Αρθρο του Γιάσα Μουνκ: Mια αποτίμηση του ταραχώδους δημόσιου βίου του Σίλβιο Μπερλουσκόνι

Αρθρο του Γιάσα Μουνκ: Mια αποτίμηση του ταραχώδους δημόσιου βίου του Σίλβιο Μπερλουσκόνι

Η μεγάλη απήχηση που είχε ο Καβαλιέρε στη σύγχρονη ιταλική πολιτική ιστορία μοιάζει τρομακτικά γνώριμη

4' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Απεβίωσε χθες, σε βαθιά γεράματα, ο πρώην ηγέτης μιας μεγάλης δημοκρατίας. Δαπάνησε δισεκατομμύρια για να εξαγοράσει πολιτική επιρροή, χρησιμοποίησε με αναπάντεχο τρόπο τη δύναμη της τηλεόρασης, ήταν διαβόητος για την εμπλοκή του σε σεξουαλικά σκάνδαλα, διώχθηκε για σωρεία εγκλημάτων, υπονόμευσε το κράτος δικαίου παρακάμπτοντας συνταγματικούς φραγμούς και προσωποποίησε την εθνική πολιτική σκηνή με αποτέλεσμα ολόκληρη η χώρα να διχαστεί ανάμεσα σε υποστηρικτές και αντιπάλους του. Οχι, δεν πρόκειται για τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο εκλιπών είναι ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι.

Η πρώτη εμφάνιση του Μπερλουσκόνι στην ιταλική πολιτική στις αρχές της δεκαετίας του 1990 έγινε στον απόηχο ενός μεγάλου σκανδάλου διαφθοράς, το οποίο συνέθλιψε τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα. Η μισογυνική συμπεριφορά του και τα σεξιστικά αστεία του, το παρελθόν του ως τραγουδιστή κρουαζιερόπλοιων και το παρόν του ως άσπονδου γυναικοκατακτητή έπλαθαν μια αναχρονιστική φιγούρα, ένα χαρακτήρα από κωμωδία του 18ου αιώνα που είχε «τηλεμεταφερθεί» στα τέλη του 20ού.

Η πρώτη δεκαετία της πολιτικής ανόδου του αντιμετωπίστηκε από τον ξένο Τύπο ως ένα οπισθοδρομικό, αλλά συνάμα μοναδικά ιταλικό φαινόμενο. Η ιδέα πως ο Μπερλουσκόνι αποτελούσε προάγγελο όσων θα συνέβαιναν σύντομα στις χώρες τους δεν είχε περάσει από το μυαλό των ανταποκριτών της Le Monde ή των New York Times.

Καθρέφτης του μέλλοντος

Παρά την έντονη επιρροή του παρελθόντος της, η Ιταλία συχνά αποτελεί καθρέφτη του μέλλοντος. Οι πόλεις-κράτη της μεσαιωνικής Ιταλίας αποτέλεσαν μια γέφυρα ανάμεσα στις δημοκρατικές παραδόσεις του αρχαίου κόσμου και τις νέες απόπειρες συλλογικής αυτοδιοίκησης που εγκαινίασαν λιγοστοί αντάρτες στις μακρινές αποικίες της Βόρειας Αμερικής στα τέλη του 18ου αιώνα. Αργότερα, οι βιτριολικές ομιλίες ενός μικρόσωμου άνδρα ονόματι Μπενίτο Μουσολίνι θα αποτελούσαν πηγή έμπνευσης για πιο επικίνδυνους μιμητές στη Γερμανία και σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Ιταλία έχει επανειλημμένως αποτελέσει εργαστήριο παραγωγής πολιτικής, κάτι που παρατηρήθηκε ξανά με την άνοδο του Μπερλουσκόνι.

Εκ των υστέρων, η απήχηση του Μπερλουσκόνι στην ιταλική πολιτική μοιάζει τρομακτικά γνώριμη. Εκμεταλλεύθηκε τη λαϊκή δυσαρέσκεια για την αποτυχία των θεσμών, που ήταν βαθιά και γνήσια. Προσωποποίησε τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και αξιοποίησε με μαεστρία τις δικαστικές διώξεις εναντίον του, προβάλλοντας παράλληλα τον εαυτό του ως πολιτικό μάρτυρα και παρομοιάζοντάς τον με τον Ιησού. Παρόλο που αποτύγχανε συστηματικά να εκπληρώσει τις βαρύγδουπες υποσχέσεις του, η κυριαρχία του επί δύο δεκαετίες οικονομικής και πολιτικής παρακμής τού εξασφάλισε την αφοσίωση μεγάλης μερίδας ψηφοφόρων.

Ο μεγαλύτερος θρίαμβος του Μπερλουσκόνι δεν είναι ότι διετέλεσε πρωθυπουργός τρεις φορές, ούτε ότι υπηρέτησε ως γερουσιαστής μέχρι την τελευταία του πνοή, ή ότι πέθανε ελεύθερος και πάμπλουτος, παρά την εκτενή δικογραφία και τις καταδίκες που είχε αντιμετωπίσει. Είναι η πολιτική του παρακαταθήκη ως συνιδρυτή μιας μορφής πολιτικής ρητορικής που έχει επικρατήσει τις τελευταίες δεκαετίες στη δημόσια ζωή της Τουρκίας, της Βραζιλίας, της Ινδίας και των ΗΠΑ.

Η επιρροή του Μπερλουσκόνι τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του είχε πράγματι εξασθενήσει. Η τελευταία πρωθυπουργική θητεία του ολοκληρώθηκε πριν από ακριβώς μία δεκαετία, εξαιτίας της κακής διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών και της αναξιοπιστίας που απέπνεε η αδυναμία εφαρμογής μεταρρυθμίσεων στις παγκόσμιες αγορές. Το κόμμα του, Φόρτσα Ιτάλια –το όνομα του οποίου είναι έξυπνα δανεισμένο από το σύνθημα για την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου–, είδε τα ποσοστά του να συρρικνώνονται, από το 47% το 2008 στο 8% το 2022.

Αυτά είναι τα καλά νέα. Η δύναμη ακόμη και των μεγαλύτερων προσωπικοτήτων κάποια στιγμή φθίνει. Για είκοσι χρόνια το σόου του Μπερλουσκόνι δέσποζε στην πολιτική και την κοινωνία. Τελικά η χώρα απηύδησε από τα τεχνάσματά του και η βάση του κατέρρευσε. Μέχρι τον θάνατό του ήταν επικεφαλής του μικρότερου εταίρου του συνασπισμού σε μια κυβέρνηση που αντιμετώπιζε τα ακραία αιτήματά του με επικριτικά χαμόγελα.

Υπάρχουν όμως και άσχημα νέα. Η τελευταία δεκαετία έχει αποδείξει πως η υποχώρηση λαϊκιστών, όπως ο Μπερλουσκόνι, σπάνια οδηγεί στη σωτήρια πραγματικότητα στην οποία προσδοκούν οι επικριτές τους. Η διάβρωση που επήλθε στο ιταλικό πολιτικό σύστημα εξαιτίας του Μπερλουσκόνι είναι προφανής και ο θάνατός του δεν πρέπει να μας βάλει στον πειρασμό να υποβαθμίσουμε το μέγεθος της ζημιάς που προκάλεσε. Παράλληλα όμως ο θάνατός του δεν θα επουλώσει τις πληγές της ιταλικής πολιτικής. Οι δύο εναπομείναντες ηγέτες της Δεξιάς, η Τζόρτζια Μελόνι και ο Ματέο Σαλβίνι, μπορεί να αντιμετωπίζουν λιγότερο επιζήμιες συγκρούσεις οικονομικών συμφερόντων ή προσωπικούς λόγους για να ενθαρρύνουν μια αποδυναμωμένη δικαιοσύνη, αλλά έχουν ισχυρότερους ιδεολογικούς δεσμούς με την Ακροδεξιά και τρέφουν βαθύ θαυμασμό για ηγέτες όπως ο Βίκτορ Ορμπαν ή ο Βλαντιμίρ Πούτιν.

Ο Μπερλουσκόνι απέδειξε ότι οι δημοκρατικές δικλείδες ασφαλείας είναι, ακόμη και στις υποτιθέμενα εδραιωμένες δημοκρατίες, ασθενέστερες απ’ ό,τι υπολόγιζαν πολιτικοί και αναλυτές. Παρέμεινε ωστόσο ένας πολιτικός που αντλούσε την υποστήριξή του από το χάρισμά του και νοιαζόταν πρωτίστως για τα ατομικά του συμφέροντα. Οι διάδοχοί του μπορεί να είναι εξίσου πρόθυμοι να παρακάμψουν τους κανόνες, αλλά πολλοί από αυτούς είναι αφοσιωμένοι σε μια ακροδεξιά ιδεολογία που τους δίνει την αίσθηση ότι εξυπηρετούν έναν ανώτερο σκοπό. Και αυτό τους κάνει πιο επικίνδυνους. Ο Μπερλουσκόνι άνοιξε τον ασκό του Αιόλου και λίγοι είναι αυτοί που μπορούν ή θέλουν να τον ξανακλείσουν.

Καθώς οι φήμες για τον επικείμενο θάνατο του Μπερλουσκόνι κυκλοφορούσαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χθες το βράδυ, δειπνούσα με Ιταλούς φίλους. «Πείτε ό,τι θέλετε, είναι το τέλος μιας εποχής», είπε ένας. «Μπορεί ακόμη και να μας λείψει», συμπλήρωσε ένας άλλος. Εμεινα έκπληκτος. «Πιστεύετε ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν χειρότερα;», ρώτησα. Πίνοντας άλλη μία γουλιά κρασί, μου απάντησαν: «Τα πράγματα μπορούν πάντα να γίνουν χειρότερα».

* Ο κ. Γιάσα Μουνκ είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς και εκδότης της γερμανικής εφημερίδας Zeit.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή