Κόρμακ Μακ Κάρθι, ο ανατόμος της πιο σκοτεινής Αμερικής

Κόρμακ Μακ Κάρθι, ο ανατόμος της πιο σκοτεινής Αμερικής

Η «Κ» ανατρέχει στη ζωή και το έργο ενός από τους σπουδαιότερους διεθνώς συγγραφείς, συζητώντας παράλληλα με τη συγγραφέα και ιστορικό Σώτη Τριανταφύλλου, τον μεταφραστή του Γιώργο Κυριαζή και τον ειδικό αναγνώστη του, Θανάση Μήνα.

17' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Δεν υπάρχει ζωή χωρίς αιματοκύλισμα. Νομίζω ότι η ιδέα ότι το ανθρώπινο είδος μπορεί να βελτιωθεί με κάποιο τρόπο, ότι όλοι θα μπορούσαν να ζήσουν αρμονικά, είναι μια πραγματικά επικίνδυνη ιδέα».
Κόρμακ Μακ Κάρθι, New York Times Magazine, 1992.


Απώλεια. Πόνος. Βία. Πεπρωμένο. Ο,τι έχει γραφτεί ποτέ για τον Κόρμακ Μακ Κάρθι, όσα έχουν μεταφέρει οι συνομιλητές της «Κ» συνοψίζονται σε αυτές τις λέξεις – χωρισμένες με τελείες, στακάτες και κοφτές.

«Αν δεν έχει να κάνει με τη ζωή και τον θάνατο, δεν έχει ενδιαφέρον», έλεγε ένας από τους σπουδαιότερους ανατόμους της αμερικανικής ζωής· και ίσως και του θανάτου της. Ολα αυτά επανέρχονται με το άγγελμα του θανάτου του ενός από τους τέσσερις σπουδαιότερους συγγραφείς των καιρών του, σύμφωνα με τον «πάπα» του «Δυτικού Κανόνα», Χάρολντ Μπλουμ – οι άλλοι τρεις ήταν ο Φίλιπ Ροθ, ο Τόμας Πίντσον και ο Ντον ΝτεΛίλο.

Ο Κόρμακ Μακ Κάρθι γινόταν διαρκώς η φωνή της Αμερικής του 20ού αιώνα.

Ερμητικός στη ζωή και στο γράψιμο, με την επιστημονική περιέργεια εκείνου που μεγάλωσε σε περιβάλλον επιστημόνων, όπως ο παππούς του, Τζον Φράνσις, ένας μηχανικός που «ενδιαφερόταν πολύ για το πώς λειτουργούν τα πράγματα». Αυτή η λειτουργία των πραγμάτων ήταν η πυξίδα στη σχεδόν εξηντάχρονη παρουσία του στα παγκόσμια γράμματα. Η ακρίβεια της αφήγησής του, η εμμονική λεπτομέρεια, η ακαριαία –και γι’ αυτό διαυγής παρά την ταχύτητά της– αφήγησή του, είχαν όλα βρει τη θέση τους στον χειρουργό των ανθρώπων που επιβίωναν πάντα στα όρια, στις ρωγμές της κοινωνίας και του νόμου.

Περικλεισμένος από τις αγαπημένες του λευκές κόλλες που δεν τις άλλαζε με κανένα ταξίδι έξω από το σπίτι-καταφύγιό του, ο Κόρμακ Μακ Κάρθι γινόταν διαρκώς η φωνή της Αμερικής του 20ού αιώνα – κι ίσως η φωνή του ίδιου του αιώνα, κι ας έκανε τομές στη ζωή του 19ου. Ο κατά πολλούς σπουδαιότερος εν ζωή κριτικός λογοτεχνίας Τζέιμς Γουντ, είχε γράψει στον New Yorker, το 2005, ότι ο Κόρμακ Μακ Κάρθι «αντηχεί έξοχα τη Βίβλο του Βασιλέως Ιακώβου, τη σαιξπηρική και την ιακωβινική τραγωδία, τον Μέλβιλ, τον Κόνραντ και τον Φόκνερ».

Ο Τσαρλς που έγινε Κόρμακ

Γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου του 1933 στο Ρόουντ Αϊλαντ, τρίτο από τα έξι παιδιά του Τσαρλς Τζόζεφ και της Γκλάντις Κριστίνα Μακ Γκρέιλ Μακ Κάρθι. Οπως αναφέρει στην ιστοσελίδα του –στην οποία το βιογραφικό του είναι γραμμένο στο αγαπημένο του, αποστασιοποιημένο τρίτο ενικό–, αρχικά ονομαζόταν Τσαρλς (από τον πατέρα του), ωστόσο άλλαξε το όνομά του σε Κόρμακ από τον ομώνυμο Ιρλανδό βασιλιά (χώρα καταγωγής του), με άλλες θεωρίες να ισχυρίζονται ότι η οικογένειά του ευθύνεται για την αλλαγή του ονόματός του σε Κόρμακ, ως το γαελικό ισοδύναμο του «γιου του Τσαρλς».

Η πιστή καθολική οικογένειά του άλλαξε πολλές φορές τόπο εγκατάστασης. Οταν ο Κόρμακ Μακ Κάρθι ήταν τεσσάρων, η οικογένεια μετοίκησε, εξαιτίας της δουλειάς του δικηγόρου πατρός, στο Νόξβιλ του αγαπημένου του Τενεσί και από εκεί στην Ουάσιγκτον.

Τις φυσικές επιστήμες εκείνος τις έβλεπε ως μέρος της αναζήτησης εκείνης της λειτουργίας των πραγμάτων.

Επέστρεψε, όμως, έστω και για δύο χρόνια αρχικώς, στο Τενεσί για φυσική και μηχανική στο ομώνυμο πανεπιστήμιο. Τις παράτησε, όμως, για να ενταχθεί στην αμερικανική πολεμική αεροπορία, υπηρετώντας τα δύο από τα τέσσερα χρόνια της παραμονής του στην Αλάσκα.

Αποφάσισε, δε, να επανενταχθεί στο πανεπιστήμιο στα τέλη του ’50, αλλά και πάλι τίποτα δεν θα τον κρατούσε εκεί. Βέβαια, πρόλαβε να γράψει τα πρώτα του διηγήματα και, φυσικά, να λάβει το πρώτο του βραβείο δημιουργικής γραφής. Τις φυσικές επιστήμες εκείνος τις έβλεπε ως μέρος της αναζήτησης εκείνης της λειτουργίας των πραγμάτων. Οπότε, παρατώντας τις σπουδές, εργάστηκε σε συνεργείο αυτοκινήτων μεταφερόμενος στο Σικάγο· η περιέργειά του δεν σταματούσε πουθενά.

Νυμφεύτηκε την παλαιά συμφοιτήτριά του στο Πανεπιστήμιο του Τενεσί και όψιμη ποιήτρια, Λι Χόλμαν, που ήταν η πρώτη του σύζυγος, επιστρέφοντας στον αγαπημένο του τόπο. Απέκτησαν έναν γιο και αργότερα πήραν διαζύγιο.

Οι υποτροφίες και τα… φασόλια

Κόρμακ Μακ Κάρθι, ο ανατόμος της πιο σκοτεινής Αμερικής-1
©Associated Press

Στο μεταξύ, η αμερικανική Ακαδημία Τεχνών και Γραμμάτων έρχεται ως μάννα εξ ουρανού και του δίνει μία υποτροφία, την οποία αξιοποιεί με ένα μακρύ θαλάσσιο ταξίδι στη γη των Ιρλανδών προγόνων του. Σε αυτό το ταξίδι γνώρισε τη δεύτερη σύζυγό του, Ανι ΝτεΛισλ, Αγγλίδα τραγουδίστρια της ποπ που είχε προσλάβει το πλοίο, το 1966. Η κοινή τους ζωή, που στεγαζόταν σε έναν αχυρώνα στις παρυφές του Νόξβιλ, διήρκεσε οκτώ χρόνια.

«Ζούσαμε σε πλήρη φτώχεια», είπε κάποτε η Ανι ΝτεΛισλ. «Πλενόμασταν στη λίμνη. Οταν κάποιος του τηλεφωνούσε και του πρόσφερε 2.000 δολάρια για να μιλήσει σε ένα πανεπιστήμιο για τα βιβλία του, εκείνος απαντούσε πως ό,τι είχε να πει υπήρχε στις σελίδες του. Ετσι, τρώγαμε φασόλια για άλλη μία εβδομάδα».

Ο ίδιος, βέβαια, αυτά τα είχε συνηθίσει. Οπως έγραψε το Rolling Stone προ ετών έπειτα από δική του αφήγηση στον Ντέιβιντ Κούσνερ, «μέσα από όλα αυτά, ένιωσε τη ζωή να του προσφέρεται όταν την είχε περισσότερο ανάγκη. Στο κολέγιο, ένα ίδρυμα τεχνών επιβράβευσε τα πρώτα του έργα με υποτροφία. Ενα διαφημιστικό πακέτο οδοντόκρεμας έφτασε ταχυδρομικά το πρωί ακριβώς που είχε ξεμείνει από οδοντόπαστα. Μια φορά, μόλις είχε φάει τα τελευταία κομμάτια φαγητού από την κατάψυξή του, όταν χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Ηταν ένας κούριερ. “Νόμιζα ότι ήταν εκεί για να με συλλάβει”, αστειεύτηκε ο ίδιος. Αντίθετα, ο κούριερ του έδωσε έναν φάκελο με μια επιταγή 20.000 δολαρίων – ένα δώρο από έναν ιδιώτη προστάτη των τεχνών».

«Ενιωσε τη ζωή να του προσφέρεται όταν την είχε περισσότερο ανάγκη».

Τα φασόλια, όμως, ως σχηματικό ανάλογο της αφοσίωσης του Κόρμακ Μακ Κάρθι στις λέξεις του και όχι στο «γύρω γύρω» τους, θα έφερναν μία δεύτερη υποτροφία, αυτή τη φορά από το Ιδρυμα Ροκφέλερ, επιτρέποντας σε εκείνον και την Ανι να ταξιδέψουν στον αγγλικό Νότο, στην Ελβετία, την Ιταλία και την Ισπανία. Εγκαταστάθηκαν για λίγο στην Ιμπιζα, όπου στα μέσα του ’60 ήταν κάτι σαν καλλιτεχνική αποικία.

Επειτα απ’ όλα αυτά, τους περίμενε, κατά την επιστροφή τους στα περίχωρα του Νόξβιλ, μία παλαιά φάρμα χοίρων, όπου έγινε το σπίτι του. Η ζωή, εντούτοις, τους επεφύλασσε άλλη μία υποτροφία, αυτή τη φορά από το Γκούγκενχαϊμ – αυτό βοήθησε τους Μακ Κάρθι να μεταφερθούν εκ νέου σε αχυρώνα, τον οποίο, όπως μετέφερε η σύζυγός του, ανακαίνισε πέτρα την πέτρα, τούβλο το τούβλο, σανίδα τη σανίδα με τα ίδια του τα χέρια.

Το δεύτερο διαζύγιο ήρθε λίγα χρόνια μετά το 1976, οπότε επήλθε η μεταξύ τους διάσταση, με τον ίδιο να μεταφέρεται στο Ελ Πάσο του Τέξας.

Ολη η εύπορη διανοούμενη Αμερική, όμως, ήθελε να στηρίξει, με όποιον τρόπο μπορούσε, έναν άνθρωπο που προτιμούσε τα φασόλια, αρκεί να μπορεί να παρατηρεί και να γράφει, να ανατέμνει και να αποκαλύπτει. Ετσι, το 1981, του απονεμήθηκε μία από τις πιο σπουδαίες υποτροφίες των Ηνωμένων Πολιτειών· η υποτροφία MacArthur του έδωσε τη δυνατότητα να καταβυθιστεί απερίσπαστος στο έργο του.

Ηταν η χρονική περίοδος, όπου ο Τσαρλς από το Ρόουντ Αϊλαντ θα γινόταν πλέον ο Κόρμακ Μακ Κάρθι· εκείνος «ο συγγραφέας, εκείνο το πρόσωπο, που ενσάρκωνε και εμβάθυνε την αμερικανική παράδοση: τη γεωγραφική κινητικότητα, τη φυσιοκρατία του Εμερσον, την αναρχία του Θόρο, την επική λογοτεχνία του Νότου, τη μυθολογία των Συνόρων, την κουλτούρα του ανδρισμού και της βίας σε αφιλόξενα τοπία. Ο Μακ Κάρθι ήταν “bigger than life”: σύμβολο της αμερικανικής απεραντοσύνης, της αμερικανικότητας», όπως λέει, μιλώντας στην «Κ», η συγγραφέας και ιστορικός Σώτη Τριανταφύλλου, που έχει συνδεθεί με αυτή την αμερικανικότητα σε πολλά επίπεδα.

Η βαθιά αμερικανικότητα του έργου του

Το ταλέντο του, εξάλλου, όπως είχε αναφέρει ο Ντέιβιντ Κούσνερ στο Rolling Stone σε μία εκτενή συζήτηση μαζί του το 2007, το ανακάλυψε «όταν ένας καθηγητής στο πανεπιστήμιο του ζήτησε να επαναλάβει μια συλλογή από δοκίμια του 18ου αιώνα για να συμπεριληφθεί σε ένα σχολικό βιβλίο. Ο Μακ Κάρθι είχε απολύτως αφοσιωθεί και άρχισε να γράφει και να διαβάζει με σθένος. Ενώ επιφυλάσσει υψηλούς επαίνους για μερικές σύγχρονες αφηγήσεις (“Ο φόβος και η παράνοια στο Λας Βέγκας” είναι ένα κλασικό της εποχής μας, έλεγε), η λίστα των σπουδαίων μυθιστορημάτων του σταματά στα τέσσερα: “Οδυσσέας”, “Οι Αδελφοί Καραμάζοφ”, “Η βουή και η μανία” και το αγαπημένο του “Μόμπι Ντικ”. Οπως και το δικό του έργο, εξερευνούν θέματα ζωής και θανάτου με φιλοσοφική και έντεχνη ακρίβεια».

Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο Κόρμακ Μακ Κάρθι έχει εκδώσει το «Orchard Keeper» (1965 – είχε κερδίσει το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα από το Ιδρυμα Ουίλιαμ Φόκνερ), το «Outer Dark» (1968 – το 2009 έγινε 15λεπτη ταινία σε σκηνοθεσία Stephen Imwalle), το «Child of God» (1973 – θα κυκλοφορήσει για πρώτη φορά στα ελληνικά στις αρχές Ιουλίου από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση Παναγιώτη Κεχαγιά, ενώ έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο από τον Τζέιμς Φράνκο, με αντιτιθέμενες κριτικές) και το «Suttree» (1979 – αναμένεται το επόμενο διάστημα, πάλι από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση Γιώργου Κυριαζή). Το «Suttree», έγραψαν οι New York Times, ήταν μάλλον ένας αποχαιρετισμός στην «τραχύτητα της ζωής».

Από την πρώτη 15ετία στον «Ματωμένο Μεσημβρινό»

Η δεκαπενταετία των πρώτων του δημοσιευμένων έργων –με την επιμελητική φροντίδα του Αλμπερτ Ερσκιν, του μακροχρόνιου επιμελητή του Ουίλιαμ Φόκνερ– ήταν προδρομική των αριστουργημάτων που θα έφερναν τα επόμενα χρόνια. Σε αυτά τα πρώτα βιβλία –που έμεναν σε μια κάποια αγοραστική αφάνεια, αλλά η κριτική ήταν αδύνατον να αγνοήσει– ο Κόρμακ Μακ Κάρθι αποκάλυπτε, φασόλι το φασόλι, τη χειρουργική του κλίνη, πάνω στην οποία είχε απλώσει τα πιο κρυμμένα σπλάχνα, τα άδυτα της ανθρώπινης τραγωδίας.

Μέχρι το απόλυτο αριστούργημα «Ματωμένος Μεσημβρινός» του 1985, ο Κόρμακ Μακ Κάρθι είχε μιλήσει για την αθωότητα, τον θάνατο και τη σχέση πατέρα-γιου («Orchard Keeper»), την αμαρτία και το «τίποτα του κόσμου» («Outer Dark»), τη βία, τα ταμπού όπως η νεκροφιλία και την ηθική κατάπτωση («Child of God»), έχει σαρκάσει την «ανθρώπινη κατάσταση», με τόνο περίπου αυτοβιογραφικό, που παρατάει τα προνόμια για να αποσυρθεί στη ζωή στη φύση («Suttree»). Το σκηνικό παραμένει σταθερά ο αμερικανικός Νότος, οι περασμένοι αιώνες, μια τρυφερή μισανθρωπία, μια καταβύθιση στα σκοτεινά ένστικτα και στις μελανές στιγμές της αμερικανικής ιστορίας.

Σταθερή παραμένει και η γλώσσα· ο «κοφτός» αιφνιδιασμός, η «βάσει σχεδίου επένδυση στο ύφος, καθότι, αν ήθελε να γράψει απλώς ένα βιβλίο μυστηρίου, θα το έκανε· όμως ο Κόρμακ Μακ Κάρθι –σε αντίθεση με τον Πίντσον που άφηνε το αναγνώστη μόνο του– ήθελε να φτάσει στον πυρήνα των πραγμάτων», όπως λέει στην «Κ» ο μεταφραστής των δύο τεράτων της αμερικανικής λογοτεχνίας, Γιώργος Κυριαζής.

«Μια παγκόσμια τραγωδία αίματος»

Κόρμακ Μακ Κάρθι, ο ανατόμος της πιο σκοτεινής Αμερικής-2
©EPA

Το 1985 έφερε, λοιπόν, τον «Ματωμένο Μεσημβρινό» –για τον Χάρολντ Μπλουμ «μια παγκόσμια τραγωδία αίματος»–, ο οποίος έχει μεταφραστεί το 1992 από τον Σπήλιο Μενούνο για τις εκδ. Ζαχαρόπουλος και το 2011 από τον Αύγουστο Κορτώ για τις εκδ. Καστανιώτη, ενώ αναμένεται νέα μετάφραση από τις εκδόσεις Gutenberg και τον Γιώργο Κυριαζή.

Το θεωρούμενο opus magnum του Κόρμακ Μακ Κάρθι, με τις «ανεξίτηλες εικόνες και προτάσεις τόσο εκτεταμένες όσο ο ουρανός της ερήμου», κατά τους ΝΥΤ, παρακολουθεί τον Κιντ (το παιδί) στα σύνορα Τέξας-Μεξικού το 1850, όπου «δοκιμάζει τα όρια, τα δικά του και της κοινωνίας, ζει σε αυτό το “παραθυράκι” του άνομου της αποκεντρωμένης και χαώδους Αμερικής, στα “σύνορα” της διαφθοράς, όπως εξάλλου σε σχεδόν όλα του τα βιβλία», όπως σημειώνει στην «Κ» ο δημοσιογράφος και παραγωγός ραδιοφώνου Θανάσης Μήνας, ακάματος συστηματικός αναγνώστης της αμερικανικής λογοτεχνίας γενικώς και του Κόρμακ Μακ Κάρθι ειδικώς.

Η βία, σε τούτο το μυθιστόρημα, περνάει, όπως λέει ο Θανάσης Μήνας, «στη σφαίρα της τελετουργίας – η βία στον Κόρμακ Μακ Κάρθι είναι μυθολογική, θυμίζει, όπως και στην “Τριλογία των Συνόρων”, τις μονομαχίες της Ιλιάδας, τους γκάουτσο της Αργεντινής του Μπόρχες και αποκαλύπτει τις εκλεκτικές του συγγένειες με τον Ουίλιαμ Φόκνερ», αν και, όπως συμπληρώνει ο ίδιος, «ο Φόκνερ είναι μακροπερίοδος και πολυφωνικός, ενώ ο Μακ Κάρθι επιμένει στην τριτοπρόσωπη αφήγηση, της αποστασιοποίησης».

«Η βία στον Κόρμακ Μακ Κάρθι είναι μυθολογική, θυμίζει τις μονομαχίες της Ιλιάδας, τους γκάουτσο της Αργεντινής του Μπόρχες και αποκαλύπτει τις εκλεκτικές του συγγένειες με τον Ουίλιαμ Φόκνερ».

Το 1992, το 1994 και το 1998 ολοκληρώνεται η περίφημη «Τριλογία των Συνόρων», με το «Ολα τα όμορφα άλογα», το «Πέρασμα» και τις «Πεδινές πολιτείες» αντιστοίχως (κυκλοφορούν σε μεταφράσεις του Αννας Παπασταύρου και του Αλέκου Μπενρουμπή από τις εκδ. Καστανιώτη). Σε αυτά, πάλι στα σύνορα με το Μεξικό, ο Κόρμακ Μακ Κάρθι βουτά –«σύντομα, κοφτά, σπιντάτα», όπως μας λέει ο Θανάσης Μήνας– στο τέλος της αθωότητας της Αμερικής, που «στον βωμό της προόδου καταστρέφει ό,τι ιερό είχε διαφυλάξει» από την πάλαι ποτέ βουκολική της περίοδο («Ολα τα όμορφα άλογα»), σε ένα πέραν του ρεαλισμού ταξίδι ενός νεαρού με μία λύκαινα που βρέθηκε στο οικογενειακό του ράντσο («Πέρασμα») και χαιρετίζει –λίγο πενθώντας– την Αμερική που σβήνει στα ’50s, αδημονώντας, όμως, εξίσου γι’ αυτά που έρχονται.

Το 2005 ήρθε η στιγμή ενός ακόμα εμβληματικού του έργου· το «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους» (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Καστανιώτη), που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τους αδελφούς Κοέν (σύμφωνα με πληροφορίες, είχε γραφτεί εξαρχής ως σενάριο) και που πήρε τον τίτλο του από στίχο του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, είναι μία σπαρακτική κατάδυση –με τον ανυποχώρητο σαρκασμό του Μακ Κάρθι– στο παράλογο, όπου εμπλέκονται πληρωμένοι δολοφόνοι, ρεμβαστικοί σερίφηδες και απίθανοι χαρακτήρες που βγαίνουν από τα σωθικά της Αμερικής του Μακ Κάρθι. Η βία του βιβλίου βρίσκει την ανανεωμένη εκδοχή του τραγωδιακού αίματος του σπουδαίου συγγραφέα. Το Φαρ Ουέστ, το ίδιο το γουέστερν, εκρήγνυται για μια στιγμή και γεννιέται η καινούργια, ολιστική αντίληψη της νέας Αγριας Δύσης.

Εναν χρόνο αργότερα, το 2006, έρχεται ο «Δρόμος» (αναμένεται νέα μετάφραση από τις εκδ. Gutenberg) – και μαζί του το Πούλιτζερ, το βραβείο «καλύτερο μυθιστόρημα της χρονιάς» από το περιοδικό Time και το James Tait Black Memorial Prize. Αυτά, όμως, ήταν… απλά επιστεγάσματα ενός εκ της αγίας τετράδας των μεταμοντέρνων της Αμερικής, όπως είπε χαρακτηριστικά ο Θανάσης Μήνας: του Τόμας Πίντσον, του Φίλιπ Ροθ, του Ντον ΝτεΛίλο και του Κόρμακ Μακ Κάρθι, όλων εκείνων που πήγαν πολύ πέρα από τον ρεαλισμό του μυθιστορήματος του 19ου αιώνα. Οπως έγραψαν και οι ΝΥΤ, «αυτό το ανατριχιαστικό μετα-αποκαλυπτικό μυθιστόρημα περιγράφει το ταξίδι ενός πατέρα και του μικρού γιου του στον απόηχο ενός απροσδιόριστου κατακλυσμού. Συναντούν τον τρόμο μετά τον τρόμο, αλλά το μυθιστόρημα είναι επίσης σπαρακτικό στην ανθρωπιά του. “Δουλειά μου είναι να σε φροντίζω”, λέει ο άντρας στο αγόρι. “Ο Θεός με όρισε να το κάνω αυτό. Θα σκοτώσω όποιον σε αγγίξει”. Ενα απέριττο μυθιστόρημα, εξίσου ανθρώπινο και οδυνηρό».

Επιστροφή 16 χρόνια μετά

Το 2009, όπως γράφει ο Guardian, τη χρονιά που έλαβε ακριβώς μετά τον Φίλιπ Ροθ το βραβείο PEN/Saul Bellow για τη συνολική του προσφορά, το Πανεπιστήμιο του Τέξας απέκτησε το αρχείο –98 κούτες– του Κόρμακ Μακ Κάρθι, το οποίο αποκάλυψε ότι ο συγγραφέας δούλευε τότε σε τρία μυθιστορήματα. Πάνω από μια δεκαετία αργότερα, δύο από αυτά κυκλοφόρησαν το 2022: «Ο Επιβάτης» και το «Stella Maris», δύο συνδεδεμένα μυθιστορήματα που ακολουθούν τον Μπόμπι και την Αλίσια Ουέστερν, δύο αδέλφια που βασανίζονται από την κληρονομιά του φυσικού πατέρα τους, ο οποίος βοήθησε στην ανάπτυξη της ατομικής βόμβας.

Δεκαέξι χρόνια αργότερα, λοιπόν, από το τελευταίο του βιβλίο, επιστρέφει, το 2022, με τον «Επιβάτη» και το «Stella Maris» (αμφότερα σε μτφρ. Γιώργου Κυριαζή για τις εκδ. Gutenberg). «Είναι ξεκάθαρα βιβλία φιλοσοφίας και φιλοσοφίας της επιστήμης», λέει ο Θανάσης Μήνας, με τον Γιώργο Κυριαζή να επιβεβαιώνει τις νέες προεκτάσεις που έδωσε στο έργο του ο Κόρμακ Μακ Κάρθι. Ο Θανάσης Μήνας, μάλιστα, αναφέρει ότι πολλοί θα μπορούσαν να πουν «είτε ότι διαφέρει μακράν από τα προηγούμενα βιβλία του είτε θυμίζει περισσότερο… Ντον ΝτεΛίλο παρά τον εαυτό του, ωστόσο τα πρώτα ψήγματα αυτού του πεδίου, της φιλοσοφίας τελικά της καθημερινότητας, τα είχε δώσει με το “Sunset Limited” (θεατρικό έργο του 2006 – μτφρ. Αντώνης Πέρης, εκδ. Ευρασία)· έχει δηλαδή “προκάτοχο”. Βέβαια, επιμένει στο “θρίλερ” που είναι απλώς η αφορμή για τη φιλοσοφία και την επιστήμη που πραγματεύεται, ένα όχημα για τις σκοτεινές στιγμές της αμερικανικής Ιστορίας που αναδεικνύει με αξιοζήλευτη διαύγεια».

«Το “θρίλερ” είναι ένα όχημα για τις σκοτεινές στιγμές της αμερικανικής Ιστορίας που αναδεικνύει με αξιοζήλευτη διαύγεια».

Φιλοσοφία (με αντιθετικά και ηθικά διλήμματα που, κατά τα ειοθώτα, δεν απαντάει), μαθηματικά, φυσική, μουσική, θάνατος, θεός, ξανά το μοτίβο –ίσως και το συμβολικό τοτέμ– του πατέρα, τα δύο βιβλία που ο Κόρμακ Μακ Κάρθι εξέδωσε ταυτόχρονα επιμένουν «στον δικό του τύπο γραφής, που συνδέεται με τον Πίντσον, τον ΝτεΛίλο και ίσως τον Απνταϊκ, με ρίζες στον Φόκνερ, και που τώρα φάνηκε να εξελίσσεται, διατηρώντας τον απολύτως επεξεργασμένο λόγο, την οικονομία, την πυκνότητα, την πλήρη απουσία φλυαρίας», όπως μας λέει ο μεταφραστής τους, Γιώργος Κυριαζής.

Εξάλλου, όλα αυτά συνδέονται άμεσα, όπως έχει προαναφερθεί, με την εγγενή του περιέργεια, με τις σπουδές του, με την ατάκα «βρίσκω τους επιστήμονες τρομερά ενδιαφέρουσα παρέα», αλλά και με την άμεση σύνδεσή του με το Santa Fe Institute από το 2014 έως τον θάνατό του, όπου εκείνος, ο συγγραφέας, ασχολήθηκε με τα πολύπλοκα προσαρμοστικά συστήματα. Οπως είχε πει στο Vanity Fair ο νομπελίστας Φυσικός Μάρεϊ Γκελ-Μαν, «δεν υπάρχει αντίστοιχο μέρος σαν το Ινστιτούτο Σάντα Φε, όπως δεν υπάρχει αντίστοιχος συγγραφέας με τον Κόρμακ, οπότε ταιριάζουν πολύ καλά μεταξύ τους»… 

Σε αυτό το ινστιτούτο, εξάλλου, οφείλει και την έκδοση του πρώτου μη μυθοπλαστικού έργου του, υπό τον τίτλο «The Kekulé Problem» (2017), όπου ασχολήθηκε με τον Γερμανό χημικό Φρίντριχ Αουγκουστ Κέκουλε, όπου εξέτασε το υποσυνείδητο και τα όρια της γλώσσας βασισμένος στο όνειρο του Κέκουλε με το φίδι που δάγκωσε την ουρά του και του υπέδειξε τον τρόπο να εξηγήσει τη δομή του δακτυλίου του βενζολίου.

Ο Κόρμακ Μακ Κάρθι ήταν και αυτό… Εξάλλου, όπως είχε πει το 2007 στο Rolling Stone, «δεν ήθελα να κάνω τίποτα αν δεν μπορούσα να είμαι ο καλύτερος σε αυτό. Αυτή είναι η προσωπική μου εγωιστική εξτραβαγκάντσα».

Ο Μακ Κάρθι και… οι άλλοι

Κόρμακ Μακ Κάρθι, ο ανατόμος της πιο σκοτεινής Αμερικής-3
Ο Κόρμακ Μακ Κάρθι και ο σκηνοθέτης Τζον Χιλκόουτ, κατά την πρεμιέρα του «Δρόμου», τη Δευτέρα, 16 Νοεμβρίου 2009, στη Νέα Υόρκη. (©AP Photo/Evan Agostini)

«Ο Πίντσον και ο Μακ Κάρθι ατενίζουν την Αμερική – και τελικά όλο τον πλανήτη», λέει ο Γιώργος Κυριαζής, μεταφραστής αμφοτέρων. Η βασική τους διαφορά είναι ότι ο Πίντσον εκτείνεται σε διάφορες περιόδους της Ιστορίας, σε πιο ευρύ χωρικό πλαίσιο, ενώ ο Μακ Κάρθι είχε εστιάσει σε περισσότερο τοπικά γεγονότα. Και οι δύο, στην πραγματικότητα, κάνουν την ίδια περιπλάνηση· απλώς ο ένας πιο εκτεταμένη και ο άλλος πιο “στενή”». 

«Εξάλλου», συνεχίζει ο Γιώργος Κυριαζής, «οι ήρωές τους περιπλανώνται δίχως να γνωρίζουν πού ακριβώς πηγαίνουν, τι θέλουν. Ο Μακ Κάρθι μπαίνει περισσότερο στον πυρήνα, είναι πιο εσωτερικός, ενώ ο Πίντσον μένει περισσότερο στην επιφάνεια, αφήνοντας εσένα να τον βρεις. Ο Μακ Κάρθι σε οδηγεί, μιλάει για το νόημα της ζωής και του θανάτου, για το πραγματικό και το μη πραγματικό».

«Ο Κόρμακ Μακ Κάρθι διδάσκεται στο σχολείο: σελίδες από τα μυθιστορήματά του είναι μέρος της ύλης σε πολλά λύκεια. Πράγμα που με εντυπωσιάζει, διότι είναι αρκετά περίπλοκος από γλωσσική άποψη. Πάντοτε προτιμούσα τον Φίλιπ Ροθ ή τον Ντον ΝτεΛίλο, αλλά ο Ροθ και ο ΝτεΛίλο είναι άνισοι – αντιθέτως, ο Μακ Κάρθι διατηρεί την ίδια δύναμη σε όλο του το έργο», λέει στην «Κ» η Σώτη Τριανταφύλλου.

Μεταφράζοντας Κόρμακ Μακ Κάρθι

Αυτή η δύναμη, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι και το στοιχείο που δυσκολεύει και τους μεταφραστές του. «Μεταφράζοντας, τον βρίζω συνέχεια», μας εξομολογείται ο Γιώργος Κυριαζής. «Οπως ακριβώς βρίζω τον Τόμας Πίντσον και τον Ουίλιαμ Γκας. Παρά το διαφορετικό τους στυλ, έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Κυρίως, όμως, βρίζω τον Μακ Κάρθι. Η πυκνότητα, η απόλυτη επεξεργασία, οι δύσκολες λέξεις, εκείνες που υπάρχουν μόνον σε αυτόν. Υπάρχουν ιστοσελίδες που είναι αφιερωμένες σε λέξεις που απαντούν στα μυθιστορήματα του Κόρμακ Μακ Κάρθι. Και τι να κάνω; Διατηρώ το ύφος, που σε οδηγεί, βρίσκω όπου χρειάζεται ανάλογο νόημα, διατηρώντας, όμως, τη συντακτική αναγνωρισιμότητα, αλλιώς καταφεύγω στην περίφραση, στην κατάρα της ελληνικής γλώσσας που δεν έχει την οικονομία της αγγλικής», αφηγείται ο Γιώργος Κυριαζής.

«Μεταφράζοντας, τον βρίζω συνέχεια. Οπως ακριβώς βρίζω τον Τόμας Πίντσον και τον Ουίλιαμ Γκας».

«Οταν, όμως, τελειώσει το έργο, σε αφήνει άναυδο – είσαι σαν τον χτίστη που όλη μέρα κουβαλάει υλικά, χτίζει, βρίζει για την κακή του μοίρα, αλλά στο τέλος μπορεί να απολαύσει αυτό που έχτισε με τα χεράκια του», συμπληρώνει ο μεταφραστής του Μακ Κάρθι. 

«Χαίρομαι που έφυγε πλήρης ημερών· και ανησυχώ για τον Πίντσον πλέον, που δεν φαίνεται ότι θα ξαναγράψει», ενώ, μάλιστα, έχει ήδη πουλήσει το αρχείο του στη Huntington Library. Οπως είχαν γράψει οι ΝΥΤ, το αρχείο του περιελάμβανε προσχέδια, σημειώσεις και επιστολές, αλλά όχι φωτογραφίες του – όπως θα περίμενε κανείς.

«Είδος συγγραφέα που έχει πάψει να υπάρχει»

«Αν γίνω πολύ μεγάλος για να γράψω μυθιστορήματα, μπορεί να κρατάω ένα ημερολόγιο για ένα ή δύο χρόνια και απλώς να κρατώ σημειώσεις για βιβλία που διαβάζω και τέτοια πράγματα», είχε πει στο Rolling Stone. «Υπάρχουν για έναν άνθρωπο δύο πράγματα στη ζωή που είναι πολύ σημαντικά, το είναι ανώτερος απ’ ο,τιδήποτε άλλο». «Να βρεις δουλειά που σου αρέσει και κάποιον να ζήσεις μαζί του. Πολύ λίγοι άνθρωποι τα αποκτούν και τα δύο».

«Το ψυχικό κόστος μιας τέτοιας ανεξάρτητης ζωής, για τον ίδιο και τους άλλους, είναι δύσκολο να μετρηθεί», έλεγε ο Ρίτσαρντ Γούντγουορντ το μακρινό 1992 στους ΝΥΤ. «Γνωρίζοντας ότι οι προικισμένοι Αμερικανοί συγγραφείς δεν χρειάζεται να υπομείνουν το είδος της παραμέλησης και των κακουχιών που είχε βιώσει ο ίδιος, ο McCarthy επέλεξε να είναι πεισματάρης σχετικά με τους όρους της επιτυχίας του. Καθώς μνημονεύει όσα περνούν από τη μνήμη –τις παραδόσεις, τους ανθρώπους και τη γλώσσα μιας προμοντέρνας εποχής– φαίνεται εξαιρετικά περήφανος που ανήκει σε εκείνο το είδος συγγραφέα που έχει σχεδόν πάψει να υπάρχει…»

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή