Βασίλης Σπανούλης: Το μεγάλο στοίχημα της Εθνικής

Βασίλης Σπανούλης: Το μεγάλο στοίχημα της Εθνικής

Θα επιβιώσει σε έναν πάγκο-ηλεκτρική καρέκλα που «έκαψε» μεγάλα ονόματα προπονητών;

5' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Βασίλης Σπανούλης είναι από τις περιπτώσεις που δεν χρειάζονται συστάσεις – μιλάει γι’ αυτόν η ίδια η τεράστια καριέρα του. Ζωντανός θρύλος του μπάσκετ, πρώτος σκόρερ στην ιστορία της Ευρωλίγκας, με τρεις κατακτήσεις της κορυφαίας ευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης (μία με τον Παναθηναϊκό – δύο με τον Ολυμπιακό), ένα χρυσό συν ένα χάλκινο σε Ευρωμπάσκετ και ένα ασημένιο μετάλλιο σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα με την Εθνική μας ομάδα, με ένα Διηπειρωτικό, επτά πρωταθλήματα και 4 Κύπελλα Ελλάδος, γεύτηκε μέσα στα γήπεδα όλη τη δόξα που μπορεί να χαρίσει ο αθλητισμός.

Παίκτης φτιαγμένος από ατσάλι, πήρε στην καριέρα του δύο πολύ δύσκολες αποφάσεις που άλλοι δεν θα τολμούσαν καν να τις σκεφτούν. Η πρώτη ήταν το 2007, όταν αντιλήφθηκε ότι δεν απολάμβανε το μπάσκετ στον μαγικό κόσμο του ΝΒΑ και αποφάσισε να σπάσει ένα πλουσιοπάροχο συμβόλαιο με τους Χιούστον Ρόκετς για να περάσει ανάποδα τον Ατλαντικό, στον δρόμο της επιστροφής του στην Ελλάδα και στον Παναθηναϊκό. Η δεύτερη τρία χρόνια αργότερα, το 2010, όταν αποφάσισε να διαβεί τον Ρουβίκωνα και να περάσει στην αντίπερα όχθη, αφήνοντας την ασφάλεια που του πρόσφερε ο (μόνιμος εκείνες τις εποχές) πρωταθλητής Παναθηναϊκός με τις 5 (τότε) Ευρωλίγκες, για να γίνει ο ηγέτης του Ολυμπιακού, μίας ομάδας που για σχεδόν 15 χρόνια φυτοζωούσε στη σκιά του «αιωνίου αντιπάλου» της.

Η Ιστορία τον δικαίωσε και στις δύο περιπτώσεις. Δεν μετάνιωσε ποτέ που απαρνήθηκε το αμερικανικό όνειρο ούτε και που άλλαξε στρατόπεδο στην ακμή της καριέρας του, ζώντας αντιδράσεις που ξεπερνούσαν κάθε μέτρο: ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς τον διέγραψε από τα κιτάπια του, ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος του επιτέθηκε με έναν πρωτοφανή τρόπο, οι οπαδοί του Παναθηναϊκού τον έβλεπαν όπως βλέπει ο ταύρος το… κόκκινο πανί. Η μεγάλη του νίκη είναι ότι απογείωσε τον Ολυμπιακό και τον επανάφερε στην κορυφή της Ελλάδας και της Ευρώπης, αλλά δεν ήταν η μεγαλύτερη. Το πιο σπουδαίο του τρόπαιο ήταν ότι ανάγκασε τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς να δηλώσει πως μόλις τον δει θα τον αγκαλιάσει, τον Δημήτρη Γιαννακόπουλο να τον αποθεώνει πλέον σε κάθε ευκαιρία, τον κόσμο του Παναθηναϊκού να του βγάζει το καπέλο και να αναγνωρίζει τη μεγάλη του κλάση. Πόσοι άραγε άλλοι θα μπορούσαν να ονειρευτούν κάτι τέτοιο;

Μια δύσκολη απόφαση

Και μετά απ’ όλα αυτά, έφτασε η ώρα να ξαναπεράσει ο Βασίλης Σπανούλης άλλο ένα μεγάλο ποτάμι: να «σκοτώσει» μέσα του τον παίκτη και να γίνει προπονητής! Είναι μία απόφαση που δεν είναι τόσο αυτονόητη όσο φαίνεται. Ολοι οι συμπαίκτες του στην Εθνική ομάδα, παίκτες με τεράστια ιστορία και αξία, όπως οι Διαμαντίδης, Παπαλουκάς, Ζήσης, Αλβέρτης, Τσαρτσαρής, Ντικούδης, Μπουρούσης και πόσοι άλλοι, δεν επέλεξαν το ίδιο βήμα – προτίμησαν είτε να μείνουν εκτός αθλήματος για να απολαύσουν τη ζωή τους είτε να υπηρετήσουν το μπάσκετ από άλλο πόστο και όχι απ’ αυτό το ψυχοφθόρο του προπονητή. Και κανείς απ’ αυτούς δεν είχε… έξι παιδιά να μεγαλώσει όπως ο V-Span, κίνητρο πολύ σοβαρό για να τον κρατήσει μακριά από την πολύ δύσκολη ζωή του προπονητή!

Ο Σπανούλης επέλεξε να βουτήξει απ’ ευθείας στα βαθιά και να δοκιμαστεί σε πολύ υψηλό επίπεδο, χωρίς να ανέβει σκαλί σκαλί την προπονητική ιεραρχία όπως συνηθίζεται. Ενα χρόνο από την ημέρα που κρέμασε τα παπούτσια του, ανέλαβε το Περιστέρι. Η ομάδα των δυτικών προαστίων δεν έχει την πίεση που έχουν ο Παναθηναϊκός με τον Ολυμπιακό, παραμένει όμως μία από τις πιο σημαντικές ομάδες του ελληνικού μπάσκετ τις τελευταίες δεκαετίες και ο πάγκος της ποτέ δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ο Kill Bill τα κατάφερε εξαιρετικά. Χωρίς την παραμικρή προπονητική εμπειρία, αλλά με εφόδια την τρομερή αντίληψη για το άθλημα και όλα όσα έζησε ως αθλητής στο πιο υψηλό επίπεδο, οδήγησε το Περιστέρι στην 3η θέση του πρωταθλήματος (σαν να το… κατέκτησε δηλαδή απόντων Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού) και στον τελικό του Κυπέλλου. Εν ολίγοις, την ανέδειξε ως την πιο επιτυχημένη ομάδα του ελληνικού πρωταθλήματος πέρα από τους δύο «αιώνιους», που χρόνια τώρα είναι έτη φωτός μπροστά από τον εγχώριο ανταγωνισμό.

Το επόμενο βήμα του Σπανούλη ήλθε γρήγορα και χωρίς ανάσα. Ή μάλλον ήλθε πιο αργά απ’ όσο σχεδίαζαν κάποιοι, γιατί η ιδέα να διαδεχθεί τον Δημήτρη Ιτούδη στο τιμόνι της Εθνικής μας ομάδας είχε γεννηθεί στο μυαλό του Βαγγέλη Λιόλιου από την πρώτη ημέρα που βρέθηκε στη θέση του προέδρου της ΕΟΚ. Το βήμα έμεινε μετέωρο τότε όχι γιατί η απειρία του V-Span έμοιαζε βουνό, αλλά επειδή δεν είχε δίπλωμα προπονητή και ο ΣΕΠΚ είχε στείλει ξεκάθαρο μήνυμα: «Ο κύριος Σπανούλης δεν έχει δίπλωμα προπονητή και δεν μπορεί να είναι προπονητής της Εθνικής ομάδας».

Από τη στιγμή που αυτό το τυπικό έλλειμα… διορθώθηκε, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ ήξεραν πολύ καλά ότι η αντίστροφή μέτρηση για την αποκαθήλωση του Ιτούδη είχε αρχίσει. Ο Βασίλης Σπανούλης ήταν ένα προσωπικό στοίχημα του κ. Λιόλιου, και ήθελε να το παίξει. Η χαμηλή πτήση της (λαβωμένης από τις τεράστιες απουσίες) ομάδας μας στην Ινδονησία για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα ήταν σίγουρο ότι θα προκαλούσε εξελίξεις σε επίπεδο τεχνικής ηγεσίας, κι ας είχε ένα χρόνο ακόμη συμβόλαιο ο Ιτούδης με την ΕΟΚ. Το διαζύγιό του ήταν βελούδινο τελικά και άνοιξε έτσι «αναίμακτα» ο δρόμος για να γίνει πραγματικότητα ο μεγάλος πόθος του προέδρου της Ομοσπονδίας.

Θα πετύχει το πείραμα «Σπανούλης»;

Θα επιβιώσει σε έναν πάγκο-ηλεκτρική καρέκλα που «έκαψε» μεγάλα ονόματα προπονητών όπως του Πιτίνο, του Ιτούδη, του Τρινκιέρι, του Καζλάουσκας και του Κατσικάρη; Είναι όλοι τους προπονητές με μεγάλες εμπειρίες και επιτυχίες στο πιο υψηλό επίπεδο, κανείς τους όμως δεν μπόρεσε να μπει στα «παπούτσια» του Παναγιώτη Γιαννάκη, ο οποίος οδήγησε την «επίσημη αγαπημένη» στην κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ το 2005 και στον τελικό του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος την επόμενη χρονιά. Θα πετύχει ο Σπανούλης με το τεράστιο όνομα ως αθλητής, αλλά την πολύ μικρή εμπειρία ως προπονητής, εκεί που απέτυχαν άλλοι με πολύ πιο πλούσιο βιογραφικό στους πάγκους;

Ισως η απάντηση να υπάρχει στο όνομα… Παναγιώτης Γιαννάκης! Ο «δράκος» του ελληνικού μπάσκετ βούτηξε κι αυτός απ’ ευθείας στα βαθιά αμέσως μόλις έκλεισε την μεγάλη καριέρα του ως παίκτης, αναλαμβάνοντας με μηδενική προπονητική εμπειρία τα ηνία της Εθνικής μας ομάδας. Τις μεγάλες επιτυχίες με τα μετάλλια τις έφερε μεν στη δεύτερη θητεία του, μετά το 2004, όταν είχε προλάβει να γράψει στο… κοντέρ του κάμποσα χιλιόμετρα ως προπονητής, αλλά δεν ήταν και λίγα όσα πέτυχε στην πρώτη θητεία του, από το 1996 έως το 1998, με δύο τέταρτες θέσεις στο Μουντομπάσκετ και το Ευρωμπάσκετ.

Αυτή τη διαδρομή καλείται να ακολουθήσει τώρα και ο Βασίλης Σπανούλης, με εφόδια κυρίως την μπασκετική ευφυΐα που τον διακρίνει και τις μεγάλες επιτυχίες που είχε ως αθλητής, ως μια συνέχεια του επιτυχημένου παραδείγματος του Παναγιώτη Γιαννάκη. Το αν θα τα καταφέρει κι αυτός είναι κάτι που θα φανεί στην πορεία, μέσα στα γήπεδα, εκεί που κρίνονται όλα. Κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή, ειδικά στον χώρο του αθλητισμού, όπου συμβαίνει ό,τι συμβαίνει και στα αμοιβαία κεφάλαια: οι προηγούμενες αποδόσεις ποτέ δεν εγγυώνται τις μελλοντικές…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή