Το στοίχημα της μάχιμης ποίησης

Το στοίχημα της μάχιμης ποίησης

2' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

AΛΕΚΟΣ ΛΟΥΝΤΖΗΣ
Οι επόμενοι εμείς
εκδ. Ευρασία-Στιγμός, 2021, σελ. 93

Αν υποθέσουμε –και δικαιούμαστε βάσιμα να υποθέσουμε– ότι ο Αλέκος Λούντζης (γενν. 1978) είναι ο συνεπέστερος επίγονος του Βύρωνα Λεοντάρη (1932-2014), θα διαβάσουμε την υπό συζήτηση συλλογή και ως απάντηση στη μεταπολεμικότητα, όπως μας τη συστήνει ως ποιητική στάση η Αγγέλα Γιώτη («Μεταπολεμικές δοκιμές πολιτικού λυρισμού», εκδ. Αλεξάνδρεια, 2021). Η αναγνώστρια και ο αναγνώστης εισπράττουν, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο στίχο ενός –κατά σημεία ίσως υπερβολικά– πυκνού βιβλίου, ένα μαχητικό πνεύμα που αυτοπροσδιορίζεται χωρίς αυταπάτες ενώ αντιστέκεται γενναία στη νοσταλγία. Η όποια ήττα έχει προηγηθεί (ή εμπεριέχεται και στη φύση των πραγμάτων) είναι για τον ποιητή εκ πρώτης όψεως μια υπόθεση συντελεσμένη και χωνεμένη. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, όμως, τη συζητά μανιωδώς και με χίλιους τρόπους. Στο χαλί που υφαίνει με τα δύο αυτά νήματα, της παραδοχής και της διέγερσης που αυτή προκαλεί αντί, ίσως, κάποιας γαλήνης, πλέκει με μαεστρία τα λόγια και τις βιογραφίες των παλαιών ποιητών, από τον Κάλβο μέχρι τον Ρίλκε, από τον Ναμπόκοφ μέχρι τον Σεφέρη, από τον Εγγονόπουλο και τον Αναγνωστάκη μέχρι τον Σαββόπουλο και τον Μακρή (η λίστα θα μπορούσε να μακρύνει), με τους οποίους βρίσκεται σε επίμονη συζήτηση. Καθώς τους απευθύνεται, διατηρεί ακέραιη την αμφιθυμία του χαρισματικού εφήβου που, αρχίζοντας να χάνει το άγουρό του χρώμα, εξακολουθεί να κρίνει και να οργίζεται, δείχνοντας ωστόσο πως ήδη γνωρίζει και να συμφιλιώνεται χωρίς να συμβιβάζεται. Ο Λούντζης μοιάζει, κατά τούτο, να αντιλαμβάνεται και να προτείνει τον ποιητή/την ποιήτρια ως μια φιγούρα μετέωρη, προμηθεϊκή, αενάως σε κατάσταση ωρίμανσης που δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί. Ισως λοιπόν η λέξη «μαχητικό» που αποδώσαμε πιο πάνω στο ποιητικό του πνεύμα θα ήταν καλύτερο να αντικατασταθεί από ένα «προπάντων μάχιμο».

Η ποιητική του φόρμα, με ξεχωριστή μουσικότητα, λεπτή χρήση παραδοσιακών μέσων, καλά συγκερασμένη με την πεζολογία, απηχεί αυτό το μάχιμο πνεύμα που όλα θέλει να τα χωνέψει μέσα του και όλα να τα αφήσει πίσω του. Δεν είναι άραγε αυτό ένα αυτονόητο σημείο των καιρών (μας); Από την άποψη αυτή, και η πιο ανυποψίαστη αναγνώστρια/ης θα συντονιστούν με ποιήματα αυτής της καλοφτιαγμένης συλλογής. Ξεχωρίζω ανάμεσά τους το «Ξεκούρδιστο πορτοκάλι». Ακόμη και αγνοώντας την εικαζόμενη συνομιλία Εγγονόπουλου – Αναγνωστάκη (με διακύβευμα μια ποιητική διαπραγμάτευση του Εμφύλιου), στην οποία το ποίημα αναφέρεται (ο προσεκτικός και επαρκής υπομνηματισμός καθιστά, πάντως, αυτό όπως και άλλα ποιήματα του βιβλίου φιλικά στον χρήστη) δύσκολα δεν θα παρασυρθεί κανείς στη δίνη των στίχων. Συστήνω ανεπιφύλακτα να διαβαστούν «φωναχτά» για να γίνει αισθητή η ομορφιά της κατασκευής τους: «Δεν είχαμε ως απόψε δει/ νεράκι στο κατώφλι μας/Μα ξέραμε/πως κατά βάθος/δεν έχει πόρτα ο βυθός//Και πέρασε η νύχτα τις όχθες των σπιτιών/και χώρισαν οι όχθες/τον ύπνο των παιδιών/σε δικό τους/και σε δικό μας//κι εστάθη ο ύπνος με μάτια ανοιχτά/Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;». Το ποίημα θα μπορούσε και να τελειώσει εδώ, αν ο Λούντζης δεν επέλεγε τα δυο νήματα στα οποία αναφέρθηκα. Σπεύδει λοιπόν να αλλάξει αμέσως το ύφος, επιτρέποντάς μας να διακρίνουμε την προγραμματική αμφιθυμία του ανάμεσα στη φουρτούνα και στη γαλήνη: «Γιατί ούτ’ εδώ/στις άνυδρες πλημμύρες/σ’ όσα μοιάζουν με πόλεμο ή μοιάζουν μεταξύ τους/σε κουκλοθέατρο/γενέθλια σε κλουβί//δεν είναι για γραφή απ’ τη μεριά αυτή/Ισως ούτε από την άλλη/…». «Οι βέβηλοι», γράφει αλλού («Δημοσθένους πέτρα»), «έρχονται απ’ το αρχαίο σκοτάδι/κι ας έχουν τα μούτρα μας στο ξέφωτο».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή