Το Μεσολόγγι και η αυτοθυσία σαν «πανήγυρις»

Το Μεσολόγγι και η αυτοθυσία σαν «πανήγυρις»

4' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τη διετία 1825-1826 ο Γιαννιώτης αγωνιστής Αρτέμιος Μίχος (1803-1873) βρέθηκε στο Μεσολόγγι. Πολιορκημένος. Μετά την Εξοδο ακολούθησε τον Καραϊσκάκη και πολέμησε στην Αττική. Οι ημερολογιακές σημειώσεις του κατά τη δεύτερη πολιορκία και τα φύλλα των «Ελεύθερων Χρονικών» στάθηκαν η πρώτη ύλη των «Απομνημονευμάτων» που συνέταξε προς το τέλος της ζωής του. Ο σεμνός λόγος του έμεινε αδημοσίευτος όσο ζούσε. Τα «Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου (1825-1826)» εκδόθηκαν το 1883 από τον γαμπρό του Σπυρίδωνα Αραβαντινό, Γιαννιώτη λόγιο. Το έργο επανεκδόθηκε το 2019 ως πρώτος τόμος της σειράς «Κείμενα Μνήμης» του Ιδρύματος της Βουλής, με επιστημονική επιμέλεια και σχόλια της Μαρίας Ευθυμίου και του Βαγγέλη Σαράφη.

Η Μαρία Ευθυμίου, συγκρίνοντας το αφηγηματικό ύφος του Μίχου με το ύφος άλλων μαρτυριών, παρατηρεί: «Του Σπυρομίλιου το κείμενο είναι σπαρακτικό, παλλόμενο, με ελεγχόμενη συγκίνηση και οργανωμένη ροή αφήγησης· του Κασομούλη εκρηκτικό, πολύχρωμο, πύρινο, λεπτομερειακό, πληθωρικό, διεισδυτικό, αισθαντικό, γεμάτο αίσθημα και χιούμορ, ανεπανάληπτο τόσο στην περιγραφή στιγμών και συναισθημάτων όσο και στην αποτύπωση συνομιλιών και περιστατικών του πολέμου στις τάπιες αλλά και στα μετόπισθεν· του Μάγερ [στα “Χρονικά”] συναισθηματικά ελεγμένο, δωρικό. […] Το κείμενο του Μίχου είναι λιγότερο πολύχρωμο από εκείνο του Κασομούλη, λιγότερο οργανωμένο και ρέον από εκείνο του Σπυρομίλιου, λιγότερο λεπτομερές και αισθαντικό από εκείνο των “Ελληνικών Χρονικών”. […] Σε αρκετά σημεία, η καταγραφή των πληροφοριών είναι λιτή, ψυχρή, δωρική».

Ο Μίχος δεν ήθελε να πικράνει τους αναγνώστες του, μνημονεύοντας ανάξιες συμπεριφορές (φιλοπρωτία, απληστία, αισχροκέρδεια) και αλγεινά περιστατικά (πτωματοφαγία) στην πολιορκημένη πόλη, ιερό σύμβολο πλέον, ή θίγοντας την αδράνεια της Προσωρινής Διοικήσεως, που εγκατέλειψε το Μεσολόγγι στη μοίρα του. Ο παλαιός πολεμιστής άγγιζε τη μνήμη του και τον πονούσε – την ίδια στιγμή που του έδινε κάθε δικαίωμα να νιώθει περήφανος για το φρόνημα και τους άθλους των πολιορκημένων.

Μία από τις πληροφορίες που δικαιολογούν τον εκδοτικό ενδοιασμό του αφορούσε την αναγκαστική, πάντως φριχτή προσφυγή στην πτωματοφαγία. Για να υπάρξει ισότητα έναντι της δεινής πείνας, ειδική επιτροπή επιφορτίστηκε να αναζητήσει τρόφιμα σε όλα τα σπίτια. «Tο έργον όμως αυτής περιωρίσθη εις τας οικίας μόνον των αδυνάτων». Οι δυνατοί, οι Σουλιώτες κυρίως, το απαγόρευσαν. Σε κάποιο σπίτι, ο αξιωματικός Γούλας Pεντινιώτης «εύρε εις απόκρυφόν τι μέρος τον μηρόν και άλλα μέλη παιδίου, φρίξας δε διά το εύρημα ηρώτησε την οικοδέσποιναν, παρ’ ης επληροφορήθη, ότι το παιδίον αυτό, αποθανόν εκ της πείνης εχρησίμευσεν εις τροφήν των επιζώντων».

«Δεν τους βαραίν’ ο πόλεμος, αλλ’ έγινε πνοή τους».

Το Μεσολόγγι δεν βγήκε άτρωτο από τον εφιάλτη της πείνας, ιστορημένο από το δημοτικό τραγούδι, τους ιστορικούς, τους απομνημονευματογράφους και τον Σολωμό. Οπως δεν βγήκαν οι πολιορκημένοι Τούρκοι του Ναυπλίου, της Μονεμβασίας και του Νεόκαστρου, που επίσης αναγκάστηκαν να καταναλώσουν πτώματα. Ξέρουμε από τον Ηρόδοτο τι συνέβη στην εκστρατεία του Πέρση βασιλιά Καμβύση στην Αιθιοπία, όταν εξαντλήθηκαν τα τρόφιμα. Μόλις τέλειωσαν και τα άγρια χόρτα, οι λιμοκτονούντες στρατιώτες έριξαν κλήρο κι έφαγαν έναν στους δέκα.

Τα «Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου (1825-1826)» του Σπυρομίλιου (1800-1880), όπως και του Νικόλαου Κασομούλη, τα χρωστάμε στο φιλέρευνο πάθος του Γιάννη Βλαχογιάννη, που τα εξέδωσε το 1926. Ιστορεί στα Προλεγόμενα: «Ο Σπυρομίλιος εγεννήθη ες το χωρίον Χειμάρα της περιωνύμου ελληνοαλβανικής ημιαυτονόμου πολιτείας της Ηπείρου. […] Ο ευφυέστατος Χειμαριώτης ενώ αγνοεί τελείως την ελληνική ορθογραφίαν, το οποίον σημαίνει ότι δεν έτυχε συστηματικής παιδεύσεως, χειρίζεται την λογίαν γλώσσαν εξ ακοής και αναγνώσεως συχνά μεν με πολλήν δεξιότητα και ακρίβειαν, […] όχι όμως σπανίως περιπίπτει εις σφάλματα. […] Η μετά σφαλμάτων ενίοτε χονδροειδών ελληνομάθεια του Σπυρομίλιου έδωσεν αφορμήν αργότερα, όταν ούτος είχε καταλάβει ανώτατα αξιώματα εν τη πολιτεία, εις την γένεσιν του περιφήμου σατιρικού τετραστίχου: “Σπύρο-Μίλιο με το πέννα, / Ζάχο-Μίλιο με το πάλα, / λευτερώσαν την Ελλάδα / και το κάμανε Χειμάρα”».

«Ο Σπυρομίλιος ενεφανίσθη προ του Μαυροκορδάτου μετά διακοσίων Χειμαριωτών, ανδρών οι οποίοι εις όλον το στρατόπεδον παρείχον την μάλλον πολεμοχαρή εμφάνισιν», γράφει ο J. Millingen, ο γιατρός του Μπάιρον. «Η ενδυμασία και η γλώσσα των είναι τελείως αλβανικαί, αν και ορθόδοξοι δε κατά το θρήσκευμα, ουδέ λέξιν ελληνικήν εννοούν». Τον Γενάρη του 1826 ο Σπυρομίλιος, στρατηγός πλέον, παρότι νεαρότατος, και από τους ιδρυτές της ομάδας των «Φιλοδικαίων», εκλέγεται μέλος της επιτροπής που θα μετέβαινε στο Ναύπλιο. Η συνάντηση με το Εκτελεστικό Σώμα τον απέλπισε: «Τότε εκαταλάβαμε ότι δεν είχαμε όλοι τον αυτόν σκοπόν, την σωτηρίαν της Πατρίδος. [..] Ελυπούμεθα διότι έλειπε το καθαρόν πνεύμα του πατριωτισμού, και οι άνθρωποι τυφλοί από τα πάθη δεν έβλεπον τον άφευκτον επικείμενον κίνδυνον της πατρίδος, την πτώσιν του Μεσολογγίου».

Την πτώση ο Σπυρομίλιος την έζησε από το νησάκι Πεταλάς του Ιονίου: «Πόλεμος συνεχής ηκούετο εις Μεσολόγγιον, κρότοι αδιάκοποι κανονίων και τουφεκίων. Κατά τα γλυκοχαράματα της δωδεκάτης Απριλίου εβγήκα εις Πεταλά, αλλ’ ηκούσθη τότε κρότος μέγας εις Μεσολόγγιον, μας έσεισεν και η γης. […] Ο συνεχής πόλεμος και ο μεγάλος κρότος, οπού ηκούσθη το πρωί μαζί με το σείσιμον της γης, μας έκαμνεν να συλλάβωμεν θλιβεράς ιδέας περί του Μεσολογγίου». Αυτό το «σείσιμον της γης» είναι ο «σεισμός» που διαβάζουμε στη σολωμική «Γυναίκα της Ζάκυθος»: «Και μία άλλη [Μεσολογγίτισσα] απλώνοντας το χέρι και ψηλαφίζοντας το γιαλό: “Αδελφάδες”, εφώναξε, “ακούτε, αν ήρθε ποτέ από το Μισολόγγι τέτοιος σεισμός σαν και τώρα· ίσως νικάει, ίσως πέφτει”». Το Μεσολόγγι νίκησε πέφτοντας.

Δεν ήξερε βέβαια το γραφτό του Σπυρομίλιου ο Ποιητής. Οπως δεν ήξερε κι όσα έγραφε ο Πέτρος Στεφανίτσης για την αυτοθυσία σαν «πανήγυρι»: «Ο Χρήστος Καψάλης […] επροσκαλούσε γυναίκας και παιδιά ως εις πανήγυριν να κλεισθώσιν εις την μεγάλην πυριτοθήκην, και αυτοί έτρεχον με προθυμίαν να ταφώσιν εις την στάκτην της πατρίδος των». Και ο Κασομούλης για «πανήγυρι» μιλάει στα «Ενθυμήματα», το «ατίμητο ιστορικό διαμάντι» που εξέδωσε ο Βλαχογιάννης το 1940, αγοράζοντάς το «από τα δικά του υστερήματα»: «Μετέβην εις το Μισολόγγι από Βασιλάδι και, πατήσας εις το έδαφος, με εφάνη ότι εμβήκα εις μίαν πανήγυριν», παρότι «ακαταπαύστως εξακολουθούσεν ο πόλεμος εις τους προμαχώνας». Σολωμός και πάλι, πώς αλλιώς: «Δεν τους βαραίν’ ο πόλεμος, αλλ’ έγινε πνοή τους, / ……. κι εμπόδισμα δεν είναι / στες κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή