Φέτος το καλοκαίρι, στην περιοχή όπου μένω ένας από τους φίλους/γνωστούς μου κατέβαινε για υποψήφιος δήμαρχος. Οταν τον συνάντησα τυχαία στον δρόμο, μου ζήτησε να βρεθούμε για να μιλήσουμε γιατί ήθελε την υποστήριξή μου στην υποψηφιότητά του. Αφού του ευχήθηκα καλή επιτυχία, του είπα ότι θα περάσω από τα γραφεία του μια μέρα για να μου πει από κοντά ποιες είναι οι σκέψεις του γύρω από τον δήμο και τις ανάγκες του.
Πραγματικά, μου αρέσει να έχω μια εικόνα για τα κοινά στον τόπο όπου μένω, θεωρώ ότι η κοινότητα στην οποία ζω και τοπικοί πολιτικοί μπορούν κυριολεκτικά να βοηθήσουν να γίνει η καθημερινότητά μας καλύτερη. Για να μη μακρηγορώ, αφού ξοδέψαμε αρκετή ώρα με τα προκαταρκτικά, τον ρώτησα «τι σκέφτεσαι να κάνεις για τον δήμο, τι πιστεύεις ότι λείπει;». Και μου απάντησε άμεσα: «Θέλω να δώσω έμφαση στον πολιτισμό». Τον κοίταξα με έκπληξη και απορία, γιατί ειδικά τη φετινή χρονιά, που είχαμε προεκλογική περίοδο στους δήμους και στις περιφέρειες, οι εκδηλώσεις -και ειδικά οι δωρεάν- δεν έλειψαν σε καθημερινό επίπεδο. Επίσης, ο δήμος στον οποίο ζω δεν είναι ένας δήμος που στερείται -το καλοκαίρι τουλάχιστον- θεατρικών παραστάσεων και κάποιων συναυλιών. Τον ρώτησα αν πιστεύει ότι υπάρχει έλλειψη και μου απάντησε ότι πρέπει όλοι οι κάτοικοι και οι δημότες να έχουν πρόσβαση στον πολιτισμό.
Επειδή ένιωθα άνετα μαζί του, του απάντησα ότι ο πολιτισμός, ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο, έχει να κάνει περισσότερο με τον πολιτισμό της καθημερινότητας, δηλαδή με τα μεγάλα και καθαρά πεζοδρόμια, τα φροντισμένα παρτέρια, την προσβασιμότητα για όλους τους δημότες και τους κατοίκους σε όλα. Αλλά και με την καθαριότητα στους δρόμους, την αποκομιδή των απορριμμάτων, την εκπαίδευση των δημοτών στην ανακύκλωση, την οδική συμπεριφορά και ασφάλεια και πολλά ακόμη.
Ενιωσα την έκπληξη και την απορία στο βλέμμα του. Πίστευε πως και μόνο η αναφορά της λέξης «πολιτισμός» θα έκανε την αντίστασή μου «βούτυρο». Θα λύγιζα, θα τον επιδοκίμαζα, θα του έλεγα ότι αυτή είναι η λύση σε όλα μας τα προβλήματα και φυσικά θα αναγνώριζα πόσο σημαντικά είναι όλα αυτά απλώς ψηφίζοντάς τον!
Η απορία μου όμως ήταν γνήσια, πραγματικά δεν καταλαβαίνω πώς, έπειτα από τόσο πολλά χρόνια μεταπολιτευτικής ζωής, εξακολουθούμε να ταυτίζουμε τη διασκέδαση με τον πολιτισμό. Δεν μάθαμε τίποτα από τον Μάνο Χατζιδάκι της δεκαετίας του ’80; Δεν μάθαμε ότι ο πληθωρισμός σκοτώνει την αξία;
Πραγματικά θα χάριζα τις πολιτιστικές εκδηλώσεις μίας ολόκληρης χρονιάς σε οποιονδήποτε θα μου έλεγε ότι θα μεταμόρφωνε την πόλη μου με τον πολιτισμό της καθημερινότητας! Καταλαβαίνω ότι είναι σκληρό να πεις σε κάποιον που αναφέρει τη λέξη «πολιτισμός» ότι τις περισσότερες φορές είναι μια εύκολη και λαϊκίστικη καραμέλα χωρίς κανένα αντίκρισμα! Το είχε γράψει με πολύ εύγλωττο τρόπο πριν από χρόνια η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση σε ένα σλόγκαν που είχε κυκλοφορήσει: «Τι να σου κάνει κι η τέχνη;».
Κυριολεκτικά, τι να σου κάνει η τέχνη αν δεν έχεις αποφασίσει, αντί για τον πολιτισμό των τεχνών, να παλέψεις για τον πολιτισμό της καθημερινότητας;
Είμαστε μια χώρα που τόσο θεσμικά, από την πλευρά των κρατικών φορέων δηλαδή, όσο και ιδιωτικά, από την πλευρά των ιδιωτικών φορέων και θεσμών, έχουμε καθημερινά έντονη πολιτική παρουσία. Ακόμη κι αν κάποιος θεωρήσει ότι το κράτος και οι θεσμοί του δεν κάνουν όλα όσα πρέπει για τον πολιτισμό -θα μπορούσα να συμφωνήσω με κάποιες παρατηρήσεις γύρω από αυτό και ιδιαίτερα στην περίπτωση του σύγχρονου-, από την άλλη δεν παύουν να χρηματοδοτούν και ιδιωτικούς φορείς αλλά και μεμονωμένες εκδηλώσεις.
Συναυλίες, παραστάσεις, θέατρο, περφόρμανς, installations, βιβλία… Είναι να απορεί κανείς πως παρά την τόσο έντονη πολιτιστική δραστηριότητα εξακολουθούμε ακόμη να συζητάμε για περισσότερο πολιτισμό και όχι για μια άλλη σχέση με αυτόν!
Ο πολιτισμός για εμάς εννοείται σαν διασκέδαση, σαν έξοδος, άντε -σε μια πολύ καλή περίπτωσή του- κάτι σαν ψυχαγωγία, με τη χατζιδακική έννοια του όρου. Κι όμως παράγουμε τόσο πολιτισμό που δεν μπορούμε πλέον να τον απορροφήσουμε!
Πριν από περίπου δύο χρόνια, θυμάμαι, είχα ανοίξει έναν διάλογο στη ραδιοφωνική εκπομπή μου με τους ακροατές, που μου έλεγαν ότι ο πολιτισμός δεν φθάνει.
Τους έκανα λοιπόν την εξής ερώτηση: Για ποιον λόγο, εφόσον ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας ζητάει περισσότερο πολιτισμό, το κανάλι που εκπέμπει εκπομπές πολιτισμού περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, η ΕΡΤ2, έχει τόσο χαμηλά ποσοστά διαχρονικά, ανεξαρτήτως διοικήσεων, διευθυντών προγραμμάτων, κυβερνήσεων και λοιπά. Πώς εξηγούνται τα τόσο χαμηλά νούμερα σε ένα κανάλι που τα τελευταία χρόνια, άλλες φορές πιο πετυχημένα κι άλλες φορές λιγότερο, έχει ένα πρόγραμμα πλούσιο και αρκετά ποιοτικό που περιστρέφεται και στοχεύει στον πολιτισμό;
Ζητάμε περισσότερο πολιτισμό, αλλά, αν δεν δοθεί μια αλλαγή παραδείγματος, νομίζω ότι θα τσαλαβουτάμε στα ίδια νερά που δεν μας βγάζουν πουθενά. Θα πρότεινα μια αλλαγή της λέξης που χρησιμοποιούμε, που θα μπορούσε να μας βοηθήσει να αντιληφθούμε την έννοια «πολιτισμός» στην πραγματική της διάσταση. Ας αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε τη λέξη «κουλτούρα» και να την αντιλαμβανόμαστε, αφού περιλαμβάνει πολύ περισσότερα. Περιλαμβάνει γνώσεις και ταξίδια, ιδέες και συμπεριφορά, ντύσιμο και διατροφή, μουσική και ποίηση και πολλά πολλά ακόμη!
Αν κάποιος, δε, μεταφράσει τη λέξη «κουλτούρα», τότε δεν έχει άλλη επιλογή από το να την πει καλλιέργεια. Το χώμα υπάρχει, αυτό που ψάχνουμε είναι οι καλλιεργητές!
Το υπέροχο «Now and Then»
— Σε σκοτσέζικο ντους υποβάλλονται όσοι και όσες διαβάζουν αυτές τις ημέρες σχόλια για το καινούργιο τραγούδι των Beatles, το υπέροχο «Now and Then», που βρέθηκε από τα συρτάρια του Τζον Λένον και, με μια πορεία περίπου 55 ετών, έφτασε στα αυτιά μας και μάλλον και στο νούμερο ένα του πίνακα επιτυχιών στη Μεγάλη Βρετανία. Προσωπικά το θεωρώ από τα πολύ καλά τραγούδια των τελευταίων χρόνων του συγκροτήματος, που κουβαλάει πολλά από τα συνθετικά, μελωδικά και ενορχηστρωτικά signatures των Beatles, πέραν της μεγάλης συγκίνησης που νιώθω όταν ακούω αυτό το ιδιαίτερο ηχόχρωμα της φωνής του Λένον μαζί με τις κιθάρες του Τζορτζ Χάρισον, τα τύμπανα του Ρίνγκο Σταρ, το μπάσο του Πολ Μακάρτνεϊ και τις αρμονίες των Beatles. Και το βιντεάκι, «μπιτλικό» χιούμορ σαν να μην πέρασε μια μέρα.
«Milky Way»
— Οταν είχα πρωτοδεί τα δύο πρώτα επεισόδια του «Milky Way» σε δημοσιογραφική προβολή -της σειράς οκτώ επεισοδίων που υπογράφει σεναριακά και σκηνοθετεί ο Βασίλης Κεκάτος-, είχα θαυμάσει τη σκηνοθεσία, τη φωτογραφία, την ατμόσφαιρα, το μοντάζ, τις μουσικές που υπογράφουν δύο καλοί μου φίλοι, ο Κωστής Μαραβέγιας και η Kid Moxie, τις ωραίες ερμηνείες, την ανάμειξη της παλιάς γενιάς των ηθοποιών με τα εντελώς καινούργια πρόσωπα. Είχα όμως αναρωτηθεί αν μια σειρά φρέσκια, με σημερινούς προβληματισμούς και τη ματιά της στο μέλλον, και τόσο τολμηρή και ρεαλιστική θα μπορούσε να συναντήσει το ελληνικό κοινό που βλέπει τηλεόραση. Με μεγάλη χαρά είδα στα νούμερα της τηλεθέασης του πρώτου επεισοδίου και τα σχόλια που τη συνόδευαν ότι «The Times They Are A Changing»… εν αναμονή και της συνέχειας.
Τα καλύτερα σχόλια
— Ενας τυφώνας της τζαζ πέρασε από το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την Κυριακή το βράδυ, 4 Νοεμβρίου, ο τυφώνας Σαμάρα Τζόι, ηλικίας μόλις 23 ετών, με δύο ολόφρεσκα Γκράμι στις αποσκευές της, και φυσικά με τα καλύτερα σχόλια των δημοσιογράφων σε όλα τα έγκυρα τζαζ περιοδικά του πλανήτη να τη συγκρίνουν με την Ελα Φιτζέραλντ και τη Σάρα Βον! Και πόσο δίκιο είχαν.
Μας κολάκευσε
Ενα τεράστιο ταλέντο, μια επιβλητική σκηνική και φωνητική παρουσία που υπόσχεται πλέον πάρα πολλά και για το μέλλον! Μας κολάκευσε ερμηνεύοντας και το «Τι ‘ναι αυτό που το λένε αγάπη» των Τάκη Μωράκη και Δανάης Στρατηγοπούλου και κέρδισε το απόλυτο χειροκρότημα… 1,5′ η διάρκεια του τραγουδιού, 1,5’ και το χειροκρότημα. Πόσο άλλαξαν επίσης τα πράγματα, παλαιότερα στην τζαζ ο πιανίστας ήταν λευκός και ο ντράμερ με τον μπασίστα μαύροι, στην περίπτωση της μπάντας της Σαμάρα Τζόι ο τρομερός πιανίστας ήταν μαύρος και οι τρομεροί ντράμερ και μπασίστας λευκοί!