Αβίωτο πένθος

3' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΜΑΡΙΑ ΤΣΙΜΑ

Το λιθόστρατο

εκδ. Στερέωμα, σελ. 132

Μ​​ια νέα γυναίκα ξεκινάει τη ζωή της με τις πιο ευοίωνες προοπτικές. Είναι όμορφη, επιθυμητή, αλλά απρόσιτη – ακριβώς επειδή είναι τόσο ξεχωριστή. Οπως και η χήρα μητέρα της, εξάλλου. Μάνα και κόρη ζουν μόνες, στενά δεμένες, αποκομμένες από την επαρχιακή μικροκοινωνία όπου βρέθηκαν να ζουν, μια κοινωνία που τις θαυμάζει αλλά δεν τις κατανοεί και τις αποξενώνει, ίσως γιατί φοβάται την ανεξαρτησία τους. Βαδίζουν πάνω – κάτω στο λιθόστρατο, τα απογεύματα, στην περαντζάδα του Αργοστολιού με τα δίδυμα τακούνια τους, λίγο παλιές, λίγο άχρονες, ξένες – «γιατί όταν νικάει η ομορφιά, δεν την αντέχουν οι άνθρωποι», όπως γράφει η Μαρία Τσιμά, γιατί η ομορφιά είναι ένα απόλυτο που «αστραποκαίει», σύμφωνα με την ωραία και δυνατή λέξη του Δημήτρη Χατζή.

Δεν την αντέχουν, όμως, ούτε οι θεοί. Η όμορφη αυτή κόρη, που θα την προξενέψουν σ’ έναν πλούσιο ομογενή με εστιατόριο στο Κουίνς, στην Αστόρια, στην αρχή θα θαφτεί ανάμεσα στις χωριάτικες και τα λαδόξιδα, αλλά, καθώς πολύ σύντομα θα γνωρίσει τη σωματική επιθυμία, συνυφασμένη με τη θαλερή της νιότη, θα εγκαταλείψει τον ανούσιο γάμο της με τον «γέρο» για χάρη του ανιψιού του, θα κάνει μαζί του ένα παιδί, θα τον εγκαταλείψει για να αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στο κοριτσάκι της. Και ύστερα θα έρθει η τραγωδία, σαν αστροπελέκι από το χέρι ζηλόφθονων και εκδικητικών θεών.

Πράγματι, ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει μια φλέβα πανάρχαια να πάλλεται στο βάθος της αφήγησης της Μαρίας Τσιμά. Ολα τα πάθη των ανθρώπων είναι παρόντα: η ομορφιά πρώτα απ’ όλα, από τη φύση της αλαζονική, αφού στο άνθισμά της μοιάζει να εξομοιώνει τον άνθρωπο με τους θεούς, παραβιάζοντας την τάξη του κόσμου· ο έρωτας, που καταλύει επίσης τις κοινωνικές νόρμες· η ένταση με την οποία η ηρωίδα βιώνει τη μητρότητα, βάζοντας στο επίκεντρο το παιδί της και παραμερίζοντας οτιδήποτε άλλο από τον ορίζοντά της· η απελπισία του παραμερισμένου εραστή και πατέρα, που τον μετατρέπει σε αρσενική Μήδεια. Στο τέλος, η μητέρα θα οδηγηθεί στην αυτοκαταστροφή, τσακισμένη από την οδύνη, χωρίς «να αντέχει ούτε τη λύπη ούτε την παρηγοριά», παραλοϊσμένη, σαν την τρελή μάνα από τον «Λάμπρο» του Σολωμού. Εκείνο το σπαρακτικό «Πώς γίνεται να αφήνεις το αίμα σου κάτω απ’ το χώμα τόσο απροστάτευτο», που βάζει η Μαρία Τσιμά στα χείλη της μητέρας, φέρνει αμέσως στον νου τη «δύστυχη ξεφρενωμένη» του Σολωμού και την απελπισμένη της κραυγή: «Γιατί τινάζετε/ πάνω τους χώματα/ μη μη σκεπάζετε/ τα μικρά σώματα». «Μαύρη μητέρα» και η ηρωίδα της Μαρίας, δεν θα τα βγάλει πέρα με το πένθος και θα χαθεί με τον ίδιο τρόπο που χάθηκε το παιδί της – διαλέγοντας για μνήμα της το νερό.

Λύτρωση δεν υπάρχει, εδώ, παρηγοριά δεν υπάρχει. Το πένθος γίνεται ψυχοβόρο όταν δεν υποτάσσεται στον χρόνο, όταν αδυνατεί να μετουσιωθεί και να γαληνέψει, να φθαρεί (πράγμα σωτήριο για τον πενθούντα), να διευθετηθεί, όπως λένε οι ψυχαναλυτές, οδηγώντας σιγά σιγά στην αποδοχή του ανέκκλητου. Η ηρωίδα της Μαρίας αρνείται να ζήσει το πένθος – γιατί δεν θέλει να αφήσει το παιδί της να φύγει, να σβήσει στο φως της καθημερινότητας, να λιώσει μέσα στην ιαματική πλημμυρίδα των δακρύων. Και αυτή η άρνηση είναι που θα την τρελάνει στο τέλος. Γιατί ο νεκρός που δεν του επιτρέπουμε να εγκαταλείψει οριστικά τον επίγειο κόσμο μας, πεδικλώνει τις στιγμές και ποδηγετεί τον χρόνο, παρών και απών ταυτόχρονα σε ένα «ωσεί παρόν», το οποίο, στον ασφυκτικό εναγκαλισμό του, απειλεί με συμβολικό πνιγμό τους ζωντανούς. Ενα συμβολικό πνιγμό, που εδώ γίνεται πραγματικός.

Ομως, παρά την τραγικότητα του θέματος, παρά τη σχεδόν κανιβαλική αγριότητα κάποιων σκηνών, παρά τον αβάσταχτο πόνο της ορφανεμένης μητέρας που εκτρέπεται προς τη βλασφημία και τη βαθύτατη ασέβεια προς την ίδια ζωή, το βιβλίο αποτελεί έναν ύμνο στην ομορφιά, την τρυφερότητα, τη μητρική αγάπη και τον ανθισμένο έρωτα. Η συγγραφέας ξέρει να στήνει με μικρές λεπτομέρειες τον ιδιωτικό κόσμο των γυναικών, αρωματισμένο σαν ένα συρτάρι με ασπρόρουχα, χυτό σαν μεταξωτό ύφασμα, απαλό σαν πούδρα. Ξέρει να αφηγείται παραμύθια, ενσωματώνοντάς τα στην αφήγηση, ξέρει να αναδεικνύει την δραματικότητα των καταστάσεων παρεμβάλλοντας στην αφήγηση διαλόγους που αποπνέουν έντονη θεατρικότητα. Ενα βιβλίο για την αγιάτρευτη απώλεια, κρουστό, πυκνό, χωρίς ίχνος αισθηματολογίας και γι’ αυτό συγκλονιστικό.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή