Η ανθρωπογεωγραφία των μπουζουκιών: Ηλεκτρονικό τσιγάρο και «παραγγελιές» στο TikTok
η-ανθρωπογεωγραφία-των-μπουζουκιών-η-562972225

Η ανθρωπογεωγραφία των μπουζουκιών: Ηλεκτρονικό τσιγάρο και «παραγγελιές» στο TikTok

«Κάποτε έσπαγαν μπουκάλια ουίσκι στα πόδια των τραγουδιστριών, τώρα πετάνε ηλεκτρονικά τσιγάρα σε πλαστικά πανέρια», σχολιάζει στην «Κ» θαμώνας

Φωτογραφία: ΙΝΤΙΜΕ / ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΖΑΜΑΡΟΣ
Ακούστε το άρθρο

Κεντρική σκηνή της πόλης, ώρα αιχμής για τον κόσμο των μπουζουκιών. Το αλκοόλ ρέει άφθονο και η επίδρασή του είναι έκδηλη στα πρόσωπα και στις ασταθείς χορογραφίες των θαμώνων. Στην πίστα η τραγουδίστρια ερμηνεύει μια επιτυχία της ανεπηρέαστη από το γεγονός ότι μετά βίας διακρίνεται μέσα από το «βουνό» λουλουδιών που την έχει κατακλύσει. Μόλις ξεκινάει το ρεφρέν, εκκινεί μια νέα συντονισμένη «αντεπίθεση» λουλουδιών. Ανάμεσα στα πλαστικά πανέρια εκτοξεύεται –μάλλον κατά λάθος– προς την τραγουδίστρια ένα… ηλεκτρονικό τσιγάρο.

«Κάποτε έσπαγαν μπουκάλια ουίσκι στα πόδια των τραγουδιστριών και έτρεχαν στο νοσοκομείο, τώρα πετάνε ηλεκτρονικά τσιγάρα σε πλαστικά πανέρια», σχολιάζει περιπαικτικά στην «Κ» θαμώνας των μπουζουκιών. Πράγματι, αυτό το ατυχές για την τραγουδίστρια περιστατικό αποκρυσταλλώνει εύγλωττα τη μετεξέλιξη του κόσμου της «νύχτας» εν έτει 2024. Ο παραμορφωτικός καπνός του τσιγάρου που αναμειγνυόταν με την οσμή του αλκοόλ έχει δώσει τη θέση του στο εξευγενισμένο ηλεκτρονικό και οι «ζημιές» που «παρέμεναν κοινό μυστικό των μυστών του διονυσιακού τελετουργικού της νύχτας», σε μικροατυχήματα που γίνονται αυτοστιγμεί viral στο TikTok και το Instagram.

Λίγες μέρες πριν από την ολοκλήρωση της φετινής χειμερινής σεζόν, η «Κ» αποπειράται να ακτινογραφήσει αυτήν ακριβώς τη σύγχρονη ανθρωπογεωγραφία των μπουζουκιών: τους νέους και τους παλιούς πρωταγωνιστές της, τη σύνδεσή τους (ή όχι) με το λαϊκό τραγούδι, τις συνήθειες, τα ήθη και την αισθητική τους.

Η ανθρωπογεωγραφία των μπουζουκιών: Ηλεκτρονικό τσιγάρο και «παραγγελιές» στο TikTok-1
Με αποκορύφωμα τις δεκαετίες του 1980 και 1990, το μπουζούκι και το λαϊκό τραγούδι βγήκαν από το περιθώριο, εξευγενίστηκαν και πέρασαν σε μια πιο «γλεντζέδικη κατάσταση». Φωτογραφία: ΙΝΤΙΜΕ / ΒΗΧΟΣ ΝΙΚΟΣ

Λουλούδια, επίδειξη και TikTok

Ο Βαγγέλης Κοχύλης, νέος επαγγελματίας μουσικός, μπουζουκτσής, μιλώντας στην «Κ» σκιαγραφεί την εικόνα του κοινού στα σημερινά νυχτερινά κέντρα, τους νέους ανθρώπους που φορούν ακριβές μάρκες και που επιλέγουν να καταγράφουν συστηματικά τα τεκταινόμενα της βραδιάς τους με το κινητό στο χέρι. Εκτός από το αλκοόλ, οι ουσίες διαδραματίζουν ξεχωριστό ρόλο σε αυτή τη διασκέδαση, όπως και η επίδειξη πλούτου.

«Οι μεγάλες σπατάλες, οι υπερβολές με τα εκατοντάδες πανέρια δεν αποτελούν μια πράξη επίδειξης ενός θαμώνα στους μουσικούς ή στον καλλιτέχνη. Αποτελούν μια πράξη επίδειξης στην ίδια την παρέα του», σχολιάζει χαρακτηριστικά. Το «έθιμο» του «λουλουδοπολέμου» κάπως έτσι μεταλλάσσεται σε μια χειρονομία αυτονομημένη από τη «μυσταγωγία» της μουσικής, του στίχου και του τραγουδιού. Γίνεται ένα εργαλείο για την ανάδειξη πλουτισμού το οποίο καθιστά ντεκόρ επίδειξης όχι μόνο την ορχήστρα και τους μουσικούς, αλλά ακόμη και τη «φίρμα» του μαγαζιού.

Στο οδοιπορικό της «Κ» στη νυχτερινή Αθήνα παρατηρεί κανείς στημένα σόου από εμπορικούς ή λιγότερο γνωστούς influencers ή κοσμικούς. Γύρω από αυτά τα πρόσωπα, το φλας του κινητού κάποιου συνεργάτη φωτίζει και απαθανατίζει τον εκάστοτε σελέμπριτι να ακκίζεται. Ενδεχομένως, πίσω από αυτή την καλοσκηνοθετημένη καταγραφή της διασκέδασής τους να κρύβεται η διαφημιστική καμπάνια προώθησης ενός προϊόντος. Αυτή είναι η λαμέ, γεμάτη φίλτρα άλλη πλευρά ενός χώρου που διαχρονικά έχει ταυτιστεί με καπνούς, «θολούρα» και περιθώριο, θα έλεγε κανείς. Μερικά τραπέζια μακριά, ο φοιτητόκοσμος που έχει μαζευτεί στο μαγαζί συνωστίζεται και πασχίζει να δει τον τραγουδιστή που είναι στην πίστα. 

Οπως εξηγεί ο Βαγγέλης, ιστορικά και με αποκορύφωμα τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, το μπουζούκι και το λαϊκό τραγούδι βγήκαν από το περιθώριο, εξευγενίστηκαν και μετήλθαν σε μια πιο «γλεντζέδικη κατάσταση», συνυφασμένη με την αφθονία της εποχής. Αυτό άλλαξε και τον τρόπο παιξίματος. «Ακόμη και το τσιφτετέλι έχει σημασία πώς θα το παίξεις και τι συναισθήματα θα γεννήσεις», εξηγεί.

Οι κώδικες που αναπτύχθηκαν στην «εποχή του νεοπλουτισμού» των 90s και των 00s μοιάζουν να επιβιώνουν στη νύχτα, ακόμη και μετά την οικονομική κρίση, τα μνημόνια και φυσικά την πανδημία που κλόνισαν τον κλάδο, αλλά και το «ελληνικό όνειρο» της ατέλειωτης ευμάρειας και του δίχως τέλος υπερκαταναλωτισμού. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενδεχομένως να έχουν υποκαταστήσει αυτό το υπαρκτό οικονομικό κενό του κοινού. Η δύναμη της λάιβ αναμετάδοσης της εμπειρίας των μπουζουκιών γίνεται το «όπλο» εκείνο με το οποίο, ειδικά οι νεότεροι, μετέχουν στο «τελετουργικό». Πλέον δεν μετράνε τα σπασμένα πιάτα και οι «παραγγελιές», αλλά τα λάικ στο TikTok και στο Instagram

Η ανθρωπογεωγραφία των μπουζουκιών: Ηλεκτρονικό τσιγάρο και «παραγγελιές» στο TikTok-2
«Ακόμη και το τσιφτετέλι έχει σημασία πώς θα το παίξεις και τι συναισθήματα θα γεννήσεις», εξηγεί ο μπουζουκτσής Βαγγέλης Κοχύλης. Φωτό αρχείου: ΙΝΤΙΜΕ / ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΖΑΜΑΡΟΣ

«Η καψούρα είναι λαϊκό συναίσθημα»

Ο κύριος Μιχάλης, ο οποίος έχει εργαστεί στις χρυσές δεκαετίες της πίστας σε πολλά πόστα νυχτερινών κέντρων, πάντως υποστηρίζει ότι η γοητεία των παλαιών μπουζουκιών παραμένει σε κάποιο βαθμό ζωντανή. Οπως λέει στην «Κ» στα «καλά μπουζούκια» δημιουργείται μια «διονυσιακή συνθήκη» σύνδεσης του κόσμου με το τραγούδι, ακόμη και με τον ίδιο τον τραγουδιστή. «Τα μπουζούκια αποτελούν μια τελετή υπέρβασης της κανονικής ροής του χρόνου. Είναι ένα ερωτικό “μυστήριο” πόνου και “καψούρας”. Μια μοναδική στιγμή όπου ο πόνος του τραγουδιστή ταυτίζεται με τον πόνο αυτού που βρίσκεται από κάτω και τον ακούει και μπορεί έστω κι έτσι, με το “κεφάλι” του ποτού, να ερωτευτεί», λέει.

Αντίστοιχα, ο Βαγγέλης Κοχύλης, παρά το γεγονός ότι θεωρεί εν πολλοίς διαστρεβλωμένη τη σχέση της πίστας με το λαϊκό τραγούδι, δεν παραλείπει να σχολιάσει ότι ακόμη και στα πιο εμπορικά προγράμματα, το κλασικό ρεπερτόριο δεν παραλείπεται. «Ο κόσμος κατανοεί αυτά τα τραγούδια, η καψούρα άλλωστε είναι ένα λαϊκό συναίσθημα. Γι’ αυτό το τραγούδι επιστρέφει στην περιγραφή του πόνου, της ξενιτιάς, της μάνας, της γυναίκας», επισημαίνει.

Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει πως η νύχτα δεν έχει μετασχηματιστεί με το πέρασμα του χρόνου. Οπως λέει στην «Κ» πρόσωπο που ασχολείται με τις κρατήσεις σε νυχτερινά μαγαζιά, τα μπουζούκια εδώ και χρόνια έχουν «χρωματιστεί» με πιο ποπ χαρακτηριστικά, τόσο στην αισθητική όσο και στο περιεχόμενο. Αντίστοιχα, υπάρχει πλουραλισμός και στους τιμοκαταλόγους. Τα μπουζούκια, τουλάχιστον στις μεγάλες πίστες, δεν έχουν «ταξική συνείδηση», αλλά αφορούν τους πάντες. Από τα πιο βαριά πορτοφόλια μέχρι φοιτητές. Η ταξική τομή, ίσως, να ξεδιπλώνεται στη χωροταξία. Το «πρώτο τραπέζι πίστα», άλλωστε, κοστίζει πάντα παραπάνω.

Η ανθρωπογεωγραφία των μπουζουκιών: Ηλεκτρονικό τσιγάρο και «παραγγελιές» στο TikTok-3
Η αύρα των «παλιών» μπουζουκιών διατηρείται περισσότερο σε μικρότερα μαγαζιά της επαρχίας. Φωτ.: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Π. ΜΑΚΡΙΔΗΣ – Στιγμιότυπο από συναυλία που είχε δώσει ο Βασίλης Καρράς στην Κορυτσά για το ορφανοτροφείο της πόλης.

Ουίσκι, τσιγάρο και (αυτο)καταστροφή

Η αύρα των «παλιών» μπουζουκιών διατηρείται περισσότερο σε μικρότερα μαγαζιά της επαρχίας. Το «φέρτε όσα πιάτα υπάρχουν να τα σπάσουν εδώ στην πίστα, να μην αφήσουμε ούτε ένα» που έλεγε ο Γιώργος Αρμένης στο «Ολα είναι δρόμος» του Παντελή Βούλγαρη δεν υπάρχει πια με την ίδια ένταση και τραχύτητα, αλλά στις πίστες της επαρχίας, όπως επιβεβαιώνει ο κ. Μιχάλης, συναντάς εκείνη την «παραισθητική μυρωδιά ουίσκι και τσιγάρου».

Ολα είναι πιο γνήσια και ακατέργαστα, άρα πιο έντονα και πιο ειλικρινή. Για αυτόν τον λόγο, τα μπουζούκια της επαρχίας είναι τελικά και πιο ασφαλή, ειδικά για τις γυναίκες τραγουδίστριες, σημειώνει. «Οι άνδρες έχουν αλλάξει και έχουν ηρεμήσει με το πέρασμα του χρόνου», σχολιάζει ακολούθως για ένα θέμα που παραμένει θολό· τη συμπεριφορά του ανδρικού κοινού προς τις γυναίκες.

Σε αυτές τις εστίες αισθάνεται κανείς αυτό που αποκαλείται «σκυλάδικο»: τις ημιπαραβατικές φιγούρες, τις δημόσιες σχέσεις αυτό που λεγόταν «κονσομασιόν», τους τοπικούς παράγοντες που όταν εμφανίζονται αυτομάτως ένα «πρώτο τραπέζι» αδειάζει με φροντίδα του μετρ, αλλά και τους πονεμένους και τους «καψούρηδες». Αυτούς που βρίσκουν τον εαυτό του στις μελωδίες της νύχτας. Τον κόσμο που ακροβατεί μεταξύ του πόνου και της λύτρωσης, σε έναν «χορό» (αυτο)καταστροφής που διαρκεί έστω για αυτή τη νύχτα που μένει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή