Ενα νεύμα του χερ Ντίτριχ μάς έστειλε στην ελευθερία

Ενα νεύμα του χερ Ντίτριχ μάς έστειλε στην ελευθερία

Η Φρίντα Ματαλών-Κουνέ ήταν 11 ετών τον Μάρτιο του 1943, όταν κατάφερε με τη βοήθεια Γερμανών αξιωματικών να αποφύγει τα τρένα που έφευγαν από τη Θεσσαλονίκη για το Αουσβιτς. «Θυμάμαι τη φρίκη σε κάθε λεπτομέρεια», λέει

8' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μια μέρα, τέλη Φεβρουαρίου του 1943 ήταν όταν δύο Γερμανοί αξιωματικοί, που βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη για την επιχείρηση μεταφοράς και εξόντωσης στο Aουσβιτς των Εβραίων της πόλης, ζήτησαν από τον Κωνσταντίνο Μέγα, διευθυντή του ξενοδοχείου Κοσμοπολίτ, το οποίο είχε επιτάξει για λογαριασμό της η Βέρμαχτ, να του μιλήσουν κατ’ ιδίαν. Ο Μέγας, καθότι γερμανομαθής, συζητούσε συχνά μαζί τους στο σαλόνι του ξενοδοχείου, οπότε υπέθεσε ότι κάποιο παράπονο σχετικά με τη διαμονή θα ήθελαν να του εκφράσουν.

Τον παίρνουν παραπέρα και του λένε: «H γυναίκα σου είναι Εβραία;». Με το που το άκουσε, μόνο που δεν λιποθύμησε. «Σας παρακαλώ, ήταν Εβραία, εγώ παντρεύτηκα τη γυναίκα μου το 1938 και βαφτίστηκε χριστιανή, έχω και χαρτιά».

«Κύριε Μέγα», συνέχισαν εκείνοι, «εμείς δεν σε ρωτάμε για τη γυναίκα σου, δεν μας ενδιαφέρει. Πες μας, έχει οικογένεια;».

– Eχει μάνα, πατέρα και μια αδελφή έντεκα ετών.

– Τι θα κάνουν αυτοί;

– Τι να κάνουν, θα πάνε στην Πολωνία όπως όλοι οι άλλοι.

– Και πού βρίσκονται τώρα;

– Στο γκέτο της Συγγρού.

– Aκουσέ μας προσεκτικά, κ. Μέγα, και δεν θα μας κάνεις ερωτήσεις. Θα ακούσεις μόνο αυτά που θα σου πούμε, χωρίς σχόλια. Εάν μπορείς να μην τους στείλεις στην Πολωνία κάντ’ το. Σε εκείνο που μπορούμε εμείς να σε βοηθήσουμε είναι το εξής: Οταν θα μαζέψουμε τη Συγγρού, δυο-τρεις μέρες νωρίτερα θα σε ειδοποιήσουμε για να τους βγάλεις από εκεί. Σκέψου και πράξε.

Ενα νεύμα του χερ Ντίτριχ μάς έστειλε στην ελευθερία-1
Η Φρίντα Ματαλών-Κουνέ με στολή των Πιονέρων του Ενβέρ Χότζα, την περίοδο που ζούσε στην Κορυτσά. Είχε καταταγεί κρυφά από τους γονείς της. το πρώην ξενοδοχείο Κοσμοπολίτ, γωνία Σπανδωνή και Ερμού στη Θεσσαλονίκη, όπως είναι σήμερα. Στο ίδιο σημείο δολοφονήθηκε ο Γρηγόρης Λαμπράκης στις 22 Μαΐου 1963. Φωτ. ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΧΗΡΑΣ

Το σχέδιο

Ηταν αρχές του 1943 και η επιχείρηση «Τελική Λύση» για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης είχε τεθεί σε κίνηση. Στην πόλη είχαν ήδη αφιχθεί κατ’ εντολήν του Αϊχμαν, για να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν το φρικτό έργο, δύο φανατικοί ναζί αξιωματικοί, οι Αλοϊς Μπρούνερ και Ντίτερ Βισλιτσένι. Μαζί τους και κάποια στελέχη της διαβόητης ομάδας Ρόζενμπεργκ, με αποστολή τη λεηλασία της κληρονομιάς της εβραϊκής κοινότητας της πόλης, ώστε να μην αφήσουν τίποτα που να θυμίζει την προαιώνια παρουσία του εβραϊκού στοιχείου στη Θεσσαλονίκη – μέλη της ήταν και οι δύο αξιωματικοί που είχαν καταλύσει στο Κοσμοπολίτ.

Ο εγκλεισμός στα γκέτο των Βαρώνου Χιρς, Συγγρού, Φαλήρου, Χαριλάου είχε αρχίσει και το πρώτο από τα τρένα του θανάτου επρόκειτο να αναχωρήσει στις 15 Μαρτίου.

Μέχρι την έλευση των Γερμανών η οικογένεια Κουνέ, ο πατέρας Ηλίας, η σύζυγός του Μαρί και οι κόρες του, η Μέντη και η μικρή Φρίντα, ζούσαν ευτυχισμένοι. Κάποιες προστριβές γιατί η Μέντη είχε τολμήσει να παντρευτεί χριστιανό εξομαλύνθηκαν και, συν τω χρόνω, ο γαμπρός, Κώστας Μέγας, που θα ευγνωμονούσαν στη συνέχεια εφ’ όρου ζωής, είχε γίνει πλέον αποδεκτός.

Διασχίζουμε την Εγνατία. Στεκόταν στη διασταύρωση με τη Μοναστηρίου. Περνώντας μπροστά του το αυτοκίνητο, χαμογέλασε. Μας κούνησε το κεφάλι ωσάν να μας αποχαιρετούσε λέγοντάς μας «άντε πάτε στην ευχή τώρα».

Ενενήντα δύο χρόνων σήμερα, η ενδεκάχρονη τότε Φρίντα Κουνέ (Ματαλών πλέον) αφηγείται στην «Κ» τη μυθιστορηματική διάσωση, τέτοιες μέρες, της οικογένειάς της και της ιδίας φυσικά, με τη βοήθεια των διωκτών τους. «Η ζωή στο γκέτο ήταν περιορισμένη. Φορούσαμε πάντα το αστέρι. Στα σπίτια απέξω έπρεπε να βάλουμε χαρτί που να λέει ότι μένουν Εβραίοι και ποιοι. Μετά τις 5 το απόγευμα δεν μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε έξω από το γκέτο, και πάντα με το άστρο. Εγώ πήγαινα στο σχολείο με το άστρο. Αισθανόμουν στιγματισμένη και κρατούσα την τσάντα με τέτοιο τρόπο ώστε να το κρύβω. Ντρεπόμουν, όχι γιατί ήμουν Εβραία, αλλά για το άστρο. Αισθανόμουν ότι με κοίταζαν όλοι. Οι καθηγήτριες, όταν πλησίαζε 5 η ώρα, μας έλεγαν “κορίτσια, ετοιμαστείτε να φύγετε” και φεύγαμε οι Εβραιοπούλες. Ημασταν πέντε στο σχολείο Βαλαγιάννη. Υστερα μας απαγόρευσαν την έξοδο εντελώς. Eπρεπε να πάρουμε άδεια από τη συναγωγή και να εξηγούμε την αιτιολογία για να βγούμε.

»Μετά άρχισε η φημολογία ότι θα μας στείλουν στην Πολωνία. Μέχρι τότε είχαμε μεσάνυχτα. Ο κόσμος έλεγε ό,τι ήθελε, ότι θα είναι καλά εκεί, θα δουλέψουμε, θα μας δώσουν σπίτι. Τα διέδιδαν για να μας αποκοιμίσουν. Ο ραββίνος Κόρετς παρουσίαζε περίπου ιδανική την κατάσταση.

»Στην οικογένειά μου, ο πατέρας μου και η μάνα μου είχαν αποφασίσει ότι θα πήγαιναν στην Πολωνία. Ο πατέρας μου έκρυψε χρήματα στις σόλες των παπουτσιών, αγόρασε φανέλες, κουβέρτες, πετσέτες – έγινε μια προετοιμασία για ταξίδι.

»Εμένα ο γαμπρός μου και η αδελφή μου δεν ήθελαν να ταλαιπωρηθώ. Πού να πήγαινα εκεί στα κρύα, ήμουν μικρή, μου είχαν μεγάλη αδυναμία, θα με πήγαινε υποτίθεται η αδελφή μου στην Αθήνα σε κάτι συγγενείς του γαμπρού μου. Οπότε μια μέρα, ένα απόγευμα, μπουκάρουν ξαφνικά στο δωμάτιο στο γκέτο ο γαμπρός και η αδελφή μου, η οποία δεν φορούσε αστέρι διότι είχε παντρευτεί και είχε βαπτιστεί με χαρτιά χριστιανή. Από τον τρόπο που μπήκαν καταλάβαμε ότι κάτι άσχημο συμβαίνει. “Πρέπει να φύγετε από εδώ”, μας είπαν. “Θα προσπαθήσουμε να σας φυγαδεύσουμε όλους στην Αθήνα, δεν πρέπει να πάτε στην Πολωνία”». Βγαίνοντας από το γκέτο αρχίζει το κρυφτούλι μέχρις ότου βρεθεί τρόπος να αναχωρήσουν για την Αθήνα, που ήταν υπό ιταλική κατοχή. Ο Μέγας ενεργοποιεί τις γνωριμίες του, αλλά αρκετοί του έκλειναν την πόρτα φοβούμενοι την εκδίκηση των Γερμανών αν κάποιος τους πρόδιδε ότι έκρυβαν Εβραίους.

Αλλοι, πάλι, εκμεταλλευόμενοι τη δύσκολη θέση της οικογένειας, αξίωναν υπέρογκα χρηματικά ποσά, στα όρια του εκβιασμού, και βεβαίως κάποιοι χριστιανοί ρίσκαραν και τους φιλοξένησαν για κάποιες μέρες. Μάλιστα ένας αστυνομικός, σύζυγος καμαριέρας του ξενοδοχείου, τους εφοδίασε με πλαστές αστυνομικές ταυτότητες: Ηλίας Κανελίδης ο πατέρας, Μαρία και Φρόσω Κανελίδου η μητέρα και η κόρη.

Ενα νεύμα του χερ Ντίτριχ μάς έστειλε στην ελευθερία-2
Tο πρώην ξενοδοχείο Κοσμοπολίτ, γωνία Σπανδωνή και Ερμού στη Θεσσαλονίκη, όπως είναι σήμερα. Στο ίδιο σημείο δολοφονήθηκε ο Γρηγόρης Λαμπράκης στις 22 Μαΐου 1963. Φωτ. ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΧΗΡΑΣ

Ενα νεύμα του χερ Ντίτριχ μάς έστειλε στην ελευθερία-3
Φωτ. ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΧΗΡΑΣ

Οι Εβραίοι στα βαγόνια

Καθώς όμως τα περιθώρια για φυγή στην Αθήνα στένευαν, με τους Γερμανούς και τους Ελληνες πολιτοφύλακες να διενεργούν εξονυχιστικούς ελέγχους στο τρένο της διαδρομής από τη Θεσσαλονίκη, ο γαμπρός τους προσπάθησε να βρει άλλη λύση. Τα δρομολόγια του θανάτου προς το Αουσβιτς είχαν ξεκινήσει, και μια νύχτα, ενώ κρύβονταν προσωρινά σε κάποιο χάνι κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό, η μικρή Φρίντα παρακολούθησε μέσα από τις κλειστές γρίλιες ενός σκοτεινού δωματίου τις βιαιότητες των Γερμανών καθώς φόρτωναν στα βαγόνια Εβραίους. Οπως λέει, «θυμάμαι τις σκηνές με φρίκη στην κάθε τους λεπτομέρεια». Ουδεμία αμφιβολία για το τι τους περίμενε αν επιβιβάζονταν στο τρένο για την Πολωνία τούς είχε μείνει με αυτά που έβλεπαν. Πώς μπορούσαν να το γλιτώσουν όμως;

«Στο ξενοδοχείο έρχονταν συχνά από την Κορυτσά δύο Αλβανοί έμποροι οι οποίοι πουλούσαν μεταξωτά υφάσματα και επέστρεφαν με άδειο το αυτοκίνητό τους. Ο Κώστας είχε πιάσει φιλίες μαζί τους και μια μέρα τούς εκμυστηρεύτηκε το πρόβλημά του. “Μην ανησυχείς, θα τους πάρουμε εμείς στην Αλβανία”, του είπαν.

»Πράγματι, την προηγουμένη της αναχώρησής τους ήρθε στο σπίτι όπου κρυβόμουν εγώ μόνη μου, γιατί οι γονείς μου ήταν σε άλλο κρησφύγετο, η αδελφή μου. Ξήλωσε το αστέρι από το πέτο μου και επιβιβαστήκαμε στο τραμ που διέσχιζε την Εγνατία και είχε λιγότερο κόσμο. Με μετέφερε στο ξενοδοχείο, με έβαλε σε ένα δωμάτιο και μου είπε “αν χτυπήσει ή ανοίξει κάποιος την πόρτα, να τρυπώσεις κάτω από το κρεβάτι”. Εν τω μεταξύ, ο γαμπρός μου ενημέρωσε τον ένα Γερμανό για το σχέδιο διαφυγής μας και μάλιστα του είπε ότι “έχω τη μικρή επάνω”. Ανέβηκαν τότε οι δυο τους στο δωμάτιο, εγώ κάτω από το κρεβάτι, οπότε σκύβει ο Γερμανός και με τραβάει. Πάγωσα. Κάθισε στο καναπεδάκι, με πήρε στα πόδια του, με χάιδεψε, μου έδωσε μια σοκολάτα και μου είπε: “Εχω κι εγώ μια κόρη σαν κι εσένα”.

»Με το που κατέβηκαν στο σαλόνι, του λέει ο Γερμανός: “Εγώ αύριο, την ώρα που θα ξεκινήσετε, θα φροντίσω να είμαι στον Βαρδάρη, ώστε αν συμβεί κάποιο απρόοπτο και μπορώ, να επέμβω”.

»Πράγματι, ο Κώστας πήγε νωρίς νωρίς στο σπίτι όπου κρύβονταν οι γονείς μου στον οικισμό της Αγίας Φωτεινής, πλάι στη σημερινή Διεθνή Εκθεση, τους παρέλαβε με ένα παϊτόνι και τους έφερε στο ξενοδοχείο. Ξεκινήσαμε αμέσως. Διασχίζουμε την Εγνατία και φθάνουμε στον Βαρδάρη. Εκεί τον είδα. Στεκόταν στη διασταύρωση με τη Μοναστηρίου όρθιος με τα χέρια πίσω, στη γωνία, και περνώντας μπροστά του το αυτοκίνητο, χαμογέλασε. Μας κούνησε το κεφάλι ωσάν να μας αποχαιρετούσε λέγοντάς μας “άντε πάτε στην ευχή τώρα”.

»Δεν θα την ξεχάσω όσο ζω αυτή την εικόνα. Ηταν ψηλός, ξανθός και είχα μάθει ότι τον έλεγαν Ντίτριχ. Συγκράτησα το όνομά του γιατί είχα στον νου μου τη Μάρλεν Ντίτριχ…».

Ο δρόμος προς τη σωτηρία είχε ανοίξει για την οικογένεια Κουνέ. Διέφυγαν στην Αλβανία, όπου κατάφεραν να ζήσουν κρυφά μέχρι το τέλος του 1944.

Ενα νεύμα του χερ Ντίτριχ μάς έστειλε στην ελευθερία-4
Η Φρίντα Ματαλών-Κουνέ μπροστά από το κτίριο όπου κάποτε βρισκόταν το ξενοδοχείο Κοσμοπολίτ. Η γνωριμία τού άλλοτε διευθυντή της μονάδας και γαμπρού της, Κωνσταντίνου Μέγα, με φιλοξενούμενους αξιωματικούς των ναζί αποδείχθηκε καθοριστική για τη σωτηρία της εβραϊκής οικογένειας. Φωτ. ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΧΗΡΑΣ

Στο σπίτι μας είχαν εγκατασταθεί δύο άγνωστοι

Επειτα από ένα περιπετειώδες ταξίδι επιστροφής που διήρκεσε δώδεκα μέρες, η Φρίντα και οι γονείς της επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη παραμονές Χριστουγέννων του 1944. Ιδέα δεν είχαν για την τύχη των άλλων Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Τι βρήκαν πίσω; «Στο σπίτι μας είχαν εγκατασταθεί δύο άγνωστοι τους οποίους είχαν βολέψει οι Γερμανοί. Ο ένας έφυγε μόνος του, τον άλλον τον αναγκάσαμε, μέσω ενός αντάρτη, να το κάνει. Εγώ, με το που φθάσαμε έτρεξα να βρω τις συμμαθήτριες και φίλες μου. Εβραία δεν είχε επιζήσει καμία! Οταν ήρθε από το Αουσβιτς ο πρώτος επιζήσας και άρχισε να εξιστορεί όσα βίωσε, κανείς δεν τον πίστεψε: “Πάει ο φουκαράς, σάλεψαν τα λογικά του”, έλεγαν όλοι».

Το έφερε έτσι η ζωή ώστε η σημερινή κατοικία της Ματαλών να βρίσκεται σ’ ένα από τα γκέτο της Κατοχής, αυτό του Φαλήρου.

Κράτησα για το τέλος της κουβέντας την εύλογη ερώτηση που αναδύεται από την αφήγηση: «Για ποιο λόγο πιστεύετε ότι οι δύο ναζί που ήρθαν για να σας ξεκάνουν έγιναν σωτήρες σας;». «Ποτέ δεν βρήκα την απάντηση σε αυτό, παρότι ακόμη το σκέφτομαι. Η μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω είναι ότι το έκαναν χάριν της φιλίας που είχαν αναπτύξει με τον γαμπρό μου και την αδελφή μου. Αλλιώς δεν μπορώ να το εξηγήσω», απάντησε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή