Η παλαιά Καβάλα δεν είναι ο μόνος τόπος πάνω στον οποίο άφησαν τα χνάρια τους πολιτισμοί, ιδεολογίες και θρησκείες με συνέχεια και συνέπεια στον αρχικό του χαρακτήρα. «Ιερό της Παρθένου» στην αρχαιότητα, «Παναγία» στα νεότερα χρόνια, η τριγωνική χερσόνησος της παραθαλάσσιας βορειοελλαδικής πόλης συμπυκνώνει όλα τα περάσματα της μακραίωνης ιστορίας της, από την αρχαία Νεάπολη (μία από τις πιο σημαντικές θασιακές αποικίες του 7ου αι. π.Χ., επάνω στην οποία είναι κτισμένη η σημερινή πόλη) έως τις μέρες μας.
Πάνω από το λιμάνι της, στην περιοχή όπου βρίσκεται το Ιμαρέτ (τοπόσημο της Καβάλας από τον 19ο αιώνα έως σήμερα), δέσποζε στην αρχαιότητα το Ιερό της Παρθένου –ένα από σημαντικότερα αρχαϊκά ιερά του Βορείου Αιγαίου–, αφιερωμένο στην προστάτιδα της θασιακής αποικίας. Τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα του και τη μεγάλη επισκεψιμότητά του μαρτυρούν τα μοναδικά σε ποιότητα και ποσότητα ευρήματα που αποκάλυψαν τον περασμένο αιώνα ο Γιώργος Μπακαλάκης (τέλη του 1930) και αργότερα, τις δεκαετίες 1950 και 1960, ο Δημήτρης Λαζαρίδης.
Πολλά από τα ευρήματα του Μπακαλάκη λεηλατήθηκαν, καταστράφηκαν ή χάθηκαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ άλλες αρχαιότητες υπέστησαν ζημιές, τόσο από τα βρετανικά – ινδικά στρατεύματα που είχαν επιτάξει το μουσείο, όσο και μετέπειτα, κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Οσα διασώθηκαν συγκροτούν την αίθουσα του Ιερού της Παρθένου στο Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας. Στις αποθήκες του ωστόσο φυλάσσονταν χιλιάδες θραύσματα, κυρίως κεραμικής, τα οποία συνέλεξαν οι αρχαιολόγοι του περασμένου αιώνα από τους αποθέτες και τις πυρές του Ιερού της Παρθένου. Αυτό το πολύτιμο υλικό «ανασκάπτει» εδώ και δύο χρόνια μια ομάδα αρχαιολόγων και φοιτητών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης: η καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας (ΔΠΘ) Αμαλία Αβραμίδου και η αρχαιολόγος Κωνσταντίνα Αμοιρίδου (ΕΦΑ Δράμας), με συνεργάτες τον ομότιμο καθηγητή Μιχάλη Τιβέριο και την επίτιμη έφορο αρχαιοτήτων Μαρία Νικολαΐδου-Πατέρα.
Ερευνα και ζητούμενα
Οι ερευνητές, με έγκριση του ΥΠΠΟ και της ΕΦΑ Καβάλας, ανέλαβαν να ταξινομήσουν και να τεκμηριώσουν 96.000 όστρακα κεραμικής βάρους περίπου ενός τόνου, να μελετήσουν εκ νέου το υλικό για να δώσουν, ενδεχομένως, απαντήσεις σε πολλά ανοικτά ζητήματα. «Το όνομα “Παρθένος”, για παράδειγμα, επιβεβαιώθηκε από ενεπίγραφα όστρακα και μαρμάρινες επιγραφές, αλλά ο χαρακτήρας και η σχέση της με την Αρτεμη και με θρακικές θεότητες παραμένουν ακόμη υπό συζήτηση», εξηγεί η κ. Αβραμίδου.
Ζητούμενο της νέας μελέτης είναι και οι διαστάσεις του ναού, ο οποίος, όπως δείχνουν τα πρώτα συμπεράσματα, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ιωνικούς ναούς στον βορειοελλαδικό χώρο των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ., με ακμή στα υστεροαρχαϊκά (τέλη 6ου, αρχές 5ου αιώνα) και διάρκεια ζωής μέχρι και τη ρωμαϊκή περίοδο. Τα ερείπιά του χάθηκαν κάτω από την αδιάλειπτη κατοίκηση της παλαιάς πόλης.
Από τη νέα ταξινόμηση του ανασκαπτικού υλικού προκύπτει ότι περισσότερα από τα μισά όστρακα ανήκουν σε αγγεία πόσεως, ενώ τουλάχιστον το 1/3 προέρχεται από μελαμβαφή αγγεία. Από τα 96.000 ευρήματα ξεχωρίζουν: περισσότερα από 3.000 θραύσματα και μερικές δεκάδες ακέραια λυχνάρια τα οποία μαρτυρούν τη χρήση τους σε νυχτερινές τελετές και ιερά συμπόσια.
Τα υφαντικά βάρη που δείχνουν την παραγωγή υφαντών, ίσως ενδυμάτων, αλλά και την ανάθεσή τους στη θεά. Και φυσικά, τα πολυάριθμα ειδώλια, κυρίως γυναικεία, που αναδεικνύουν τον σημαντικό ρόλο της θεάς στην προστασία και στην ανατροφή παιδιών και εφήβων της πόλης. Εξέχουσα θέση κατέχει η κεραμική, συχνά ενεπίγραφη, με πολυάριθμες εισαγωγές (Αττική, Ανατολική Ελλάδα, νησιά του Αιγαίου, Κυκλάδες, Κόρινθο, Λακωνία κ.ά.), τα θασιακά αγγεία (περίπου 13.000 όστρακα), οι γραπτοί πίνακες, καθώς και τα μεταλλικά, γυάλινα, λίθινα και οστέινα αντικείμενα – ορισμένα, μάλιστα, εισηγμένα από μέρη μακρινά. Ακόμη, τα εντυπωσιακά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του ιωνικού ναού και οι επιγραφές, όπως η μαρμάρινη στήλη με την αναθηματική επιγραφή των υιών του Αντικράτη, οι οποίοι προσφέρουν «τραπέζας» και «θώκους» στη θεά.
Το κέντρο της ζωής
«Το Ιερό ήταν το κέντρο της ζωής, όχι μόνο για την πόλη της Νεάπολης, αλλά και για την ευρύτερη “θασιακή περαία”. Συνέβαλε στην άνθηση της τοπικής παραγωγής και επομένως στην οικονομία της περιοχής. Πέρα από τον λατρευτικό του χαρακτήρα, χρησίμευε για το στήσιμο ψηφισμάτων που αναδεικνύουν τη θεά ως προστάτιδα της πόλης αλλά και των πολιτικών πραγμάτων», σημειώνει η κ. Αβραμίδου. Τις πτυχές της μακρόχρονης λειτουργίας του επιχειρεί η εν εξελίξει έρευνα, η οποία δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Γεωργίου και Βικτωρίας Καρέλια και του Τμήματος Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξείνιων Χωρών του ΔΠΘ.
«Τα νέα συμπεράσματα και η δημοσίευσή τους θα συμπληρώσουν και θα αναδείξουν τη σπουδαία δουλειά των προηγούμενων αρχαιολόγων, 60 χρόνια μετά την τελευταία ανασκαφή. Η παρουσία τους είναι ακόμα εδώ. Μας το υπενθύμισαν κάποια ιδιαίτερα ευρήματα προσωπικού χαρακτήρα που βρήκαμε μέσα σε ένα κασόνι με όστρακα», επισημαίνει η κ. Αβραμίδου. Ανάμεσά τους ένα πακέτο τσιγάρων Ιdeal που είχε μετατραπεί σε δοχείο φύλαξης καστανέρυθρης ώχρας με τη χειρόγραφη σημείωση «ΠΑΡΘΕΝΟΣ».
Μαζί, εισιτήρια θεατρικών παραστάσεων και άλλα αποκόμματα επάνω στα οποία κρατούσαν φευγαλέες σημειώσεις και παραπομπές σε βιβλιογραφία, ένα κουφέτο σε αποσύνθεση και μια γόπα «Εθνος Ελαφρά», η αγαπημένη μάρκα του Δημήτρη Λαζαρίδη. «Με τα αναπάντεχα “ευρήματα” ήρθαμε λίγο πιο κοντά στους ανθρώπους που έφεραν στο φως όλο αυτό το πολύτιμο υλικό, το όποιο έχουμε εμείς την τύχη να μελετάμε σήμερα».