∆ρ Ανδριάνα Κωστοπούλου στην «Κ»: Η εκπαίδευση, βασικό εργαλείο στην πρόληψη της έμφυλης βίας

∆ρ Ανδριάνα Κωστοπούλου στην «Κ»: Η εκπαίδευση, βασικό εργαλείο στην πρόληψη της έμφυλης βίας

Είναι σημαντικό να αναγνωρίζονται οι διαφορετικές μορφές βίας, ειδικά αυτές που δεν αφήνουν «ίχνη» στο σώμα, γιατί διαφορετικά περνούν αόρατες

8' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Για το ζήτημα της έμφυλης βίας στην Ελλάδα (και όχι μόνο), η Ανδριάνα Κωστοπούλου είναι ίσως η ειδικότερη των ειδικών. Η Δρ. Κωστοπούλου είναι δικηγόρος και, μεταξύ άλλων, Πρόεδρος της GREVIO, της επιτροπής που επιτηρεί τη συμμόρφωση των κρατών-μερών με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την πρόληψη και αντιμετώπιση της έμφυλης βίας. Με αυτήν, κυρίως, την ιδιότητά της, και με αφορμή την πρώτη εκδήλωση που διοργανώνεται πανελλαδικά, στις 26/3, από το  Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, με θέμα την Έκθεση Αξιολόγησης της GREVIO για την Ελλάδα, μιλήσαμε μαζί της για ορατές και λιγότερο ορατές πτυχές αυτού του διαχρονικού ζητήματος για τη χώρα μας.

– Έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια τα περιστατικά έμφυλης βίας στην Ελλάδα ή τώρα τα μαθαίνουμε;

– Δύσκολο να πει κανείς με σιγουριά. Αυτό που έχει αυξηθεί είναι αφενός η καταγραφή των περιστατικών, αφετέρου οι συζητήσεις και η ευαισθητοποίηση γύρω από αυτά. Όλο και περισσότερος κόσμος είναι σε θέση να ονοματοδοτήσει τα φαινόμενα και να τους προσδώσει τη διάσταση που έχουν

Πολλά εξ αυτών δεν κρύβονται πια κάτω από το χαλί, αλλά έρχονται στην επιφάνεια και συζητιούνται -χωρίς να ξεχνάμε τον τεράστιο «σκοτεινό» αριθμό περιστατικών που υπάρχει σε όλες τις χώρες.

– Πώς μπορούμε να μειώσουμε αυτόν τον «σκοτεινό» αριθμό;

– Ορισμένοι από τους λόγους για τους οποίους πολλές γυναίκες δεν καταγγέλλουν τα περιστατικά είναι ότι δεν συνειδητοποιούν ότι είναι θύματα έμφυλης βίας, δεν ξέρουν πού να αποταθούν, ότι εξαρτώνται οικονομικά από τον κακοποιητή τους. Συχνά, δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να υποστηρίξουν μια δικαστική διαμάχη. Πολύ σημαντική επίσης είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Πώς θα βγεις πιο δυνατή μέσα από μια καταγγελία όταν υπάρχει ο κίνδυνος της δευτερογενούς θυματοποίησης; Είναι πολυπαραγοντικό το θέμα της βίας, οπότε είναι πολυπαραγοντικό και το θέμα της μη καταγγελίας. Ο ρόλος όλων μας είναι να ενδυναμώσουμε τις γυναίκες αλλά και να φροντίσουμε να στηθεί σωστά ο μηχανισμός για την υποστήριξή τους.

∆ρ Ανδριάνα Κωστοπούλου στην «Κ»: Η εκπαίδευση, βασικό εργαλείο στην πρόληψη της έμφυλης βίας-1
Ο ρόλος όλων μας είναι να ενδυναμώσουμε τις γυναίκες και να στηθεί σωστά ο μηχανισμός για την υποστήριξή τους, τονίζει η δρ Ανδριάνα Κωστοπούλου.

– Η έκθεση της GREVIO για την Ελλάδα τονίζει την ανάγκη αναγνώρισης, μέσω της νομοθεσίας, διαφορετικών μορφών βίας, όπως η ψυχολογική και η οικονομική βία. Γιατί είναι σημαντική η ονοματοδοσία των φαινομένων σε τόσο λεπτομερές επίπεδο;

– Είναι σημαντικό να αναγνωρίζονται οι διαφορετικές μορφές βίας, ειδικά αυτές που δεν αφήνουν «ίχνη» στο σώμα, γιατί διαφορετικά περνούν αόρατες, όχι για το άτομο που αφορούν, βέβαια, αλλά για εμάς. Όταν οι όροι δεν αναγνωρίζονται νομοθετικά και δεν ευαισθητοποιείται το κοινό γύρω από αυτούς, υπάρχει μια δυσκολία συνειδητοποίησης και ταυτοποίησης από τα ίδια τα θύματα και το περιβάλλον τους. Τέλος, η νομική αναγνώριση επηρεάζει και τη συλλογή δεδομένων. Όταν κάτι δεν διακρίνεται, αυτό θα έχει μια επίδραση και στο τελικό αποτέλεσμα και την αξία των δεδομένων που συλλέγουμε. Πρόσφατα, το Ηνωμένο Βασίλειο ποινικοποίησε το φαινόμενο του καταναγκαστικού ελέγχου (coercive control) και στη συνέχεια διεύρυνε τον ορισμό του. Αυτό, ως πρακτική, θα αξιολογηθεί από την GREVIO. Η αναγνώριση του όρου «γυναικοκτονία», από την άλλη, δεν ορίζεται ως νομική υποχρέωση από τη Σύμβαση αλλά επαινείται, γιατί είναι ένα ακόμα βήμα προς τη σωστή θεώρηση του προβλήματος. 

– Ισχύει κάτι αντίστοιχο και σε σχέση με τον ορισμό του βιασμού με βάση την έννοια της συναίνεσης;

– Ο ορισμός της σεξουαλικής βίας, συμπεριλαμβανομένου και του βιασμού, σε σχέση με τη συναίνεση, είναι υποχρέωση, δεν είναι πολυτέλεια. Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές στην προσέγγιση αυτή ανά κράτος, αλλά η προσέγγιση «yes means yes», που ορίζει ότι για να μην αποτελεί μια σεξουαλική πράξη βιασμό είναι απαραίτητη η ρητή συναίνεση κάθε μέρους, είναι εκείνη που εναρμονίζεται καλύτερα με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. Παράλληλα με τον νομικό ορισμό, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναγνωρίσουν και οι ερμηνευτές του νόμου το ιδιαίτερα μεγάλο εύρος συμπεριφορών που μπορεί να έχουν επιδείξει ένα θύμα σεξουαλικής βίας ως αντίδραση προς μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά. Δεν υπάρχει μία αντίδραση που είναι καλύτερη ή πιο σωστή από την άλλη και το αδίκημα του βιασμού θα πρέπει να ερμηνεύεται μέσα από την απουσία συναίνεσης.

– Παρόλ’ αυτά, φαίνεται ότι στην Ελλάδα έχουμε ένα επαρκές -αν και όχι τέλειο- νομοθετικό πλαίσιο. Γιατί, λοιπόν, χωλαίνουμε στην εφαρμογή;

– Ο νόμος είναι εργαλείο, σημασία έχει πώς θα χρησιμοποιηθεί. Συζητήσαμε νωρίτερα για τη συλλογή δεδομένων: τα δεδομένα μας δείχνουν πώς θα περάσουμε από τη θεωρία στην πράξη, πώς θα καταλάβουμε αν μια διάταξη που έχουμε εφαρμόζεται σωστά και, αν όχι, πού είναι το πρόβλημα. Αν, για παράδειγμα, υπάρχει ιδιαίτερα μικρό ποσοστό καταδικαστικών αποφάσεων σε σχέση με τις καταγγελίες, σε ποιο σημείο ακριβώς κόβεται το νήμα;

Η πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, «Χ κατά Ελλάδας», που ευθυγραμμίστηκε με την έκθεση της GREVIO για τη χώρα, είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί είναι η πρώτη για την Ελλάδα στο ζήτημα αυτό και γιατί δείχνει σε πολλά σημεία πώς ένα καλό νομοθετικό πλαίσιο δεν αρκεί, αν δεν εφαρμοστεί σωστά στην πράξη. 

Ανέδειξε, για παράδειγμα, ελλείψεις και προβλήματα στην ποινική έρευνα της καταγγελίας: κατά τη διερεύνηση δεν επιτρέπεται να βασιζόμαστε μόνο στην καταγγελία του θύματος, πρέπει να συλλέγονται και άλλα στοιχεία που μπορεί να υποστηρίξουν την υπόθεσή της. Έθεσε επίσης ζητήματα σε σχέση με την υποχρέωση ενημέρωσης των γυναικών που καταγγέλλουν, για τα δικαιώματά τους, αλλά και σε σχέση με την υποχρέωση παροχής ποιοτικής διερμηνείας για γυναίκες που δεν μιλούν ελληνικά. Τέλος, ανέδειξε τις ελλείψεις σε επαρκή αριθμό επαγγελματιών του ίδιου φύλου με το θύμα, που θα το βοηθήσουν να νιώσει εμπιστοσύνη κατά τη διαδικασία της καταγγελίας, και την απουσία κατάλληλων κέντρων παραπομπής ή διαχείρισης κρίσεων για επιζώσες σεξουαλικής βίας. Η απόφαση αυτή, λοιπόν είναι ένα καλό εργαλείο για να παρακολουθήσει κανείς τα κενά στη διαδικασία, ειδικά στην εφαρμογή του νόμου. Ανοίγει το δρόμο ώστε να αναγνωριστεί το εύρος των υποχρεώσεων και ο μεγάλος αριθμός επαγγελματιών που έχουν ευθύνη να αντιμετωπίσουν με τρόπο ολιστικό και αποτελεσματικό τα φαινόμενα έμφυλης βίας.

– Συζητάμε για την ευαισθητοποίηση και την ευθύνη όλων μας στην πρόληψη της έμφυλης βίας, αλλά ποιο είναι το όριο ανάμεσα στην προστασία των θυμάτων και τον σεβασμό των προσωπικών τους αποφάσεων σε σχέση με μια πιθανή καταγγελία;

– Καταρχάς, ως πολίτες, χρειάζεται να έχουμε μια βασική ενημέρωση για το πώς μπορούμε να αναγνωρίσουμε ένα περιστατικό βίας και πώς μπορούμε να προσεγγίσουμε και να υποστηρίξουμε με ευαισθησία ένα θύμα, χωρίς να το ενοχοποιούμε ή να συμβάλλουμε σε δευτερογενή θυματοποίηση. Στο θέμα των επαγγελματιών, χρειάζεται να κάνουμε μια σημαντική διάκριση ανάμεσα στα παιδιά και τα ενήλικα θύματα. Σε ό,τι αφορά τα παιδιά υπάρχει ένας γενικός κανόνας: οι επαγγελματίες που έχουν υποψίες ότι ένα παιδί είναι θέμα βίας έχουν υποχρέωση να το καταγγείλουν. Όταν μιλάμε, όμως, για ενήλικες γυναίκες θύματα βίας, ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύει η GREVIO το θέμα της καταγγελίας από επαγγελματίες έχει μια ιδιαιτερότητα: Τονίσαμε πριν την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι γυναίκες μέσα σε μια κακοποιητική σχέση. Εάν οι επαγγελματίες ήταν υποχρεωμένοι να καταγγέλλουν οποιοδήποτε περιστατικό, τότε πολλές γυναίκες θα κρύβονταν και δεν θα πήγαιναν ούτε καν στο νοσοκομείο να ζητήσουν βοήθεια. Για τον λόγο αυτόν, δεν πρέπει να ισχύει καθολική υποχρέωση καταγγελίας από την πλευρά των επαγγελματιών. Η λεπτή γραμμή, βέβαια, είναι δύσκολο να βρεθεί. Οι επαγγελματίες πρέπει να πάντα να προσπαθούν να πάρουν τη συναίνεση του θύματος, για να προβούν σε μία καταγγελία. Η GREVIO, όμως, διαχωρίζει καταστάσεις στις οποίες έχει επιτελεστεί μια σοβαρή πράξη βίας και αναμένονται επιπλέον αντίστοιχες τέτοιες πράξεις, και ορίζει ότι στις περιπτώσεις αυτές η καταγγελία μπορεί να γίνει και χωρίς τη συναίνεση του θύματος. Πώς θα αξιολογήσει το επίπεδο κινδύνου ο/η επαγγελματίας; Υπάρχουν ειδικά εργαλεία γι’ αυτό, για τη χρήση των οποίων θα πρέπει να έχει επιμορφωθεί, ώστε να γνωρίζει ποια πρέπει να είναι τα επόμενα βήματα.

– Σε τι άλλο χρειάζεται να επιμορφώνονται οι επαγγελματίες;

– Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης περιλαμβάνει ειδική διάταξη για την επιμόρφωση των επαγγελματιών που έρχονται σε επαφή με επιζώσες έμφυλης βίας ή χειρίζονται τις υποθέσεις τους: αστυνομικές αρχές, δικαστικοί λειτουργοί, δικηγόροι, δημοσιογράφοι, λειτουργοί υγείας, κοινωνικές υπηρεσίες κλπ. Τα άτομα αυτά χρειάζεται καταρχάς να κατανοήσουν το φαινόμενο της βίας και το γιατί μια επιζώσα μπορεί να συμπεριφερθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Αν ο/η επαγγελματίας κατανοεί τον κύκλο της συντροφικής βίας, τότε μπορεί να δώσει άλλου είδους απάντηση στις ανάγκες της επιζώσας. Ας πάρουμε για παράδειγμα την ανάγκη για διάκριση μεταξύ σύγκρουσης και βίας, την οποία βρίσκουμε ως σύσταση στα περισσότερα κράτη που επιτηρήθηκαν από την GREVIO. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, λαμβάνουμε πληροφορίες από οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών ότι πολλές καταγγελίες βίας αντιμετωπίζονται ως «ατομική υπόθεση» των γυναικών, ως ένα «απλό καβγαδάκι» μεταξύ συντρόφων. Έτσι οι αστυνομικές αρχές μπορεί να ξαναστείλουν τις γυναίκες στο σπίτι τους, με αποτέλεσμα να μη δοθεί λύση. Τα περιστατικά αυτά δεν καταγράφονται καν ως καταγγελίες επειδή δεν αναγνωρίζονται ως βία. Υπάρχει, δηλαδή, μια τάση να ιδιωτικοποιείται το φαινόμενο, με την ετικέτα της «σύγκρουσης», ενώ πρόκειται για ποινικό αδίκημα που μας αφορά όλους. Στην περίπτωση των ΜΜΕ, οι δημοσιογράφοι χρειάζεται να γνωρίζουν πώς να αποφεύγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά ενοχοποιεί το θύμα, ποια ορολογία είναι προτιμητέα στην αναφορά περιστατικών βίας, πώς προστατεύεται η ιδιωτικότητα των θυμάτων και άλλα ζητήματα δεοντολογίας.

– Τι θέση έχουν τα συμβουλευτικά/θεραπευτικά προγράμματα που απευθύνονται σε κακοποιητικά άτομα, στην πρόληψη και καταπολέμηση της έμφυλης βίας;

– Υπάρχουν πολλά τέτοια προγράμματα στα κράτη που βρίσκονται υπό την επιτήρηση της GREVIO και για ορισμένα από αυτά υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά. Για να συμβεί αυτό, όμως, θα πρέπει να λειτουργεί σωστά όλη η υπόλοιπη αλυσίδα της πρόληψης, των πολιτικών, της ποινικής δίωξης και της προστασίας. Η συμμετοχή των κακοποιητών στα προγράμματα αυτά δεν θα πρέπει, για παράδειγμα, να υποκαθιστά άνευ ετέρου το δικαίωμα των θυμάτων για ποινική δίωξη. Χρειάζεται, επίσης, να είναι αποτελεσματικό το γενικότερο πλαίσιο στο οποίο λειτουργούν τα προγράμματα αυτά: το πώς αξιολογούνται, πώς επιβάλλονται και λοιπά.

– Αν επιλέγατε ένα σημαντικό βήμα στον τομέα της πρόληψης της βίας, ποιο θα ήταν αυτό;

– Η πρόληψη είναι σύνθετο ζήτημα. Το σημαντικότερο για μένα είναι η εκπαίδευση. Όχι αποκλειστικά σε σχέση με τη βία, αλλά και σε σχέση με την έμφυλη ισότητα ή τα στερεότυπα ή τη συναίνεση. Γιατί, για παράδειγμα, είναι σημαντική η συναίνεση; Πώς την ερμηνεύουμε; Το μαθαίνουμε αυτό στα παιδιά μας από μικρή ηλικία; Θεωρώ επίσης ότι χρειάζονται καμπάνιες ευαισθητοποίησης -για το κοινό, για τα θύματα, για πιθανά θύματα, για παριστάμενα άτομα- που δεν θα μένουν σε βασικές πληροφορίες αλλά θα εξειδικεύουν σε σχέση με τρόπους αναγνώρισης, προσέγγισης και αντιμετώπισης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή