Μάριο Ζαγκάλο: Ο «13ος Απόστολος» της Βραζιλίας

Μάριο Ζαγκάλο: Ο «13ος Απόστολος» της Βραζιλίας

Ο Ζαγκάλο έζησε μια πλούσια ζωή, με επιτυχίες που ελάχιστοι γεύτηκαν στην καριέρα τους

5' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σχεδόν έναν χρόνο από την απώλεια του Πελέ, η Βραζιλία γονατίζει για να αποχαιρετήσει ακόμη έναν θρύλο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Eναν χρόνο και μία εβδομάδα από την ημέρα που έφυγε από τη ζωή ίσως ο πιο σπουδαίος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών, ο Μάριο Ζαγκάλο ξεκίνησε κι αυτός το μεγάλο ταξίδι με προορισμό τη γειτονιά των αγγέλων, για να συναντήσει εκεί όλους τους παίκτες ινδάλματα της δικής του εποχής που τον περιμένουν για να ξαναφτιάξουν την κυριαρχική «σελεσάο» των ημερών του, την ομάδα που σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά της.

Ο Ζαγκάλο έζησε μια πλούσια ζωή, με επιτυχίες που ελάχιστοι γεύτηκαν στην καριέρα τους. Ως ποδοσφαιριστής δεν ήταν χαρισματικός, δεν είχε το αστείρευτο ταλέντο των παικτών – θρύλων που είχε δίπλα του στην εθνική Βραζιλίας. Διάβαζε, όμως, το παιχνίδι καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, γι’ αυτό πάντα λειτουργούσε ως προπονητής στον αγωνιστικό χώρο. Ξεκίνησε με το «10» στην πλάτη, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησε ότι αν έμενε σ’ αυτή τη θέση δεν θα είχε καμιά τύχη να παίξει στην εθνική Βραζιλίας. Υπήρχαν δίπλα του πολύ πιο ταλαντούχοι παίκτες για τη θέση αυτή.

Είχε την εξυπνάδα να βρει τη θέση που του ταίριαζε καλύτερα και δικαιώθηκε για την επιλογή του. Καθιερώθηκε ως αριστερός εξτρέμ και έγινε πολύτιμος στα χέρια όλων των προπονητών του γιατί ήταν ο μόνος επιθετικός που γύριζε να μαρκάρει, και μάλιστα το έκανε πάρα πολύ καλά. Ηταν μικροκαμωμένος, αλλά γρήγορος και ακούραστος, παίκτης που όργωνε το γήπεδο, ένας στρατιώτης για την ομάδα.

«Γερόλυκος», «Καθηγητής», «Μυρμήγκι», «13ος Απόστολος» και «Αρχοντας του Κυπέλλου» είναι τα προσωνύμια που του έδωσαν οι Βραζιλιάνοι, και τον συνόδευαν πάντα στη ζωή του. Η είδηση του θανάτου του έγινε γνωστή με πολύ τρυφερά λόγια μέσα από τον λογαριασμό του στο Instagram, όπου ήταν ενεργός μέχρι τα 92 χρόνια του, ακριβώς επειδή πάντα ήταν μπροστά από την εποχή του! Ακολουθούσε πάντα τους ρυθμούς των νέων και δεν είχε κανένα πρόβλημα να τους μιλά στη δική τους γλώσσα, αντί να απαιτεί αυτοί να καταλάβουν τη δική του.

Ο Μάριο Ζαγκάλο είναι ο άνθρωπος που έχει συνδέσει το όνομά του με το Παγκόσμιο Κύπελλο περισσότερο από κάθε άλλον. Το κατέκτησε δύο φορές ως ποδοσφαιριστής (1958 στη Σουηδία, 1962 στη Χιλή) και είναι ο πρώτος που το κατέκτησε και ως προπονητής. Το χρίσμα του ομοσπονδιακού τεχνικού το πήρε με… πραξικόπημα του Προέδρου Μέντιτσι, ο οποίος καθαίρεσε τον (αριστερών πεποιθήσεων) Ζοάο Σαλτάνια επειδή αρνήθηκε να καλέσει στη «σελεσάο» τον εκλεκτό του σέντερ φορ, τον Ντάριο.

Ο Ζαγκάλο τότε ήταν 39 ετών, ο πιο μικρός σε ηλικία προπονητής που είχε αναλάβει την εθνική Βραζιλίας. Αν και ως ποδοσφαιριστής ήταν αγαπητός, οι περισσότεροι πίστευαν ότι λόγω απειρίας δεν θα μπορούσε να κουμαντάρει μια ομάδα που ξεχείλιζε από προσωπικότητες και ταλέντο. Η ιστορία διέψευσε πανηγυρικά κάθε φόβο. Με αυτόν στον πάγκο, η «σελεσάο» συνέτριψε 4-1 την Ιταλία στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970 και έκτοτε άνοιξε μια συζήτηση, που κρατάει μέχρι τις μέρες μας, για το αν αυτή ήταν η κορυφαία ομάδα όλων των εποχών στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο.

Η 4η θέση στο Μουντιάλ του 1974 θεωρήθηκε αποτυχία και ο Ζαγκάλο αποχαιρέτησε την εθνική ομάδα. Ηταν, όμως, άνθρωπος με τη νοοτροπία του στρατιώτη, γι’ αυτό και αποδέχθηκε την πρόταση να επιστρέψει στη «σελασάο» σε πιο δεύτερο ρόλο, ως τεχνικός σύμβουλος του Κάρλος Αλμπέρτο Παρέιρα, στο Μουντιάλ του 1994 στις ΗΠΑ. Με το χαμένο πέναλτι του Ρομπέρτο Μπάτζιο, η Βραζιλία κατέκτησε το τρόπαιο και ο Ζαγκάλο έφτασε ως παίκτης, προπονητής και τεχνικός σύμβουλος στις τέσσερις κατακτήσεις! Οι μόνοι που κατάφεραν διαχρονικά να ακολουθήσουν τα χνάρια του κερδίζοντας το τρόπαιο ως παίκτες και προπονητές ήταν ο Φραντς Μπεκενμπάουερ και ο Ντιντιέ Ντεσάν.

Η επόμενη πρόκληση για τον «13ο Απόστολο» του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου ήρθε στο Μουντιάλ του ’98 στη Γαλλία. Αντικατέστησε τον Παρέιρα και καθοδήγησε αυτός τη Βραζιλία μέχρι τον τελικό, όπου ηττήθηκε 3-0 από τους διοργανωτές. Ηταν ένας τελικός με βαριά τη σκιά του Ρονάλντο, σε μια ιστορία όπου ποτέ δεν υπήρξαν πειστικές απαντήσεις. Η κρίση (πανικού;) που χτύπησε το «φαινόμενο» προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στη «σελασάο» και η απόφαση του Ζαγκάλο να τον χρησιμοποιήσει παραμένει έως σήμερα ακατανόητη, κι ας έδωσε ο ίδιος τις δικές του εξηγήσεις: «Το επέτρεψαν οι γιατροί. Οποιοσδήποτε στη θέση μου θα έκανε το ίδιο. Δεν θα τον εμπόδιζα να παίξει σε τελικό Μουντιάλ».

Με 7 παρουσίες σε Παγκόσμια Κύπελλο, η επιτυχία του είναι αξιοθαύμαστη. Κατέκτησε 4 φορές το τρόπαιο, μετείχε σε 5 τελικούς χάνοντας μόνο τον έναν, ενώ τις άλλες δύο φορές έφτασε μέχρι τα ημιτελικά (1974) και τα προημιτελικά (2006).

Αντίστοιχες επιτυχίες είχε και με τις ομάδες που προπόνησε στο πρωτάθλημα Βραζιλίας. Αυτός εφάρμοσε πρώτος το σύστημα 5-3-2 που μετατρέπεται σε 3-5-2, σε μια προσπάθεια να σπάσει το περίφημο «jogo bonito» των Βραζιλιάνων και να τους βάλει στον ευρωπαϊκό τρόπο παιχνιδιού που απαιτούσε ισορροπία και μεγαλύτερη αμυντική προσήλωση.

Κατά καιρούς δέχθηκε μεγάλη πίεση για το αμυντικό στιλ των ομάδων του, που έμοιαζε παράταιρο με την παιχνιδιάρικη φιλοσοφία των Βραζιλιάνων, γι’ αυτό και λίγο μετά την κατάκτηση του Κόπα Αμέρικα, το 1997, στη Βολιβία, είχε ένα μεγάλο ξέσπασμα μπροστά στην κάμερα: «Θα αναγκαστείτε να με ανεχθείτε»!

Ο Μάριο Ζαγκάλο ήταν ο τελευταίος εν ζωή παίκτης της εθνικής Βραζιλίας που κατέκτησε το τρόπαιο στο Μουντιάλ της Σουηδίας. Ηταν η διοργάνωση όπου ο 17χρονος Πελέ ξεδίπλωσε το αστείρευτο ταλέντο του, έχοντας δίπλα του τον Ζαγκάλο, ο οποίος στα μάτια του λειτουργούσε ως πατρική φιγούρα. «Ημουν 27 χρονών και ο Πελέ 17, γι’ αυτό και ποτέ δεν είπα ότι έπαιξα μαζί του αλλά ότι αυτός έπαιξε με εμένα», έλεγε συχνά αστειευόμενος, με τον ίδιο τον Πελέ να τον αποκαλεί «μεγάλο αδελφό», σε μια σχέση που δεν έσπασε ποτέ στο πέρασμα του χρόνου.

Ανθρωπος ιδιαίτερα ευσυγκίνητος, βούρκωνε συχνά κάθε φορά που ένιωθε την αδικία. Ηταν και ιδιαίτερα προληπτικός, στα όρια της δεισιδαιμονίας. Τα πάντα στη ζωή του τα είχε συνδυάσει με τον αριθμό 13, το οποίο θεωρούσε ως το τυχερό του νούμερο. Το διαμέρισμά του ήταν στον 13ο όροφο, παντρεύτηκε στις 13 Ιουνίου, οι πινακίδες στα αυτοκίνητά του είχαν πάντα τον αριθμό 13, όλες τις επιτυχίες στην καριέρα του τις είχε συνδυάσει με αυτό το νούμερο, το γρουσούζικο για όλους τους άλλους. Γι’ αυτό και κάπου μέσα του βαθιά πίστευε ότι εάν ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου στη Γαλλία δεν γινόταν στις 12 Ιουλίου, αλλά μία ημέρα αργότερα, στις 13, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τον χάσει!

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή