«Οταν βάζεις φωτιά δεν ξέρεις τι θα συμβεί. Η πυρκαγιά είναι απρόβλεπτη, αυτό είναι το θαύμα της φλόγας. Οποιος σβήνει μια φωτιά ξέρει πώς θα καταλήξουν όλα, καπνός και στάχτη και ανακούφιση. Οποιος βάζει μια φωτιά θέτει μία ερώτηση στο μέλλον. Ρίσκο και αβεβαιότητα και ελπίδα. Οι φλόγες έχουν τις δικές τους επιθυμίες, η αλλαγή δεν έχει αφέντη».
Οποιος βάζει μια φωτιά μπορεί και να καεί ο ίδιος
Η παράσταση «Η Καταρίνα και η ομορφιά να σκοτώνεις φασίστες» του Τιάγκο Ροντρίγκες που είδαμε πρόσφατα στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση ξεκινάει με αυτά τα λόγια του αφηγητή, που είναι ο ρόλος ο οποίος διαχειρίζεται τη μουσική στην παράσταση. Προβοκατόρικος τίτλος, ήθελες να δεις την παράσταση, να μπεις στον κόσμο της και στο μυαλό του δημιουργού της. Οπως ακριβώς αυτός είχε μπει στο δικό σου μυαλό. Προβοκατόρικος τίτλος, που επαληθεύεται στα 150 λεπτά που διαρκεί η παράσταση, καλοδουλεμένη στην παραμικρή λεπτομέρεια που παίζει μαζί σου συνεχώς. Επιχειρήματα, συναισθήματα και απόψεις άλλαζαν κατά τη διάρκεια του έργου γιατί ποτέ δεν είναι εύκολο και απλό να καταλήξεις στην αλήθεια. Ποιος δεν ένιωσε την ανάγκη κατά τη διάρκεια της παράστασης να γυρίσει στον διπλανό του και να μπει σε μια συζήτηση μαζί του για τα όρια της δημοκρατίας και του τι είναι ηθικό και τι όχι στη σημερινή εποχή;
Την τελευταία δεκαετία νιώθω ότι στη χώρα μας ο καθένας μας έβαλε και μια φωτιά. Σαν αυτή της παράστασης. Βάλαμε φωτιά στις σχέσεις μας: οικογένειες, φιλίες, συγγένειες και εργασιακοί χώροι όλα δοκιμάστηκαν αφού έμοιαζε ότι όλα όσα είχαμε χτίσει μέχρι χθες κατέρρεαν στο όνομα των διαφόρων μας. Το ενδιαφέρον είναι –ειδικά όταν το βλέπεις να συμβαίνει και σε σένα– ότι παρόλο που η φωτιά μπορεί να οδηγήσει στην απόλυτη καταστροφή, αυτή η καταστροφή μπορεί να σε φέρει ξανά στην αρχή, στο σημείο μηδέν. Και νιώθω ότι εδώ είμαστε σήμερα στο μηδέν, στην αφετηρία.
Ενα απ′ αυτά, τα πολλά, που μου έλειψαν την τελευταία δεκαετία είναι ότι ξεχάσαμε να συζητάμε και να ακούμε τη διαφορετική από τη δική μας άποψη. Ξεχάσαμε να διαφωνούμε. Η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση εδώ και καιρό μας δίνει χώρο, αφορμή και τη στέγη της για να αρχίσουμε να συζητάμε ξανά για όλα όσα μας προβληματίζουν και διαφωνούμε.
Ισως ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι όσα είναι αυτά που συζητάμε και σκεφτόμαστε εδώ στην Αθήνα, στην Ελλάδα είναι τα ίδια που έχουν στη Λισαβόνα και στην Πορτογαλία, στη Μαδρίτη και στην Ισπανία, στη Ρώμη και στην Ιταλία. Οι σύγχρονες φιλελεύθερες αστικές δημοκρατίες στέκονται αμήχανες σε όλα τα θέματα που φέρνουν ο καιρός και οι αλλαγές. Αλλά τα συζητούν.
Οι καλλιτέχνες, οι δημιουργικοί άνθρωποι, αντιλαμβάνονται και συλλαμβάνουν πρώτοι τα υπόγεια ρεύματα και τα μεταφέρουν στη σκηνή, στο σινεμά, στις νότες και στα τραγούδια. Η σχέση μας με όλα αυτά μοιάζει τα τελευταία χρόνια να αλλάζει και να γίνεται πιο ουσιαστική.
Μαρία Κάλλας-Πάτι Σμιθ
Εχουμε κάνει ελάχιστα για να τιμήσουμε τη Μαρία Κάλλας. Ακόμη και στεγνά ωφελιμιστικά να το δει κανείς, ως χώρα έχουμε κάνει ακόμα λιγότερα. Κάποιοι το νιώθουν χρόνια τώρα και το συζητάνε. Κάποια άλλοι το ανακάλυψαν πρόσφατα. Ισως και γιατί με αφορμή την επέτειο των 100 χρονών από τη γέννηση της κορυφαίας ντίβας όλων των εποχών ανακαλύψαμε κι εμείς με συγκίνηση και υπερηφάνεια ότι σ′ ολόκληρο τον κόσμο γιορτάζουν τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας με εκδηλώσεις επί εκδηλώσεων, ιδιαίτερα μάλιστα στις χώρες που έζησε και άφησε ένα πολύ έντονο αποτύπωμα!
Ενα φρέσκο ντοκιμαντέρ έρχεται να αναδείξει αλλά και να επιβεβαιώσει την πολύπλοκη σχέση που έχουμε με τη Μαρία Κάλλας και το πώς στέκεται ένα μεγάλο κομμάτι ανθρώπων στη χώρα για την ίδια ως άνθρωπο.
Το ντοκιμαντέρ έχει τον τίτλο «Μαίρη Μαριάννα Μαρία: τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας» και είναι μια συμπαραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που υπογράφουν ο Βασίλης Λούρας και ο Μιχάλης Ασθενίδης. Εκανε πρεμιέρα πριν από λίγες ημέρες στη σκηνή της αίθουσας Σταύρος Νιάρχος.
Ενα συμπαγές και πρωτότυπο ντοκιμαντέρ που μιλάει για αυτά τα λίγα αλλά τόσο καθοριστικά οκτώ χρόνια που έζησε στην Αθήνα από το 1937 μέχρι το 1945. Καθοριστικά για τον χαρακτήρα της, για τον ψυχισμό της που έβαλαν τη σφραγίδα τους για το πώς αναζήτησε την ευτυχία μέσα από το τραγούδι και τις σχέσεις της.
Τεκμηριωμένο και χρησιμοποιώντας ένα μεγάλο όγκο υλικού από κάθε δυνατή πηγή σε Ελλάδα και εξωτερικό, είναι απολαυστικό γιατί μας μεταφέρει σε έναν κόσμο της Κάλλας για τον οποίο μαθαίνουμε για πρώτη φορά. Επιβεβαιώνει μάλιστα το γεγονός ότι οι άνθρωποι ανεξάρτητα από οικονομική και κοινωνική θέση είτε είναι πολιτικοί είτε μιντιάρχες είτε απλός λαός θέλουμε να ορίζουμε τις ζωές και τις τύχες των ειδώλων μας, ακόμα κι αυτών τους οποίους έχουμε κατά καιρούς αποθεώσει, ίσως μάλιστα αυτών τις ζωές ακόμη περισσότερο!
Και ενόσω εμείς βλέπαμε το σημαντικό αυτό ντοκιμαντέρ που ετοιμάζεται να ταξιδέψει και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, μια άλλη σπουδαία καλλιτέχνης, η Πάτι Σμιθ, έγραφε τα εξής στο ημερολόγιό της αγναντεύοντας από το δωμάτιο του ξενοδοχείου της τον κόλπο της Νάπολης στις 2 Δεκεμβρίου:
«Ανέκαθεν η Μαρία Κάλλας ήταν σπουδαία πηγή έμπνευσης για μένα. Δεν ήταν η τέλεια τραγουδίστρια αλλά το βάθος των συναισθημάτων και ο τρόπος με τον οποίο εξέφρασε το εσωτερικό αφήγημα της μουσικής με τις ερμηνείες της ήταν μοναδικά. Εχοντας υποφέρει τα πάνδεινα, αντλούσε από τη δικιά της εσωτερική πηγή. Κι όμως παρότι τραγούδησε για τις μεγάλες ερωτικές απογοητεύσεις των ηρωίδων στα έργα που ερμήνευσε, τίποτα δεν την προετοίμασε για τη δικιά της μεγάλη απογοήτευση. Προδομένη, ξεχασμένη, χωρίς αγάπη, χωρίς τη φωνή της ή την ελπίδα ενός παιδιού καταδικάστηκε να ζήσει τη ζωή της στη μοναξιά.
Τη φαντάζομαι στο πλημμυρισμένο φως διαμέρισμά της στο Παρίσι να φοράει κολιέ με μαργαριτάρια. Η αγάπη είναι το πιο πολύτιμο κόσμημα απ′ όλα, να ψιθυρίζει καθώς ξεκουμπώνει το κολιέ και τα μαργαριτάρια κατρακυλούν από τον λαιμό της και αναπηδούν στις σκάλες, όπως τα συναισθήματα στις “κλίμακες” της ζωής της».
90 δευτερόλεπτα
«Αγοράστε ένα φθηνό χρονόμετρο και μετρήστε τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος μέσα σε 90 δευτερόλεπτα. Δίχως να βιάζεται μπορεί να βράσει ένα αυγό. Να ανακαλέσει και να ξετυλίξει στη μνήμη του μια εικόνα από το περσινό καλοκαίρι. Να φάει την πέτσα από ένα γιαούρτι. Να κάνει ζάπινγκ σε 81 κανάλια. Να φυτέψει ένα βολβό τουλίπας. Να μελετήσει κοιτώντας έξω από το παράθυρό του τον γείτονα καθώς κυνηγάει το παιδί του στο μπαλκόνι. Να διαβάσει ένα σονέτο του Σαίξπηρ. Να στείλει ένα διαδικτυακό γράμμα τριών αράδων. Να ερωτευθεί. Ναι, ναι, ναι. Να ερωτευθεί. Από εργαστηριακές έρευνες που έχουν γίνει φαίνεται πως η ανθρώπινη συσκευή χρειάζεται από 90 δευτερόλεπτα έως τέσσερα λεπτά της ώρας για να αποφασίσει εάν κάποια άλλη ανθρώπινη συσκευή την έλκει ερωτικά ή όχι. Ο έρωτας με την πρώτη ματιά αποτελεί μια από τις πλέον γνωστές πρακτικές αυτορρύθμισης του ανθρώπινου σκληρού δίσκου: ή αποθηκεύεται για πάντα η πληροφορία «έρωτας» ή πηγαίνει κατευθείαν στον «κάδο».
Σκέφτομαι να παίξω ένα παιχνίδι για αυτούς που δεν γνωρίζουν μέχρι σήμερα τον συγγραφέα, ποιητή, μεταφραστή και θεατρικό συγγραφέα Σάκη Σερέφα και να προσπαθήσω να περιγράψω το έργο του σε 90 δευτερόλεπτα.
Η πρόκληση θα γινόταν αποδεκτή αν δεν ανησυχούσα ότι προσπαθώντας να περιγράψω σε 90 δευτερόλεπτα το έργο του Σάκη Σερέφα θα πρέπει να χρησιμοποιήσω τόσο κολακευτικά επίθετα που κάποιος θα νομίζει ότι υποκρύπτεται κάποιου άλλου είδους σχέση με τον συγγραφέα και το έργο του. Θα πω λοιπόν απλά ότι αποτελεί μια ξεχωριστή και μοναδική περίπτωση στον χώρο της δημιουργίας και αυτό που τον κάνει ξεχωριστό και μοναδικό είναι η ματιά του που βλέπει όσα όλοι οι υπόλοιποι προσπερνάμε καθημερινά γιατί είτε τα θεωρούμε δεδομένα είτε ασήμαντα.
Ονειρεύομαι συμπεριληπτικά Χριστούγεννα
Και μαζί ονειρεύομαι και τα τραγούδια που θα τα συνοδεύουν! Αν κουράστηκες να ακούς τα ίδια και τα ίδια τραγούδια στη σειρά με θέμα τα Χριστούγεννα και τις γιορτές, να μια λίστα με μερικά που είναι διαφορετικά, σύγχρονα και σημερινά.