Η αγάπη και το μίσος

4' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​​​​«Πονάω πάρα πολύ» ήταν οι τελευταίες λέξεις της αδικοχαμένης βουλευτού των Εργατικών Τζο Κοξ, σύμφωνα με τη μαρτυρία της βοηθού της, Φαζίλα Ασουάτ, που την κράτησε πλημμυρισμένη στα αίματα.

Η Τζο Κοξ εξέπνευσε από τα πολλαπλά χτυπήματα του Τόμι Μερ –την πυροβόλησε και τη μαχαίρωσε– και όλα τα άλλα είναι ή θα γίνουν περισσότερο γνωστά για την πολιτική και την ειδησεογραφία. «Πονάω πάρα πολύ», αυτές οι τρεις λέξεις, που ειπώθηκαν μετά το θανατηφόρο χτύπημα, δεν απηχούν μόνο το τραυματισμένο σώμα της Κοξ. Δεν υπάρχει άλλωστε μόνο σώμα, όπως διατείνονται οι ψυχαναλυτές. Ακόμη και την ύστατη στιγμή που το σώμα παραδίδεται στο τέλος του θανάτου, η ψυχή, αδιάλειπτη συνέχεια της υλικής μας έκφανσης, πονάει και αυτή.

Προφανώς, η Κοξ πονούσε πάρα πολύ όλα αυτά τα χρόνια που έδινε τις μάχες της για έναν καλύτερο κόσμο. Η ψυχή της συνηχούσε με τα τραύματα –ψυχικά και σωματικά– αυτού του κόσμου που πάσχει, κλονίζεται, συντρίβεται και φαίνεται μερικές φορές να διαλύεται. Η Κοξ ενσαρκώνει με τη στάση της την έννοια του θήλεος: γεννάει παιδιά αλλά και ιδέες, δημιουργεί ένα χώρο μεταβατικό για την οικογένειά της αλλά παράλληλα πασχίζει να διευρύνει τον ζωτικό χώρο μέσα από την πολιτική για τους πάσχοντες. Ο ακτιβισμός της ήταν η έκφραση της περιεκτικής λειτουργίας που τόσο έχουμε όλοι ανάγκη για να υπάρξουμε. Στην ψυχαναλυτική θεραπεία το ονομάζουμε πλαίσιο, στις κοινωνίες κοινωνικό κράτος. Αλλά και οι απόψεις της συνηχούν τη θηλυκή πλευρά της ζωής, υπό την έννοια ότι η παραμονή της Βρετανίας στη μεγαλύτερη ομπρέλα της Ε.Ε. σημαίνει συμμετοχή και συμπόρευση, παρά τα αντιθετικά, δύσκολα, αντικρουόμενα συμφέροντα. Αν δεν είναι αυτό μια μητρική λειτουργία, τότε τι είναι; Γιατί οι οικογένειες τι είναι; Εύκολα μονοπάτια;

Γι’ αυτό πονέσαμε και όλοι εμείς, όταν πληροφορηθήκαμε την είδηση του θανάτου της, για την πληγή σε αυτήν τη λειτουργία. Δεν γράφω για την πολιτική αυτήν τη στιγμή. Γράφω όμως και για την πολιτική. Και στηρίζομαι σε ψυχαναλυτικά εργαλεία για να μιλήσω για την αιώνια πάλη του καλού με το κακό. Και τις γκρίζες ζώνες ανάμεσά τους. Αλλωστε δεν υπάρχει απόλυτα ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Η Κοξ ανήκε στον κόσμο των ισχυρών, σπούδασε στα καλύτερα πανεπιστήμια, ανήκε στην ελίτ της χώρας της και ήταν βουλευτής. Πολλοί λαϊκιστές θα έλεγαν ότι θα έπρεπε να νιώθει ένοχη για κάποια από αυτά που κέρδισε με τον κόπο της. Από την άλλη, η εξουσία δεν είναι τόσο κακή ιδίως εάν υπάρχει σχέδιο για το τι θέλουμε να την κάνουμε. Γι’ αυτό και οι άμυνες στον ψυχισμό είναι αναγκαίες. Και αυτές διαφυλάσσουν το υποκείμενο, τα κράτη, τα έθνη, τις μεγάλες και μικρές ιστορίες. Το ζήτημα είναι ποιες άμυνες χρησιμοποιούμε. Η Κοξ είχε φτάσει στη μετουσίωση. Κατόρθωνε να ενσαρκώνει τη μεταμορφωτική και πολλαπλασιαστική δύναμη της ψυχικής ενέργειας που παράγει σχέδιο, δράσεις προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.

Ο Μερ, όμως, τι άμυνες χρησιμοποιούσε; Ο κάθε Μερ αυτού του κόσμου σε τι φόβους έχει βυθιστεί για να σκορπάει τον θάνατο; Ο Μερ έβλεπε στην Κοξ τον Αλλο. Αλλωστε το θήλυ είναι η ετερότητα πάνω σε έναν κόσμο αρρένων. Είναι το διαφορετικό. Οπως διαφορετικοί είναι και οι πρόσφυγες, οι μετανάστες και οι αδύναμοι, αλλά και όσοι πάσχουν. Και ο Μερ και η Κοξ πάσχουν. Η μία όμως δεν φοβόταν τόσο πολύ, δεν φθονούσε τόσο πολύ, δεν αισθανόταν ότι απειλείται ο ψυχικός της κόσμος, άρα και ο κόσμος μέσα από τα μάτια της μπορούσε να «περπατήσει» μέσα στις αντιφάσεις του. Ο Μερ όμως φοβάται πολύ. Η μετουσίωση είναι πολύ μακριά γι’ αυτόν. Τα πράγματα είναι άκαμπτα. Η πραγματικότητα δεν διαβάζεται με πολλούς τρόπους. Ή είσαι μαζί μας ή είσαι εχθρός μας. Ο Μερ ενσαρκώνει τον φανατισμό, τον φόβο για το διαφορετικό, τον ευάλωτο ψυχισμό που χρησιμοποιεί καταστροφικές άμυνες, όπως είναι η απώθηση, η προβολή, η σχάση. Αυτός ο κόσμος, λέει ο Μερ, κινδυνεύει από ανθρώπους όπως η Κοξ. Γιατί είναι υπερβολικά ανεκτικός, ανοιχτός, έχει αυτοπεποίθηση, έχει μέσα του χαρά. Ενώ ο κόσμος του Μερ έχει φόβο, απειλή, σκοτάδια, κινδύνους, φθόνο για τη χαρά που δεν μπορεί να βιωθεί και μια δυσκολία να δει την ελπίδα. Ο Μερ ήθελε τη Βρετανία δικιά του, όπως ο πρωτότοκος τη μάνα του. Δεν την ήθελε ανοιχτή και συμμετοχική, παρά τις δυσκολίες. Και ο κόσμος της Κοξ ένιωθε ότι δεν τον περιέχει. Ετσι ο φθόνος γίνεται φόνος.

Αυτό ζούμε καθημερινά. Με το Ορλάντο, το Παρίσι, τις Βρυξέλλες, πέρα από τα συμφέροντα και τον στραβό γιαλό που αρμενίζουμε, η μάχη δίνεται καθημερινά ανάμεσα στο θήλυ και στο άρρεν. Ανάμεσα στην αγάπη και στο μίσος. Προσοχή όμως: όταν γράφω για τη θηλυκότητα αυτού του κόσμου δεν εννοώ ότι μόνο εμείς οι γυναίκες έχουμε τη χάρη της. Ο πόλεμος δεν μαίνεται ανάμεσα στον άνδρα και στη γυναίκα. Ο πόλεμος των δύο κόσμων αφορά τους δύο πόλους που ο ένας μπορεί να αντέξει να μην καταστρέψει, και ο άλλος όχι. Και, ίσα ίσα, θεωρώ ότι αυτό αφορά εμάς τις γυναίκες περισσότερο από ποτέ. Διότι έχουμε απολέσει τη δύναμη του φύλου μας, αναζητώντας ξένες ιδιότητες πιο καταστροφικές από όσο μπορούν και οι ίδιοι άνδρες να αντέξουν. Αλλωστε, για όλους τους Μερ αυτού του κόσμου υπάρχει πάντα από πίσω μια αποτυχία μητρικής, κοινωνικής και, τελικά, περιεκτικής λειτουργίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή