Η μονομαχία που δεν έγινε το 1916

Η μονομαχία που δεν έγινε το 1916

Καθώς θυμόμαστε αυτόν τον καιρό τη Μικρασιατική Καταστροφή και την επακόλουθη εκτέλεση των Eξι που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι, αξίζει να αναφερθεί μια παλαιότερη και σχεδόν άγνωστη ιστορία, με πρωταγωνιστή έναν από αυτούς: τον Νικόλαο Στράτο

9' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Καθώς θυμόμαστε αυτόν τον καιρό τη Μικρασιατική Καταστροφή και την επακόλουθη εκτέλεση των Eξι που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι, αξίζει να αναφερθεί μια παλαιότερη και σχεδόν άγνωστη ιστορία, με πρωταγωνιστή έναν από αυτούς: τον Νικόλαο Στράτο.

Oποιος είχε την τύχη να διαβάσει τους «Τρεις Σωματοφύλακες», γνωρίζει ότι την εποχή του ντ’ Αρτανιάν η μονομαχία αφορούσε μόνο τους ευγενείς. Ωστόσο, τον 19ο αιώνα τη συνήθιζαν πλέον όχι μόνο γενικά οι αξιωματικοί, ασχέτως καταγωγής, αλλά και οι αστοί. Μονομαχίες για λόγους τιμής, είτε στρατιωτικής, είτε… συζυγικής, δεν ήσαν σπάνιες.

Είναι όμως παράδοξο ότι υιοθέτησαν τη μονομαχία ως τρόπο λύσης διαφορών ακόμη και πολιτικοί. Στη δική τους περίπτωση, οι διαφορές δεν μπορούσαν βέβαια να θεωρηθούν «ιδιωτικές». Το πιο γνωστό παράδειγμα υπήρξε ο θάνατος του Alexander Hamilton το 1804 σε μονομαχία με τον Aaron Burr, που είχε κοσμοϊστορικές απώτερες συνέπειες, αφού επηρέασε την εξέλιξη των ΗΠΑ. Στην Ευρώπη, ο Μπίσμαρκ μονομαχούσε ως τυπικός Πρώσος ευγενής (Junker). Αλλά μονομαχούσε στη Γαλλία και ο δημοκρατικότατος Κλεμανσώ, που προτιμούσε το ξίφος. Γι’ αυτό και συνέχιζε την ξιφασκία μέχρι τα βαθιά γεράματα… Μολονότι η μονομαχία ήταν παράνομη, ανάλογα ίσχυαν και για Eλληνες πολιτικούς στις αρχές του 20ού αιώνα, όπως δείχνει η περίπτωση του Νικολάου Στράτου και μερικών άλλων.

Στις 13 Μαΐου 1916 (π.η.) παραδόθηκε από τη βασιλική κυβέρνηση του Στέφανου Σκουλούδη το οχυρό Ρούπελ στους Γερμανοβουλγάρους (προκαλώντας σφοδρές αντιδράσεις και αντίμετρα εκ μέρους της Αντάντ). Πέρασαν δέκα ολόκληρες μέρες (!) μέχρι να συνεδριάσει και να ενημερωθεί σχετικά η μονόπλευρη Βουλή, που είχε εκλεγεί τον Δεκέμβριο του 1915 με αποχή των Φιλελευθέρων. Oταν επιτέλους συνεδρίασε η Βουλή, διαμαρτυρήθηκαν έντονα Μακεδόνες Αντιβενιζελικοί βουλευτές, όπως ο Γεώργιος Μπούσιος και ο Iων Δραγούμης, που είπε χαρακτηριστικά ότι παραδόθηκε το Ρούπελ «ενώ εχύθη αίμα διά την κατοχήν του».

Η μονομαχία που δεν έγινε το 1916-1
Δίκη των Εξι. Αριστερά ο Ν. Στράτος, όρθιος ο Π. Πρωτοπαπαδάκης ο οποίος συμμετείχε στο «συμβούλιο τιμής» των Αντιβενιζελικών. [ΕΛΙΑ]

Την υπεράσπιση της κυβέρνησης Σκουλούδη ανέλαβε αυτόκλητος ο Νικόλαος Στράτος, που ούτε καν μετείχε σ’ αυτήν. Για να μεταθέσει τη συζήτηση από την παράδοση του Ρούπελ, εξαπέλυσε επίθεση ασυγκράτητης εμπάθειας εναντίον του Βενιζέλου! Ισχυρίστηκε ότι ο Βενιζέλος «το παν έπραξε ίνα αυξήση την Βουλγαρίαν και την καταστήση μεγάλην». Εκανε την όψιμη «αποκάλυψη» ότι ο Βενιζέλος το 1912 (όταν ο Στράτος ήταν υπουργός του) δεν ήθελε τάχα την κατάληψη της Χίου και της Λέσβου, που έγινε μόνο με «παραγγελία» (;) του Γάλλου πολιτικού Κλεμανσώ (τότε απλού γερουσιαστή). Και ότι τώρα ο Βενιζέλος «τα πάντα παρερμηνεύει, ίνα προκαλέση την δυσμένειαν της Αντάντ προς την Ελλάδα». Τον ρώτησε τότε ο φανατικός Αντιβενιζελικός βουλευτής Χρήστος Μητσόπουλος: «Ο διαπράττων τόσα εγκλήματα δεν δύναται να καταδιωχθή;». Αποκρίθηκε ο ετοιμόλογος, αλλά αμετροεπής Στράτος: «Μου ευρίσκετε εσείς έναν Εισαγγελέα;». Και κατέληξε ότι «το Εθνος θα υποστή τον σταυρόν του μαρτυρίου μετά των κυβερνητών αυτού και του Βασιλέως του», αλλά θα έπρεπε να στηθεί και ένας άλλος σταυρός: «ο σταυρός του υπαιτίου».

Αυτά βρήκε να πει ο Στράτος μετά την παράδοση του Ρούπελ. Οταν ρώτησαν τον Βενιζέλο αν είχε να πει κάτι για όσα ξεστόμισε ο Στράτος στη Βουλή, απάντησε: «Ουδέν έχω να απαντήσω. Εξεστι Κλαζομενίοις…» (εφ. ΠΑΤΡΙΣ, 25.5.1916). Παρέλειψε τη λέξη «ασχημονείν», που υπονοείται. «Εξεστι Κλαζομενίοις ασχημονείν» είναι παροιμιώδης έκφραση από την αρχαιότητα και σημαίνει ότι συνηθίζουν οι Κλαζομένιοι να διαπράττουν απρέπειες. Χρησιμοποιείται για όποιον διακρίνεται για την απρεπή συμπεριφορά του.

Από αυτό αρπάχτηκε αμέσως ο Στράτος. Το θεώρησε προσβολή της τιμής του και ζήτησε «ικανοποίηση» από τον Βενιζέλο, δηλαδή μονομαχία. Διάλεξε μάλιστα και του έστειλε ως «μάρτυρες» δύο από τους εμπαθέστερους και βιαιότερους Αντιβενιζελικούς βουλευτές: τον Σπυρίδωνα Στάη (Αργολιδοκορινθίας) και τον Κωνσταντίνο Α. Κουμουνδούρο (Μεσσηνίας).

Για τη βιαιότητα του Στάη αρκεί εδώ να σημειωθεί ότι, στην ίδια συνεδρίαση της Βουλής στην οποία μίλησε ο Στράτος, ο Στάης σήκωσε τη μαγκούρα του να κτυπήσει Αντιβενιζελικό βουλευτή της Θεσσαλονίκης με τον οποίο διαπληκτίστηκε. Ο Κουμουνδούρος (γιος του άλλοτε πρωθυπουργού και πρώην στρατιωτικός) ήταν εκείνος που το 1920 θα ξέσκιζε επιδεικτικά τον χάρτη της Ελλάδας «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», προκαλώντας ενθουσιασμό στους ψηφοφόρους του.

Από τον Βενιζέλο δεν έλειψε ποτέ το θάρρος. Το έδειξε και στην τελευταία αγριότατη δολοφονική απόπειρα εναντίον του το 1933. Ασφαλώς, όμως, το 1916 δεν ήταν διατεθειμένος να ριψοκινδυνέψει τη ζωή του και την πολιτική του με τόσο γελοίο τρόπο. Από την άλλη πλευρά, δεν ήθελε να φανεί υποδεέστερος στους «αριστοκρατικούς» κύκλους των παλαιοκομματικών «τζακιών», που εξαρχής τον περιφρονούσαν «ταξικά», σαν τυχάρπαστο και φτωχό επαρχιώτη δικηγοράκο. Βρέθηκε έτσι σε πολύ δύσκολη θέση.

Από τη δύσκολη θέση τον έβγαλε ο Παντελής Καρασεβδάς, οπαδός και βουλευτής του τα προηγούμενα χρόνια. Τον ενημέρωσε λοιπόν ότι αυτός είχε κάποτε προσβάλει τον Στράτο το 1911-12. Μπροστά σε πολλούς μάρτυρες, βουλευτές και αξιωματικούς, τον είχε αποκαλέσει «φαύλο» και «άτιμο» και τον είχε χαστουκίσει. Αλλά ο Στράτος ούτε του ζήτησε ούτε έλαβε «ικανοποίηση». Κατά συνέπεια, ήταν πλέον ανάξιος να ζητάει εφεξής «ικανοποίηση διά των όπλων», σύμφωνα με τον «κώδικα τιμής» που διείπε τις μονομαχίες. Ο Βενιζέλος επικαλέστηκε το επεισόδιο αυτό ως επαρκή λόγο για να αρνηθεί την πρόκληση.

Ωστόσο, ο Στράτος διέψευσε ότι έγινε ποτέ αυτό το επεισόδιο! Μοιάζει πράγματι περίεργο ότι κανείς δεν επιβεβαίωσε την αφήγηση του Καρασεβδά. Ούτε αυτός επικαλέστηκε ονομαστικά συγκεκριμένους αυτόπτες μάρτυρες. Εκτός από την προθυμία του να εξυπηρετήσει τον αρχηγό του, έπαιξε ασφαλώς ρόλο και το γεγονός ότι ο Καρασεβδάς ήταν τοπικός αντίπαλος του Στράτου στην Αιτωλοακαρνανία.

Πάντως, έστω επινοημένη, η αφήγηση του Καρασεβδά αρκούσε ως πρόσχημα για τον Βενιζέλο.

Ο Αντιβενιζελικός πολιτικός Νικόλαος Στράτος θεώρησε προσβολή της τιμής του μια δήλωση του Ελευθερίου Βενιζέλου και ζήτησε «ικανοποίηση».

Μάταια επέμειναν οι δύο μάρτυρες του Στράτου ότι αυτός είχε μονομαχήσει με τον Περικλή Καραπάνο τον Νοέμβριο του 1915 και ότι είχε χρηματίσει υπουργός του Βενιζέλου το 1912-13, δηλαδή μετά το επεισόδιο. Υστερα οι Αντιβενιζελικοί προχώρησαν στη σύσταση «συμβουλίου τιμής» που βρήκε αδικαιολόγητη την άρνηση του Βενιζέλου. Συμμετείχαν μερικοί από τους φανατικότερους εχθρούς του: ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης (ένας από τους Εξι), ο Κωνσταντίνος Εσλιν (πρόεδρος της Βουλής το 1910), οι βουλευτές Ιωάννης Κωνσταντινίδης και Θεόδωρος Λυμπρίτης, καθώς και ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Κωνσταντινόπουλος.

Από την πλευρά του, ο Βενιζέλος προχώρησε στη σύσταση δικού του «συμβουλίου τιμής» αποκλειστικά από στρατιωτικούς, που θεωρήθηκαν προφανώς ειδικότεροι, με πρόεδρο τον αντιστράτηγο Παναγιώτη Δαγκλή. Οι άλλοι ήσαν: ο υποστράτηγος Λεωνίδας Λαπαθιώτης, οι πλοίαρχοι Αθανάσιος Μιαούλης και Γεώργιος Κακουλίδης και ο αντιπλοίαρχος Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος. Αφού συμβουλεύτηκαν σχετικό γαλλικό σύγγραμμα, κατέληξαν ομόφωνα στο συμπέρασμα ότι «ο υποστάς προσβολήν και μάλιστα του βαρυτέρου βαθμού και μη ζητήσας ικανοποίησιν διά των όπλων, δεν δύναται εφεξής να ζητήση άλλην τοιαύτην». Κατά συνέπεια, ο Βενιζέλος «καλώς ενήργησε μη παρασχών προσωπικήν ικανοποίησιν, ουδ’ είναι κατά την γνώμην μας επιτετραμμένον να δώση τοιαύτην και πρέπει να θεωρήση το εν λόγω επεισόδιον λήξαν». Ετσι, στις 5 Ιουνίου ο Βενιζέλος έστειλε στους μάρτυρες του Στράτου τη γνωμάτευση αυτή, δηλώνοντας ότι θεωρεί την υπόθεση «οριστικώς λήξασαν» και ότι δεν πρόκειται πλέον να απαντήσει σε άλλο διάβημα.

Η μονομαχία που δεν έγινε το 1916-2
Ο Σπυρίδων Στάης, από τους βιαιότερους Αντιβενιζελικούς βουλευτές, ήταν ένας από τους «μάρτυρες» του Ν. Στράτου για τη μονομαχία. Φωτ. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ

Μολονότι τυπικά «ιδιωτική», αυτή η υπόθεση δεν έμεινε μυστική. Εγραψαν γι’ αυτήν οι εφημερίδες, αλλά στα «ψιλά», όπως έγραφαν και για άλλα «επεισόδια» και «ζητήματα τιμής» μεταξύ αξιωματικών.

Τι συμπέρασμα βγαίνει από αυτή την περίεργη υπόθεση; Η σύνθεση των μαρτύρων και του συμβουλίου τιμής που επέλεξε ο Στράτος δείχνει ότι η υπόθεση κάθε άλλο παρά «προσωπική» του μπορεί να θεωρηθεί. Πρόκειται για κορυφαίους Αντιβενιζελικούς, μερικοί από τους οποίους, όπως ο Εσλιν και ο Κωνσταντινόπουλος, ήσαν έτοιμοι λίγο αργότερα να ασκήσουν ωμή βία εναντίον πολιτικών αντιπάλων…

Ποιος ήταν λοιπόν ο σκοπός τους; Να εξευτελιστεί ο Βενιζέλος αν αρνιόταν να μονομαχήσει «σαν τζέντλεμαν»; Να τραυματιστεί αν δεχόταν να μονομαχήσει; Ή μήπως και να σκοτωθεί; Με πιστόλια, ένα απευκταίο «ατύχημα» μπορούσε πάντοτε να συμβεί. Σε ένα τέτοιο «ατύχημα», το 1904, ο Στάης (τότε υπουργός Παιδείας!) είχε σκοτώσει βουλευτή σε μονομαχία και είχε ύστερα αθωωθεί πανηγυρικά από τους ενόρκους. Αυτόν, λοιπόν, διάλεξε ο Στράτος ως καταλληλότερο να κανονίσει τη μονομαχία με τον Βενιζέλο… Την ίδια εποχή, άλλωστε, ο Ιωάννης Μεταξάς δεν απέκρουε τη γνώμη του Γερμανού στρατιωτικού ακολούθου (και φίλου του) ότι η φυσική εξόντωση του Βενιζέλου ήταν η μόνη λύση.

Στην οπτική αυτή, δεν αποκλείεται καθόλου να υπήρξε μεθοδευμένη πρόκληση («προβοκάτσια») εκ μέρους του Στράτου. Να είπε δηλαδή όσα είπε ώστε να προκαλέσει αντίδραση του Βενιζέλου, για την οποία θα ζητούσε ύστερα «ικανοποίηση διά των όπλων». Από πού όμως πήγαζε το ασυγκράτητο προσωπικό μίσος του Στράτου για τον Βενιζέλο; Κατά πάσα πιθανότητα, πήγαζε από τον άγαρμπο τρόπο με τον οποίο αποπέμφθηκε από την κυβέρνηση Βενιζέλου τον Νοέμβριο του 1913, μόλις υπογράφηκε η τελική συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία. Μέχρι τότε, ο Βενιζέλος δεν ήθελε να υπάρξει παραίτηση υπουργού όσο διαρκούσε η εμπόλεμη κατάσταση. Ομως, η ρήξη μεταξύ τους είχε συμβεί σχεδόν ένα χρόνο νωρίτερα. Αφορμή της ήσαν οι αλλαγές που είχε κάνει ο Στράτος, ως υπουργός των Ναυτικών, στην παραγγελία θωρηκτού από τη Γερμανία, χωρίς να το γνωρίζει ο πρωθυπουργός Βενιζέλος, που απουσίαζε τότε στο Λονδίνο.

Αντιδρώντας στην ετεροχρονισμένη αποπομπή του, ο Στράτος δεν περιορίστηκε να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή για την υπόθεση του θωρηκτού. Εκανε επίσης «αποκαλύψεις» παρουσιάζοντας τον Βενιζέλο υποχωρητικό και δειλό απέναντι στη Βουλγαρία, αλλά και την Τουρκία στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Υπερφίαλος στον υπέρτατο βαθμό, ο Στράτος ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος είχε επανειλημμένα «διασώσει» τα εθνικά συμφέροντα και τον ίδιο τον Βενιζέλο. Εφτασε μάλιστα σε τέτοιο σημείο προστυχιάς ώστε να αναφέρει όχι μόνο ότι ο Βενιζέλος έπαθε «ακατάσχετο πανικό» όταν οι Βούλγαροι επιτέθηκαν σε ελληνικές δυνάμεις στο Παγγαίο, αλλά και ότι «κατελήφθη υπό ελαφρού ύπνου ένεκα της νευρικής εκλύσεως» στην οποία βρισκόταν, στη διάρκεια της συνεδρίασης του Υπουργικού Συμβουλίου που ακολούθησε.

Η μονομαχία που δεν έγινε το 1916-3
1910. Ο Νικόλαος Στράτος υπήρξε υπουργός του Βενιζέλου αλλά μετά την αποπομπή του αναδείχθηκε ως ένας από τους πιο ακραιφνείς Αντιβενιζελικούς. Φωτ. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ

Ομως αυτές οι αθλιότητες δεν μπορούσαν εκείνη τη στιγμή να βλάψουν τον Βενιζέλο. Τον Νοέμβριο του 1913 απολάμβανε τον θρίαμβό του μετά την τελική σύναψη ειρήνης και την επιτυχή έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων. Το μόνο που κατάφερε ο κατά σύστημα αυτοκαταστροφικός Στράτος ήταν να απομονωθεί από την εορταστική ατμόσφαιρα των ημερών, επισκιάζοντας τον δικό του ρόλο ως υπουργού Ναυτικών στη διάρκεια των πολέμων. Κατάφερε επίσης να ανοίξει χάσμα αγεφύρωτο με τους Φιλελευθέρους, χάρη στους οποίους είχε γίνει πρώτα πρόεδρος της Βουλής και ύστερα υπουργός. Το χάσμα αυτό φρόντισε να το βαθύνει κι άλλο το 1916.

Προφανής αντίδραση του Βενιζέλου και των Φιλελευθέρων στην υπόθεση του 1916 υπήρξε ο νέος και πολύ αυστηρότερος Ν. 1592 του 1918 «περί μονομαχίας». Τιμωρούσε πλέον όχι μόνο τους μονομάχους, αλλά και όλα τα άλλα πρόσωπα που εμπλέκονταν ως μάρτυρες, μέλη συμβουλίου τιμής, κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, στόχευε όλους όσους είχε επιστρατεύσει ο Στράτος το 1916. Τιμωρούσε ακόμη και όποιον «επιδεικνύει εις άλλον περιφρόνησιν, διότι δεν προεκάλεσεν τρίτον εις μονομαχίαν ή δεν απεδέχθη τοιαύτην πρόκλησιν».

Οπως φαίνεται από τα πρακτικά και τις εφημερίδες, για τον νέο νόμο έγινε ελάχιστη συζήτηση στη Βουλή στις 13 και 14 Δεκεμβρίου 1918. Ο Στράτος (που μετείχε στη λεγόμενη «Βουλή των Λαζάρων») ασφαλώς δεν μίλησε. Πάντως, από τα καμώματά του το 1916, οι Φιλελεύθεροι δεν του καταμαρτυρούσαν την πρόκληση του Βενιζέλου σε μονομαχία, αλλά μόνο τα περί εισαγγελέα που όφειλε να συλλάβει τον Βενιζέλο. Ετσι φάνηκε στη συνεδρίαση της 11ης Δεκεμβρίου 1918.

Είχαν άραγε ξεχαστεί όλα αυτά όταν δικάστηκε και καταδικάστηκε ο Νικόλαος Στράτος το 1922, ως ένας από τους Εξι; Ασφαλώς έπαιξαν μεγαλύτερο ρόλο πιο πρόσφατα πεπραγμένα του, ως υπουργού Εσωτερικών στην κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη τους τελευταίους τέσσερις μήνες πριν από την Καταστροφή, όταν κλιμακώθηκε η βία εναντίον των Φιλελευθέρων, σε απομίμηση των Ιταλών φασιστών εκείνης της εποχής.

* Ο κ. Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος είναι τ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή