Το 1939 ο Χρήστος Καπράλος επέστρεψε από το Παρίσι. Παρέα με τον Γιάννη Μόραλη βρήκαν μια ξύλινη κάσα, τη γέμισαν πηλό από το Μαρούσι, και την έστειλαν με φορτωτική στο Αγρίνιο. Οταν έφτασε η κάσα στο Παναιτώλιο –το χωριό του Καπράλου–, οι συντοπίτες του τα έχασαν. Το ίδιο και η μητέρα του, που τον νόμισε τρελό. Γιατί έφερε λάσπη από το Παρίσι, σε έναν τόπο γεμάτο λάσπες;
Οπως έγραψε ο ίδιος ο γλύπτης αργότερα, «Οταν της εξήγησα (σ.σ. στη μητέρα του) πως το χώμα δεν το ‘φερα από το Παρίσι αλλά από την Αθήνα, για να δουλέψω όσο θα κρατούσε ο πόλεμος, ησύχασε. Επρεπε να φτιάξω ένα μικρό εργαστήριο. Ξηλώσαμε μαζί με τον αδελφό μου τον αχερώνα ενός ξαδέλφου μας και, με καλάμια και με λάσπη, φτιάξαμε το εργαστήριο».
Σε αυτό το εργαστήριο, «σε εκείνη την καλύβα, στα χρόνια της Κατοχής, όταν τελειώνει τη δουλειά στα χωράφια του καπνού, του ποζάρει η μάνα, γείτονες και παιδιά του χωριού», αναφέρει η Αρτεμις Ζερβού, ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια στην Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, στο κείμενό της για τον Χρήστο Καπράλο. Το συγκεκριμένο κείμενο μαζί με άλλα μιας ομάδας ιστορικών της τέχνης που εξειδικεύονται στη γλυπτική, συμπεριλαμβάνεται στην επικείμενη έκδοση του MOMus-Μουσείο Αλεξ Μυλωνά. Πρόκειται για έναν πλούσιο και άψογα τεκμηριωμένο κατάλογο που θα πλαισιώσει την ομαδική εικαστική έκθεση με τίτλο «Το εργαστήριο του γλύπτη», η οποία εγκαινιάζεται στις 31 Μαρτίου.
Η ομαδική εικαστική έκθεση αναδεικνύει το εργαστήρι ως πυρήνα της δημιουργίας μερικών από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους Ελληνες γλύπτες.
Οπως δηλώνει ο τίτλος, στον πυρήνα της έκθεσης βρίσκεται η διαδικασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας και ειδικότερα οι τρόποι σύλληψης, εκτέλεσης και παραγωγής ενός γλυπτού σε μάρμαρο, πηλό και μέταλλο έτσι όπως συνέβαινε στα εργαστήρια του Αχιλλέα Απέργη, της Φρόσως Ευθυμιάδη-Μενεγάκη, του Γιώργου Ζογγολόπουλου, του Χρήστου Καπράλου, του Λάζαρου Λαμέρα, του Κλέαρχου Λουκόπουλου, του Μέμου Μακρή, της Αλεξ Μυλωνά, του Γιάννη Παππά, της Μπέλλα Ραφτοπούλου, της Σωσώς Χουτοπούλου-Κονταράτου. «Στο εργαστήριό του ο καλλιτέχνης συλλαμβάνει την ιδέα του έργου, την επεξεργάζεται, φτιάχνει τα προπλάσματα για να καταλήξει στο τελικό αποτέλεσμα, το ολοκληρωμένο γλυπτό», μας εξηγεί ο ιστορικός της τέχνης, προϊστάμενος Τμήματος Σύγχρονης Γλυπτικής, MOMus-Μουσείο Αλεξ Μυλωνά, Γιάννης Μπόλης.
Ετσι η συγκεκριμένη έκθεση μεταφέρει νοερά τον επισκέπτη στα πραγματικά εργαστήρια μερικών από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους Ελληνες γλύπτες, το έργο των οποίων στάθηκε σημείο αναφοράς για τη νεοελληνική τέχνη τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Χρησιμοποιώντας υλικά, εξοπλισμό και φωτογραφίες των δημιουργών «εν ώρα εργασίας», η έκθεση μας παρέχει πληροφορίες για την ατμόσφαιρα που επικρατούσε εκεί, αλλά και για «την ύλη του εργαστηρίου», που όπως σχολιάζει η κ. Ζερβού, μετασχηματίζεται στην πορεία σε «ύλη του έργου». Με τον ίδιο τρόπο εξελίσσεται και η εκθεσιακή περιήγηση: από τον πάγκο εργασίας και τα εργαλεία φτάνουμε στα προπλάσματα από πηλό και γύψο και στα τελικά έργα. Πρόκειται για μια έκθεση με χαρακτήρα ιστορικό αλλά και παιδαγωγικό, που ταιριάζει απόλυτα στους χώρους του μουσείου που η Αλεξ Μυλωνά αφιέρωσε αποκλειστικά στη σύγχρονη γλυπτική.
Το έργο που ο Χρήστος Καπράλος δούλευε εκείνα τα δύσκολα χρόνια της ανέχειας στο εργαστήριο του Παναιτωλίου καθόρισε τη μετέπειτα πορεία του. Οπως αναφέρει η κ. Ζερβού, «Η Μάνα» σε πολλές εκδοχές ξεχώρισε ανάμεσα στα 77 έργα που παρουσίασε ο γλύπτης στην πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 1946. Κι όταν αργότερα απέκτησε δικό του εργαστήριο στην Αθήνα, στην οδό Τρίπου στο Κουκάκι, δεν ξέχασε την προηγούμενη δουλειά, μεταφέροντας τις μορφές της «Μάνας» σε μεγάλη κλίμακα.
Στην έκθεση «Το εργαστήριο του γλύπτη», το γύψινο πρόπλασμα της «Μάνας», δάνειο από την Εθνική Πινακοθήκη, συμπεριλαμβάνεται στα εκθέματα, ολοκληρώνοντας ιδανικά μία από τις 11 αφηγήσεις γύρω από τη σύγχρονη ελληνική γλυπτική, που ξετυλίγονται εδώ.