φορές που αναγκάστηκε να οδηγήσει ώς το Καρλόβασι για να πάρει ένα εξάρτημα για την επισκευή ενός κινητήρα. Εχει αναγκαστεί, λόγω απομόνωσης, να γίνει και μηχανικός, αλλά και «ξυλάς» και να προμηθεύεται με ίδιες δυνάμεις την ξυλεία του.

Τα εργαλεία γι’ αυτόν είναι πράγματα ιερά. «Εχω τρέλα με αυτά», ομολογεί, «και ιδίως με τα σκεπάρνια. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν πια τεχνίτες να τα φτιάξουν όπως πρέπει. Είδα ένα φτιαγμένο στην Τουρκία, αλλά δεν μου άρεσε. Εμοιαζε ατσούμπαλο!» λέει γελώντας με την καρδιά του. Εμαθε και αυτός την τέχνη στον όρμο του Αγίου Ισιδώρου, από τον θείο του, τον αδελφό της μητέρας του, και στη συνέχεια δίπλα στον Γιώργο Ψιλοπάτη, τον «Μαστρο-Γιώργη», μία από τις θρυλικές μορφές της τοπικής ξυλοναυπηγικής. Θυμάται με ευγνωμοσύνη πόσο δοτικός ήταν μαζί του, μεταδίδοντας τη γνώση απλόχερα σε μια εποχή που οι παλιότεροι είχαν την τάση να είναι κρυψίνοες, φοβούμενοι ίσως πως οι ανταγωνιστές τους θα τους «κλέψουν» τις ιδέες. Ηθελε και ο ίδιος να ανοίξει το μαγαζί του εκεί, δίπλα στο νερό – «κακά τα ψέματα, τα ναυπηγεία καλό είναι να βρίσκονται κοντά στη θάλασσα», όπως μας λέει, «αλλά δεν βρήκα διαθέσιμο χώρο, και έτσι ήρθα εδώ, όπου ο πεθερός μου είχε αυτό το χωράφι. Ηταν περί τα μέσα του ’90 όταν ξεκίνησα. Είχε πολλή δουλειά τότε».

Σκαριά με ψυχή. Μαστοριά με λίγους κληρονόμους-3
Μια υδραίικη παπαδιά και μια κουρίτα κρέμονται από το ταβάνι του λόμπι του Μουσείου Ναυπηγικών και Ναυτικών Τεχνών του Αιγαίου στο Ηραίο της Σάμου. [ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ]

Ο Γιώργος Κιάσσος δουλεύει μόνος του, χωρίς βοηθό. Δεν θυμάται ακριβώς, αλλά, όπως μας πληροφορεί, πρέπει να έχει βγάλει στο ναυπηγείο του κάπου 80 με 100 σκαριά τα τελευταία 30 χρόνια – κατά μέσον όρο τρία τον χρόνο. «Παλαιότερα έβγαζα με ευκολία και μεγάλα σκάφη – τώρα που πενηντάρισα, έχω αρχίσει να βαραίνω», μας λέει. «Η δουλειά αυτή το τιμωρεί το σώμα. Δεν θα με πείραζε καθόλου να έχω έναν νεαρότερο βοηθό. Ισως λοιπόν η νέα σχολή μαθητείας να βγάλει κάνα τέτοιο παιδί – αυτό θα είναι πολύτιμο».

«Ζήτηση υπάρχει. Χέρια δεν υπάρχουν»

Σαράντα χιλιόμετρα προς τα δυτικά, κάτω από τη σκιά του Κέρκη, του δεύτερου ψηλότερου βουνού στο Αιγαίο βρίσκεται ο Αγιος Ισίδωρος. Πρόκειται για έναν από τους πλέον εμβληματικούς ναυπηγικούς τόπους της χώρας, χαρακτηρισμένος το 2007 από το υπουργείο Πολιτισμού ως προστατευόμενος ιστορικός τόπος. Κάποτε λειτουργούσαν εκεί έξι ναυπηγεία και υπήρχαν μόνιμοι κάτοικοι – υπήρχε μέχρι και καφενείο. Σήμερα όμως τα παρατημένα κτίσματα στέκονται εκεί σαν φαντάσματα, θυμίζοντας κινηματογραφικό σκηνικό. Ο τόπος έχει ακόμα ζωή λόγω ενός 35χρονου ναυπηγού, του Βαγγέλη Μανωλιάδη, γιου του αείμνηστου Γιάννη Μανωλιάδη, ενός από τους πιο γνωστούς μαστόρους της Σάμου, που έφυγε πριν από λίγο καιρό από τη ζωή.

Στον Αγιο Ισίδωρο, το κατάφυτο βουνό κρέμεται πάνω από το κεφάλι σου λες και παρακολουθεί κάθε σου κίνηση. Ολα δίνουν την αίσθηση πως είσαι στην άκρη της γης, σε έναν τόπο φορτωμένο αγιότητα και ιστορία. Ομως για τον νέο ναυπηγό που είναι εδώ από μικρό παιδί, μαθαίνοντας δίπλα στον πατέρα του, όλα αυτά μοιάζουν καθημερινά, φυσιολογικά. Το μόνο στο οποίο εστιάζει είναι τα σκαριά του, η δουλειά του. Ενα από αυτά στέκεται ολοκληρωμένο, με την πλώρη του να κοιτάζει τον όρμο, λες και ανυπομονεί να πέσει στη θάλασσα. Ενας ακόμα μάστορας, ο Κυριάκος Κοζώνης, τον ακολουθεί κατά πόδας στο έργο του. Κινούνται συντονισμένα, με κινήσεις αργές αλλά σταθερές. Είναι λες και ακολουθούν το ρητό του αρχαίου σοφού από τον τόπο του, το «σπεύδε βραδέως» του Πυθαγόρα. Και όμως, η παραγωγικότητα και η εργατικότητα του Βαγγέλη Μανωλιάδη χτυπάει κόκκινο. Δουλεύοντας παράλληλα δύο και τρία σκαριά, μπορεί να βγάλει έως και πέντε σκαριά τον χρόνο. Οπως και το ναυπηγείο Καραμαρούδη, και αυτό εδώ έχει δουλειά. Τότε τι φταίει και η τέχνη είναι σε μαρασμό; «Δεν υπάρχουν μάστορες. Ζήτηση υπάρχει – χέρια δεν υπάρχουν». Αυτή είναι η κοινή απάντηση που παίρνουμε από όλους τους ναυπηγούς.

«Το θεωρούν παιδί τους»

Το επόμενο πρωί συναντάμε στο Καρλόβασι τον Γιάννη Κοντάρα, έναν από τους πιο έμπειρους μάστορες του νησιού, ειδικό στις επιδιορθώσεις. Συζητώντας για τη νέα σχολή μαθητείας στο Ηραίο, μας λέει πως αποτελεί μια ελπίδα, αλλά τονίζει πως είτε μιλάμε για τον ναυπηγό, είτε για τον καπετάνιο, τα ξύλινα σκαριά είναι γι’ αυτούς που έχουν μεράκι να τα περιποιούνται – «να τα χαϊδεύουν», όπως χαρακτηριστικά λέει. «Μακάρι το εγχείρημα που γίνεται στο Ηραίο να δώσει στα παιδιά ένα κουράγιο, να ανάψει μια σπίθα μέσα τους και να καταλάβουν πόσο όμορφο είναι να δημιουργείς ένα παραδοσιακό σκάφος», συνεχίζει. «Το σκαρί, όταν το ρίξεις στο νερό λικνίζεται, είναι λες και έχει ψυχή, σαν να ‘ναι ένα πράγμα ζωντανό. Ξέρω ψαράδες που είναι τόσο πολύ δεμένοι με το καΐκι τους, που το θεωρούν παιδί τους. Πιο καλά αγαπούν αυτό, παρά το ίδιο τους το σπίτι».

Σκαριά με ψυχή. Μαστοριά με λίγους κληρονόμους-4
Ο Γιάννης Κοντάρας, ένας από τους πιο σημαντικούς καραβομαραγκούς της Σάμου, με μεγάλη γνώση και εμπειρία στις επιδιορθώσεις. [ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ]

Η τελευταία στάση στην αποστολή μας είναι το Ηραίο. Εκεί, ο Κώστας Δαμιανίδης, επιστημονικός υπεύθυνος του νέου μουσείου, μας ανοίγει τις πόρτες και μας προσφέρει μια συνοπτική περιήγηση στα εκθέματα και στις εγκαταστάσεις του. Πάνω από το κεφάλι μας, στο λόμπι του μουσείου, κρέμονται δύο σκαριά, ένα για το αλμυρό και ένα για το γλυκό νερό, μια υδραίικη παπαδιά και μια κουρίτα. Στον εξωτερικό χώρο του μουσείου, λίγα μόνο μέτρα δίπλα από την ακτογραμμή, μια εγκατάσταση με σκαλωσιές αναμένει μια σειρά ιστορικά σκάφη-εκθέματα, δεκατρία στο σύνολό τους, που έχει διασώσει ή ανακατασκευάσει τα τελευταία χρόνια η ερευνητική ομάδα του μουσείου.

Κατά την περιήγηση στον χώρο, από κάποια επίπεδη οθόνη, ακούγεται μια συριανή λαλιά. Είναι ο Γιώργος Μαυρίκος, θρυλικός μάστορας του Ταρσανά της Ερμούπολης, που μοιάζει λες και έχει για λίγα δευτερόλεπτα ζωντανέψει. Και αυτό δεν είναι κάτι που οφείλεται στο βίντεο που προβάλλεται, αλλά στον ίδιο τον χώρο, που δείχνει πως έχει τη δύναμη να ξυπνά ξεχασμένες αλλά βαρύτιμες μνήμες. Μαζί με τους Μαυρίκους, φαντάζεται κανείς να ζωντανεύουν κι άλλοι σπουδαίοι ναυπηγοί της Σύρας, όπως ο Ιωάννης Ζώρζος, ο λεγόμενος «Φουσκής», ενώ σε κάποια άλλη οθόνη στη διπλανή αίθουσα, εμφανίζεται ένας ακόμη θρύλος της Σάμου, ο Στέλιος Ψιλοπάτης. Παραπέρα, ρέπλικες και ανακατασκευές από τμήματα βυζαντινών σκαφών μαρτυρούν πως αυτοί οι άνθρωποι κρατούσαν στα χέρια τους μια αιγαιοπελαγίτικη παράδοση αιώνων. Και ένα επίπεδο πιο κάτω, βλέπουμε τον χώρο της σχολής μαθητείας, εξοπλισμένη με όσα χρειάζονται για να ναυπηγηθεί ένα παραδοσιακό σκάφος.

«Δεν μπορεί σήμερα που υπάρχουν σχολές ακόμα και για να μάθεις να εκτρέφεις σαλιγκάρια, να μην υπάρχει σχολή για να μάθεις να φτιάχνεις ξύλινα σκάφη», λέει ο ναυπηγός Κωνσταντίνος Χωριανόπουλος.

Oπως μας λέει ο Κώστας Δαμιανίδης, «το μεγαλύτερο στοίχημα που θέλουμε να κερδίσουμε στο μουσείο είναι η παράλληλη και συμπληρωματική λειτουργία του μαζί με τη σχολή. Αυτό είναι κάτι το οποίο δεν υπάρχει στην Ελλάδα – είναι κιόλας σπάνιο ακόμα και στο εξωτερικό. Το ότι η ζωή του μουσείου θα μπλέκεται με τη ζωή της σχολής είναι μια ιδέα που δίνει νέα διάσταση τόσο στη μουσειακή εμπειρία όσο και στο πλαίσιο της εκπαίδευσης νέων ανθρώπων στην τέχνη. Είναι μια προσέγγιση που στηρίζεται ενεργά από την αρμόδια διεύθυνση του υπ. Πολιτισμού και την προχωράμε μαζί, βήμα βήμα, μαζί με το Πανεπιστήμιο Αιγαίου και τον Δήμο Ανατολικής Σάμου. Η βιωσιμότητα τόσο του μουσείου όσο και της σχολής θα εξαρτηθεί πολύ από την αγαστή συγκατοίκησή τους».

Σκαριά με ψυχή. Μαστοριά με λίγους κληρονόμους-5
Ο Σαμιώτης ξυλοναυπηγός Κωνσταντίνος Χωριανόπουλος έχει έδρα την Πάτμο. Εδώ, μπροστά σε ένα από τα δημιουργήματά του, το τσερνικοπέραμα «Μεταμόρφωση», το οποίο κατασκεύασε για λογαριασμό του Μουσείου Ναυπηγικών και Ναυτικών Τεχνών Αιγαίου. [ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ]

«Πρόκειται για ένα θεματικό τεχνικό μουσείο που αποτελεί έργο του Δήμου Ανατολικής Σάμου και χρηματοδοτείται από το επιχειρησιακό πρόγραμμα “Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία 2014-2020″», λέει στην «Κ» ο δήμαρχος Ανατολικής Σάμου Πάρης Παπαγεωργίου. «Η μουσειολογική-μουσειογραφική μελέτη του έχει εγκριθεί από το υπουργείο Πολιτισμού». Στόχος είναι, όπως λέει ο δήμαρχος, το μουσείο και η σχολή να ανοίξουν κατά την εκπαιδευτική χρονιά 2024-2025, στο πλαίσιο προγράμματος που χρηματοδοτείται από το ΥΠΠΟ.

Η σχολή προβλέπεται να προσφέρει δύο έτη σπουδών και ένα επιπλέον έτος μαθητείας δίπλα σε κάποιον έμπειρο μάστορα, σε κάποιο ναυπηγείο οπουδήποτε στη χώρα.

Οπως λέει χαρακτηριστικά ένας ακόμα Σαμιώτης ναυπηγός, ο σαραντάχρονος Κωνσταντίνος Χωριανόπουλος που δουλεύει με έδρα την Πάτμο, όπου ναυπήγησε πέρυσι στις εγκαταστάσεις της Patmos Marine το τσερνικοπέραμα «Μεταμόρφωση», ένα από τα σκαριά-εκθέματα του μουσείου, «δεν μπορεί σήμερα που υπάρχουν σχολές ακόμα και για να μάθεις να εκτρέφεις σαλιγκάρια, να μην υπάρχει σχολή για να να μάθεις να φτιάχνεις ξύλινα σκάφη. Η ξυλοναυπηγική δεν πρέπει να είναι τσιφλίκι κανενός, για να την πουλάει μαύρο χαβιάρι. Η γνώση της πρέπει να είναι ελεύθερη».

Από την πλευρά του ο Κώστας Δαμιανίδης δηλώνει πως δεν τρέφει αυταπάτες: «Ξέρω πως από τους 15 μαθητευόμενους κάθε χρονιάς, θα βγουν στη δουλειά ένας ή δύο. Αλλά, με τα σημερινά δεδομένα, ακόμα και δύο άνθρωποι κάθε χρόνο να γίνονται επαγγελματίες καραβομαραγκοί, αυτό θα δώσει μια μεγάλη ανάσα ζωής στον χώρο». Η αισιοδοξία του στηρίζεται και πάνω στις νέες τάσεις που εμπνέονται από την απειλή της κλιματικής αλλαγής: «Η ξυλοναυπηγική, ανάμεσα στα διάφορα οφέλη της, συμβάλλει και στη σωστή διαχείριση των δασών, εφόσον αυτά πρέπει να υλοτομούνται με τον σωστό τρόπο για να μπορούν να επιβιώσουν, αλλά και για να προστατεύονται από τη φωτιά. Επιπλέον, ένα ξύλινο σκάφος έχει μια διάρκεια ζωής περίπου όσο και το πλαστικό, αλλά η ανακύκλωσή του είναι φιλική προς το περιβάλλον. Ενα πλαστικό σκάφος έχει υλικά που δεν ανακυκλώνονται – ακόμα και η καύση του είναι δηλητηριώδης. Θα έπρεπε λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, η παραγωγή των ξύλινων σκαφών να υποστηρίζεται και θεσμικά. Και, φυσικά, υπάρχει η προφανής παραδοχή πως το ξύλινο σκάφος είναι ένα πολύτιμο στοιχείο πολιτιστικής κληρονομιάς που θα έπρεπε να διασώσουμε στις θάλασσές μας. Διαχρονικά, τα καΐκια ήταν πάντα κάτι το πολύ ελκυστικό, ακόμα και για τον τουρισμό που τόσο μας απασχολεί – μόνο και μόνο για την εικόνα των ίδιων των τοπίων μας. Τα ξύλινα σκάφη μας είναι ένα στοιχείο ποιότητας του δομημένου και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος των νησιών».

Σκαριά με ψυχή. Μαστοριά με λίγους κληρονόμους-6
Ο ξυλοναυπηγός Κυριάκος Κοζώνης, πάνω σε ένα από τα αλιευτικά τρεχαντήρια που μόλις έχουν βγει από το ναυπηγείο Μανωλιάδη στον Αγιο Ισίδωρο. [ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ]

Τι άλλο θα μπορούσε να γίνει να πάρουν δύναμη οι ναυπηγοί και τα ναυπηγεία; O Κώστας Δαμιανίδης μας λέει πράγματα αυτονόητα: «Να δοθούν κίνητρα. Θα μπορούσε να υπάρχει οικονομική υποστήριξη για την κατασκευή ενός ξύλινου σκαριού. Δίνονται επιδοτήσεις για να κάνει κανείς χίλια δυο άλλα πράγματα, αλλά όχι γι’ αυτό. Παλαιότερα υπήρχαν κίνητρα και για τους ψαράδες, αλλά σήμερα το μόνο που υπάρχει είναι η γνωστή επιδότηση για το βάρβαρο σπάσιμο των σκαριών. Χρειαζόμαστε μια άλλη κατεύθυνση, και πολλοί έχουν αρχίσει να το συνειδητοποιούν αυτό. Το πρόβλημα είναι πως αυτές οι κινήσεις πρέπει να συντονιστούν ανάμεσα σε πολλά διαφορετικά υπουργεία και κρατικούς φορείς. Μπορεί το υπουργείο Πολιτισμού να θέλει πολύ να κάνει τέτοιες κινήσεις, αλλά πρέπει να πείσει και το υπουργείο Οικονομικών, και το Ναυτιλίας, και το Τουρισμού, το Γεωργίας, κ.ο.κ. Το βέβαιο είναι πως πλέον υπάρχουν άνθρωποι σε καίριες και υψηλές θέσεις, που ακούν αυτές τις φωνές, και καταλαβαίνουν πως το ζήτημα πρέπει πια να πάρει τον δρόμο του».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή