Άσε το κακό να μπει

Προλάβαμε και διαβάσαμε την αποσυρμένη –πλέον– πολυσυζητημένη βιογραφία του Φίλιπ Ροθ από τον Μπλέικ Μπέιλι

5' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Άσε το κακό να μπει-1Μεταξύ της βιογραφίας του Φίλιπ Ροθ που έγραψε ο Μπλέικ Μπέιλι και των μυθιστορημάτων του Φίλιπ Ροθ, προτιμήστε τα μυθιστορήματά του. Η προτροπή αυτή δεν έχει αποκλειστικά αισθητική βάση. Απλώς δεν υπάρχει επιλογή αυτήν τη στιγμή: η βιογραφία αποσύρθηκε με το που κυκλοφόρησε στην Αμερική. 

Αιτία ήταν οι καταγγελίες για σεξουαλική βία, που «έσκασαν» εις βάρος του Μπέιλι ένα μόλις μήνα μετά την έκδοση. Ο βιογράφος βρέθηκε από το ζενίθ  στο ναδίρ. Η βιογραφία σκαρφάλωνε ιλιγγιωδώς στις λίστες των ευπωλήτων, ο ίδιος ο Μπέιλι είχε γίνει περιζήτητος, όταν δύο γυναίκες τον κατήγγειλαν για βιασμό, ενώ παλιές του μαθήτριες έκαναν λόγο για «ανάρμοστη» συμπεριφορά εκ μέρους του. 

Ο Μπέιλι έχει αρνηθεί τα πάντα. Δεν υπάρχει, έως αυτήν τη στιγμή, νομική υπόσταση σε αυτές τις κατηγορίες, ωστόσο στη σημερινή Αμερική δεν έχει σημασία: ο εκδοτικός οίκος απέσυρε την έκδοση, ακύρωσε κάθε εκστρατεία προώθησης του βιβλίου, αποσύροντας και τις προηγούμενες τρεις καταξιωμένες βιογραφίες του. Την ίδια στιγμή, διέκοψε κάθε σχέση μαζί του και ο ατζέντης του. Επαγγελματικά, αυτήν τη στιγμή ο Μπλέικ Μπέιλι είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. 

Ενας περιφερειακός εκδοτικός οίκος στην Αμερική προσφέρθηκε να εκδώσει το βιβλίο, σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά της «πρωτοφανούς λογοκρισίας». Κάποιοι σχολιαστές στην Αμερική επιμένουν πως «το βιβλίο δεν φταίει», πως ο εκδοτικός οίκος θα μπορούσε να συνεχίσει την κυκλοφορία προσφέροντας τα έσοδα σε θύματα σεξουαλικής κακοποίησης ή ότι αφού κυκλοφορεί ο «Αγών μου» του Χίτλερ ή βιβλία του Νόρμαν Μέιλερ, ο οποίος μαχαίρωσε τη γυναίκα του, προς τι αυτή η ισοπεδωτική πολιτική; 

Μολονότι ουδείς έχει υπερασπιστεί ευθέως την πολιτική του εκδοτικού οίκου, την ίδια στιγμή κανένας σημαντικός διανοούμενος στην Αμερική δεν τολμάει να υπερασπιστεί, αν όχι τον Μπέιλι, τουλάχιστον το δικαίωμα της βιογραφίας να κυκλοφορεί. 

Ισα ίσα, κάποιοι θεωρούν πως μετά τις πρόσφατες αποκαλύψεις, «όλα κουμπώνουν» αρμονικά για το #MeToo: το ότι το 2012 ο Ροθ επέλεξε τον Μπέιλι ως βιογράφο του, αφού ο τελευταίος προσέφερε αυτοβούλως τις «υπηρεσίες» του στον πρώτο, εξηγεί τώρα τα πάντα. Θυμίζουμε ότι ο Ροθ είχε κατηγορηθεί για μισογυνισμό τη δεκαετία του ’70 από τις  φεμινίστριες. Το 1998 είχε κατηγορηθεί από τη δεύτερη γυναίκα του, την ηθοποιό Κλερ Μπλουμ, για συμπεριφορές άγρια χειριστικές, για κατά συρροή απιστίες κ.ά., χώρια τη συχνή κριτική ότι στο έργο του οι γυναικείοι χαρακτήρες είναι το αποτέλεσμα μιας φαλλοκρατικής αντίληψης. Αρα, λένε, αυτό έθελξε τον Μπέιλι. (Ειρωνεία: ένα από τα αιτήματα του Ροθ, ο οποίος πέθανε τέτοιες μέρες το 2018, ήταν ο βιογράφος να εξαλείψει τη φήμη του ως «μισογύνη»…)

Αυτό εξηγεί επίσης, σε κάποιους, γιατί ο Μπέιλι επιμένει να περιγράφει εξαντλητικά τις (αμέτρητες) ερωτικές περιπέτειες του Ροθ παραβλέποντάς τον ως συγγραφέα. Γι’ αυτό και, τονίζουν ορισμένοι, η βιογραφία είναι ανάξια λόγου όχι επειδή ο Μπέιλι «μπορεί να είναι βιαστής γυναικών» αλλά επειδή δεν μας λέει τίποτα γι’ αυτό που ο Ροθ ήταν στο μεδούλι του: λογοτέχνης. 

Πρόλαβα και αγόρασα τη βιογραφία προτού αποσυρθεί. Διάβασα τις εννιακόσιες σελίδες της μέσα σε πέντε ημέρες. Διέτρεξα ογδόντα πέντε χρόνια από τη ζωή ενός ανθρώπου ο οποίος πέρασε το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητάς του κλεισμένος μέσα σ’ ένα γραφείο (γράφοντας τριάντα ένα βιβλία). Θα μπορούσε να είναι απελπιστικά βαρετό υλικό. Δεν είναι. Και όχι λόγω των δύο (αυτο)καταστροφικών γάμων που έκανε ο Ροθ και των ερωτικών του κατακτήσεων. 

Αφηγηματική ροή

Πάμε λοιπόν. Πρώτον: Το βιβλίο χαρακτηρίζεται από μιαν αράγιστη, συνεκτική αφηγηματική ροή, στη γραμμή των καλύτερων βιογραφιών του είδους που απαντούν στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Αλλά ο Μπέιλι δείχνει να χάνει πολλά λεπτά σημεία σε ό,τι αφορά το εβραϊκό υπόβαθρο του Ροθ, ως πολιτισμική εγγραφή μέσα του. Στην επιφάνεια είναι επαρκέστατος, αλλά δεν προχωράει σε βάθος. 

Δεύτερον: Το βιβλίο είναι έξοχο σε ό,τι αφορά την απόδοση του εκδοτικού κόσμου στην Αμερική. Πρόκειται για άλλον πλανήτη, άλλο γαλαξία (από τον δικό μας). Ο άκρατος επαγγελματισμός, από τις οικονομικές συμφωνίες, τις παρεμβολές των ατζέντηδων, τον ρόλο δημοσιογράφων και κριτικών, έως τον ζωτικής σημασίας ρόλο των editors (από τα πιο συναρπαστικά σημεία της βιογραφίας: ο επιμελητής δουλεύει πρόταση την πρόταση το μυθιστόρημα και ο τρομακτικός Ροθ τον ακούει ευλαβικά), είναι από τα πλέον ανταποδοτικά στοιχεία του βιβλίου. Ουσιαστικά μας εισάγει αποτελεσματικά σε έναν ολόκληρο κόσμο και στις διαρκείς μεταμορφώσεις (και μεταλλάξεις) του. (Κάπου εκεί έπεσα πάνω σε ένα πολύ οικείο μου όνομα, από το περιώνυμο πρακτορείο Γουάιλι, το οποίο έφερε στην επιφάνεια τραυματικές μνήμες της πιο ατυχούς επαγγελματικής μου στιγμής, ως μεταφραστή βιβλίου του Ροθ: χάρη σε αυτή την εμπειρία έχω ένα αυστηρό σημείωμα του μεγάλου συγγραφέα με οδηγίες που καταλήγουν σε ένα ξερό «καλή τύχη».)

Τρίτον: Μολονότι ο Μπέιλι φροντίζει να εντοπίσει όλες εκείνες τις απαραίτητες συνδέσεις ανάμεσα στο βίωμα και στη μυθοπλασία, ανάμεσα, δηλαδή, στο ερέθισμα και στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, όντως αποτυγχάνει να μας δείξει τις δραστικές, έως και δραματικές, μεταβολές ενός ροθικού πεζού, από το πρώτο χειρόγραφο στο τελικό. Ισως να το κάνει λίγο περισσότερο στο μυθιστόρημα «Συγγραφέας φάντασμα», το οποίο αγαπά ο ίδιος πολύ, όμως εδώ υπάρχει, γενικά, ένα χάσμα. Δεν γράφει μια «κριτική βιογραφία» όπως η Κλόντια Ροθ Πίερποϊντ (καμία συγγένεια με τον συγγραφέα) στο έξοχο «Roth Unbound. A Writer and his Books», εκδ. Jonathan Cape, 2014) και παλαιότερα η Ερμιόνη Λι στο δικό της «Φίλιπ Ροθ» (εκδ. Methuen, 1982).

Τα δολάρια του «Πόρτνοϊ» και η γενναιοδωρία

Τι ξαφνιάζει στη βιογραφία; Ας πούμε, τα ποσά που έπαιρνε ο Ροθ από εκδοτικούς οίκους: στην περίπτωση του «Συνδρόμου του Πόρτνοϊ», του μεγαλύτερου μπεστ σέλερ στην ιστορία του Random House, τo 1969, ο Ροθ έβγαλε 827.000 δολάρια (6,115. εκατ. σημερινά). Στον αντίποδα, απαρατήρητα πέρασαν τα «Γεγονότα» (πούλησαν 13.000 αντίτυπα!). 

Συγκινεί επίσης η απρόσμενη γενναιοδωρία του. Η αφοσίωσή του στους Τσέχους συγγραφείς που υπέφεραν στην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία (ο Ροθ έκανε διάσημο τον Κούντερα στην Αμερική), στην οικογένεια του Κονγκολέζου χημικού και συγγραφέα Ντογκόλα, την οποία έσωσε κυριολεκτικά από τον αιματηρό εμφύλιο του Κονγκό. Από τις πιο συγκινητικές στιγμές της βιογραφίας είναι η στάση του απέναντι στην καρκινοπαθή πρώην ερωμένη του Τζάνετ Χόμπχαουζ και ο ύστατος αποχαιρετισμός του καθώς πέθαινε ο ίδιος. Το 2008, ο συγγραφέας Ντέιβιντ Πλαντ με σύστησε στον Φίλιπ Ροθ, στη δεξίωση που ακολούθησε την τιμητική βραδιά που οργάνωσε το Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Είδα έναν βαθύτατα θλιμμένο άνθρωπο με μια άγρια όρεξη για ζωή. Οταν του ζήτησα μια συμβουλή προς νέους συγγραφείς, «δουλειά», είπε ξερά, «και ένα σχοινί για να κρεμαστείς», και με παραμέρισε βαριεστημένα. Το σπαρακτικό, η λύσσα για την αντίφαση, το παθιασμένα διανοητικό και πανανθρώπινο στο έργο του κάπως έτσι βγήκε. Γι’ αυτό και μεταξύ της βιογραφίας και των βιβλίων του Ροθ, διαλέξτε τα βιβλία του (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις).

Μια πρόταση που επανέρχεται συχνά στη βιογραφία είναι: «Ασε το αποκρουστικό να μπει». Ηταν η συμβουλή που απηύθυνε στον εαυτό του ως συγγραφέα. Μου θύμισε την ταινία «Ασε το κακό να μπει»: ο βρικόλακας θα μπει στο σπίτι σου, μόνον αν τον προσκαλέσεις. Είναι συνένοχος και ο αναγνώστης. Δεν γίνεται χωρίς αυτή τη συνενοχή. Δεν μπορεί να σταθεί η τέχνη χωρίς αυτή την ένοχη συμμετοχή. Οταν η Κλερ Μπλουμ τού είπε «δεν ήρθα εδώ για να με προσβάλουν», εκείνος ξεκαρδίστηκε. «Μα φυσικά ήρθες εδώ για να σε προσβάλουν. Ολοι μας. Αυτό θέλω να γράψουν στην ταφόπλακά μου. “Φίλιπ Ροθ. Ηρθε εδώ για να τον προσβάλλουν”». Ακόμη και σε αυτό, μέσα έπεσε. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή