Από το χουντικό κιτς στον φραπέ της Σάττι

Από το χουντικό κιτς στον φραπέ της Σάττι

Το 1975, μόλις ένα χρόνο μετά την πτώση του καθεστώτος των συνταγματαρχών, θα κυκλοφορούσε η ταινία του Νίκου Κούνδουρου «Τα τραγούδια της φωτιάς»

4' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το 1975, μόλις ένα χρόνο μετά την πτώση του καθεστώτος των συνταγματαρχών, θα κυκλοφορούσε η ταινία του Νίκου Κούνδουρου «Τα τραγούδια της φωτιάς». Η ταινία αποτύπωνε με συγκλονιστικό τρόπο τις μεγάλες συναυλίες που έγιναν στα στάδια τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του ’74 για την Κύπρο, τη χαίνουσα/αιμορραγούσα πληγή της εποχής, σε μια στιγμή που παρέμενε ακόμη ασαφές κατά πόσον η χώρα θα εμπλεκόταν σε μια πολεμική σύρραξη με την Τουρκία ή όχι. Η ευφορία των θεατών για το αναπάντεχο δώρο της δημοκρατίας, αλλά και η οργή τους για το κυπριακό δράμα, είναι εμφανής. Το πρώτο πράγμα όμως που ακούμε στην ταινία, πριν από τη φωνή της Μελίνας και του Θεοδωράκη που μόλις είχαν επιστρέψει από το Παρίσι, είναι αυτή της Μαρίας Δαμανάκη, πασίγνωστη από τον πομπό του Πολυτεχνείου, να καλεί τον κόσμο να συμμετάσχει σε μια πορεία τις μέρες της πρώτης επετείου της φοιτητικής εξέγερσης: «Λαέ της Αθήνας, αγωνιστήκαμε κι αγωνιζόμαστε για μια αδέσμευτη και ανεξάρτητη πατρίδα». Το αφήγημα της παλλαϊκής αντίστασης απέναντι στη χούντα θα συγκροτούνταν ήδη από τότε γύρω από το Πολυτεχνείο, καταστατικό μύθο και εξεγερσιακό κανόνα της μεταπολιτευτικής ελληνικής δημοκρατίας.

Μερικά χρόνια μετά, το 1982, λίγο μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, προβλήθηκε από τη δημόσια τηλεόραση το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ δανικής παραγωγής «Ο γιος του γείτονά σου», που περιγράφει την εκπαίδευση των βασανιστών του ΕΑΤ-ΕΣΑ κατά την περίοδο της χουντικής επταετίας. Η ταινία, βασισμένη στη συγκλονιστική έρευνα της κοινωνικής ψυχολόγου Μίκας Χαρίτου-Φατούρου, έκανε μεγάλη αίσθηση γιατί αναδείκνυε την ιδέα της κοινοτοπίας του κακού, κυρίως επειδή πολλοί από τους πλέον σαδιστές εσατζήδες έφεραν αθώες, καθημερινές όψεις «παιδιών της διπλανής πόρτας», ενώ κάποιοι από αυτούς έμοιαζαν (πλέον) με ανέμελους χίπηδες, με μακριά μαλλιά και γένια. Ηταν η εποχή που ακόμα απασχολούσε πολύ έντονα το ζήτημα της βίας του καθεστώτος, με τα θύματα βασανισμού να προκαλούν μεγάλη συγκίνηση και τα δερματόδετα πρακτικά των δικών των βασανιστών να φιγουράρουν στις βιβλιοθήκες των σαλονιών. Κι ενώ οι λεπτομέρειες για τη συστηματική βία του καθεστώτος σόκαραν ακόμα, η ταινία έδινε κάποιες απαντήσεις ψυχολογικού τύπου για το πώς ένα καθεστώς «φτιάχνει» τους βασανιστές που θα το υπηρετήσουν.

Μόλις δύο χρόνια μετά, το 1984, στην επέτειο των δέκα χρόνων από την πτώση της δικτατορίας, το περιοδικό «Αντί» και «οι φίλοι του» εξέδωσαν έναν τόμο που έμελλε να μείνει συλλεκτικός για τον αιχμηρό του σχολιασμό –λεκτικό και οπτικό– σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν και τις κληρονομιές του. Ο τόμος δεν αναφερόταν ούτε στη σκληρή καταπίεση, ούτε στη μεγαλειώδη αντίσταση, ούτε στην Κύπρο. Μέσω μιας σειράς δοκιμίων και ενός πλήθους φωτογραφικού υλικού αναδείκνυε ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της αισθητικής του απριλιανού καθεστώτος: το κιτς. Τσάμικα σε στρατόπεδα το Πάσχα, Εορτές Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων στο στάδιο με φουστανέλες και χλαμύδες, Ολυμπιάδες Τραγουδιού με υπερμεγέθεις χρυσές άρπες, και φοίνικες με ξιφολόγχες να κοσμούν από δημόσια κτίρια μέχρι σπιρτόκουτα. Ο τόμος όμως προχωράει πέρα από αυτό κοιτώντας τις ρεκλάμες, τις πινακίδες, τις προσόψεις και τα αγάλματα των άθλιων πόλεων και της ασυνάρτητης ελληνικής επαρχίας. «Κάτι το ωραίον», όπως ειρωνικά έλεγε ο τίτλος.

Τσάμικα σε στρατόπεδα, Εορτές Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων, Ολυμπιάδες Τραγουδιού με υπερμεγέθεις χρυσές άρπες, και φοίνικες με ξιφολόγχες να κοσμούν από δημόσια κτίρια μέχρι σπιρτόκουτα.

Κύπρος, Πολυτεχνείο, βασανιστήρια, κιτς: τι θυμόμαστε πλέον, πενήντα χρόνια μετά, από όλα αυτά; Η χούντα έπεσε εξαιτίας της Κύπρου και είναι σαφές πως η ελληνική δημοκρατία οικοδομήθηκε πάνω σε μια τραγωδία· γι’ αυτό άλλωστε είναι και τόσο γλυκόπικρη η επέτειος της πτώσης του καθεστώτος, που ουδέποτε γιορτάστηκε με τυμπανοκρουσίες, όπως για παράδειγμα η πορτογαλική επανάσταση, τα 50χρονα της οποίας γιορτάζονται μεγαλοπρεπώς αυτές τις μέρες. Ομως, παρά την επιτυχία της πρόσφατης σειράς του Mega «Famagusta», αν αυτή η ιστορία ακόμα συγκινεί κάποιους, σίγουρα δεν μας καίει με την ένταση που το έκανε εκείνη την εποχή· καλώς ή κακώς η Κύπρος δεν «πουλάει» σήμερα όπως κάποτε, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης. Το Πολυτεχνείο, από την άλλη, συνεχίζει να εμπνέει – αλλά όχι όσο παλιά, ενώ φθίνει ολοταχώς η καθολική αποδοχή του από ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Αντί να σηματοδοτεί αυτό που κατόρθωσε –ένα καίριο πλήγμα στο καθεστώς και στην ψευδεπίγραφη φιλελευθεροποίησή του–, πλέον γίνεται αντιληπτό μέσα από τις τροχιές και τις πορείες μεμονωμένων μονάδων που συμμετείχαν σε αυτό, ειδικά αυτών που πέτυχαν επαγγελματικά ή ανέλαβαν πολιτικές θέσεις. Ούτε όμως και τα βασανιστήρια συνταράσσουν όπως κάποτε – εν μέρει επειδή συγκλονιστικοί μάρτυρες, όπως η Κίττυ Αρσένη και ο Περικλής Κοροβέσης, έχουν πλέον φύγει από τη ζωή.

Μας μένει λοιπόν ατόφιο το κιτς – μια υπόμνηση της καθημερινής χυδαιότητας του καθεστώτος. Και είναι αυτή η καθημερινή ζωή στην επταετία που είναι ίσως το πιο κοντινό κομμάτι σε εμάς, μέσα από αισθητικές και εικόνες που συνεχίζουν να αποτελούν κομμάτι της καθημερινότητάς μας πενήντα χρόνια μετά. Στην επιτυχημένη σειρά της δημόσιας τηλεόρασης «Τα καλύτερά μας χρόνια», που προσπάθησε να σπάσει την αναπαράσταση της δικτατορίας μέσα από το σκληρό δίπολο «καταπίεση – αντίσταση», η ιδέα είναι πως στην καθημερινότητα η χούντα δεν βιωνόταν αναγκαστικά ως ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, αλλά ως μια περίπλοκη και σύνθετη πραγματικότητα που ενείχε και στιγμές οικογενειακής χαλάρωσης και γέλιου, παρέας και έρωτα, και φυσικά κατανάλωσης. Ομως η σειρά αναφέρεται προγραμματικά στα «πιο νοσταλγικά, τα πιο αθώα και τρυφερά μας χρόνια» – πράγμα εξόχως προβληματικό. Γιατί, όπως υπονοούσε προφητικά ο τόμος του «Αντί», η αισθητική του νεοέλληνα, από τη χρυσή καδένα έως τα μπουζούκια και από την πλαστική καρέκλα έως τον μισοτελειωμένο φραπέ, που θα ‘λεγε σήμερα και η Μαρίνα Σάττι, εν μέρει σμιλεύτηκε στα «καλύτερά μας χρόνια» της εθνοσωτηρίου και της μακράς δεκαετίας του ’60.

Ο κ. Κωστής Κορνέτης είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή