H «Εκμηδένιση» του Ουελμπέκ (Εστία, 2022) αρχίζει να κορυφώνεται από τη σελ. 531, με την επίσκεψη του Πωλ στον οδοντίατρο. Στις 29 Ιουνίου 2027, ημέρα των πεντηκοστών γενεθλίων του και ενώ η Πρυντάνς ετοιμάζει γιορτή, ο ΩΡΛ τού ανακοινώνει ότι έχει ένα «εξόγκωμα» στο ούλο και πρέπει να αρχίσουν τα γνωστά: βιοψίες, τομογραφίες, πετ σκαν κ.λπ. «Γευόμενος ένα ποτήρι Σωτέρν και ακούγοντας τους θορύβους που έβγαιναν απ’ την κουζίνα, ο Πωλ σκέφτηκε ότι σε τελευταία ανάλυση είχε καταφέρει να φτάσει σε μια ορισμένη μορφή ευτυχίας, και ήταν κρίμα που πέθαινε τώρα» (σελ. 553). Αυτή είναι η ζωή! Ο καρκίνος διαγιγνώσκεται πράγματι, είναι επιθετικός, ο Πωλ αρνείται την εγχείρηση, δέχεται μόνο ακτινοβολίες και χημειοθεραπεία, η πρόγνωση είναι κακή (ένας μήνας ζωή, σελ. 573). Μια μέρα πρωτύτερα έχεις επιθυμίες και κάνεις σχέδια, και σε μια στιγμή όλα τουμπάρουν, σε παίρνει ο κατήφορος που στο τέλος του στέκεται ο θάνατος. «Και μετά, το τίποτα, ένα τίποτα ριζικό και οριστικό» (σελ. 564). Η εκμηδένιση! Ο Πωλ, που ζούσε από το πρωί ώς το βράδυ στον κόσμο της εξουσίας και της πολιτικής, χωρίς πάντως να τον συμμερίζεται (σελ. 289), μπαίνει τώρα σε έναν άλλο κόσμο, σε μια άλλη κοινότητα, την κοινότητα των βαριά άρρωστων (σελ. 590). Η μόνη μάχη που μετράει πια είναι «η αβέβαιη μάχη που δινόταν μες στη σάρκα του ανάμεσα στα καρκινικά και τα ανοσοποιητικά κύτταρα» (σελ. 614-615). Ολα τα άλλα για τα οποία γράφουν οι εφημερίδες αποτελούν για τον Πωλ το αδιάφορο πλαίσιο εντός του οποίου δίνει αυτή την αληθινή μάχη. Στις τελευταίες 120 σελίδες του βιβλίου ξεχνάμε όλα όσα έχουν προηγηθεί στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο, ξεχνάμε τις παράδοξες τρομοκρατικές επιθέσεις και την αναζήτηση των δραστών, ξεχνάμε την προεκλογική εκστρατεία, με την ίντριγκα, την επικοινωνιακή χειραγώγηση, τα ψέματα και την ηλιθιότητά της. Ο Πωλ δεν ψηφίζει τελικά από ένα αίσθημα ματαιότητας, αλλά η άρνησή του αυτή συνιστά ασφαλώς και έκφραση αποδοκιμασίας του κυνικού κόσμου της πολιτικής. Ο επικείμενος θάνατος τα βάζει όλα στη θέση τους.
Μια μέρα πρωτύτερα έχεις επιθυμίες και κάνεις σχέδια, και σε μια στιγμή όλα τουμπάρουν, σε παίρνει ο κατήφορος που στο τέλος του στέκεται ο θάνατος.
Ο Πωλ τώρα πια είναι επιτέλους «μόνος με την Πρυντάνς, μέχρι το τέλος, πιο μόνοι από ποτέ. Μόνο στην Πρυντάνς ένιωθε να έχει το δικαίωμα να επιβάλει αυτή τη δοκιμασία, την αποσύνθεση του σώματός του, να τον συνοδέψει στην εξασθένησή του και στην οδύνη του, ήταν υπεύθυνη για το σώμα του, αυτό ήταν κατά τη γνώμη του το νόημα του γάμου, είχε εναποθέσει το σώμα του στα χέρια της Πρυντάνς και τελικά αποδεικνυόταν πως είχε δίκιο, θα ήταν ικανή να φροντίσει το σώμα του μέχρι τέλους» (σελ. 602). Να το φροντίσει ερωτικά, δηλαδή αγαπητικά. Ξέρουμε την κυριαρχική θέση του σεξ, σε όλες τις μορφές του, στο έργο του Ουελμπέκ, εδώ πάντως το σεξ, με όλα τα τεχνάσματά του, αποτελεί κορυφαία έκφραση της αγάπης. Οποια τροπή και αν θα έπαιρναν τα πράγματα, η Πρυντάνς και ο ετοιμοθάνατος Πωλ «θα ήταν στ’ αλήθεια μαζί, περισσότερο από ποτέ, θα ήταν οι δυο τους διαρκώς όπως ήταν τώρα στο σεξ, θα προχωρούσαν μαζί εν μέσω σκιάς θανάτου. Θα έκαναν σωματικά έρωτα μέχρι τέλους, θα το φρόντιζε εκείνη. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα το φρόντιζε. Κι ακόμα κι αν ο όγκος του άρχιζε πραγματικά να ζέχνει, θα μισόκλεινε ελαφρά τα μάτια, θα επικεντρωνόταν στη νάρκωση των οσφρητικών της ικανοτήτων και θα κατάφερνε να τον αγαπήσει» (σελ. 614). Ο Πωλ έχει ερωτική επιθυμία και διάθεση «ήταν αναπάντεχο, έως και παράλογο, δεν έβγαζε νόημα, ήταν γκροτέσκο, με μια έννοια ανάρμοστο σχεδόν, δεν ταίριαζε καθόλου με την εικόνα που είχε για την επιθανάτια αγωνία, τελικά το είδος ακολουθούσε τον δρόμο του ό,τι κι αν γινόταν, ανεξάρτητα από τη μοίρα των ατόμων· τους επέτρεπε όμως και την τρυφερότητα, την ενθάρρυνε μάλιστα, έτσι η σεξουαλική ηδονή μπορούσε, υπό άλλο πρίσμα, να τους φαίνεται απλή προέκταση της τρυφερότητας. Αντίθετα, αυτό που δεν είχε πια καμιά σημασία ήταν η ομιλία· περνούσαν μέρες ολόκληρες χωρίς ν’ ανταλλάξουν λέξη» (σελ. 644). Οταν σήμερα όλοι την ειρωνεύονται, ο κυνικός και μηδενιστής Ουελμπέκ πλέκει το πιο συγκλονιστικό εγκώμιο της συζυγικής σεξουαλικότητας (πρβλ. και όσα γράφει για την οικογένεια και τη συζυγικότητα, σελ. 485).
Η Πρυντάνς δεν πιστεύει ότι ο Πωλ θα πεθάνει –αυτό ακριβώς σημαίνει αγάπη–, είναι βέβαιη ότι βρέθηκε η σωστή θεραπεία, ότι αυτή τη φορά θα τα καταφέρει, και τούτη η ελπίδα τη γεμίζει χαρά: «ο Πωλ δεν θυμόταν να την είχε δει ποτέ τόσο ευτυχισμένη» (σελ. 611). Ο γιατρός θεωρεί ότι στην περίπτωσή του «η αντλία μορφίνης περισσεύει, η αγάπη φτάνει και με το παραπάνω» (σελ. 647).
Ολο το έργο του Ουελμπέκ μιλάει για την αγάπη, για την κοινή ανάγκη της αγάπης και ταυτόχρονα για την τεράστια δυσκολία να την κατορθώσεις, στα όρια της αδυνατότητας. Οταν ο Ουελμπέκ λέει αγάπη εννοεί την αγάπη ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα, την πιο δύσκολη μορφή αγάπης, γιατί παρεμβάλλονται σε αυτή τη σχέση πολλά άλλα στοιχεία, και κυρίως η σαρκική επιθυμία, που αντιφέρονται στην αγάπη. Ο Ουελμπέκ πιστεύει στην ιαματική δύναμη της αγάπης, «πιστεύω στην αγάπη», αναλαμβάνει να πει σε πρώτο πρόσωπο («Παρεμβάσεις 2020», Εστία, 2021, σελ. 169, 361). Αν ωστόσο η αγάπη είναι παντοτινά ανέφικτη, αν δεν έχει πραγματωθεί ποτέ, τότε από πού γεννιέται αυτή η πίστη; Στην «Εκμηδένιση» πάντως βλέπουμε αυτή την αγάπη να κατορθώνεται στη σχέση του Ωρελιάν με τη Μαρύζ και κυρίως στη σχέση του Πωλ με την Πρυντάνς. Δεν κρατάει πολύ. Ο θάνατος θα τη διακόψει και στις δύο περιπτώσεις. Τελικά, τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει σε τούτο τον κόσμο, όλοι τραβάμε τον δρόμο μας προς την εκμηδένιση. Οι περισσότεροι μοναχικά, λίγοι τυχεροί μέσα στην αγάπη. Ο Πωλ είναι ένας από τους τυχερούς, και ας πεθαίνει νέος (σελ. 654). Δεν είναι διόλου παράδοξο λοιπόν που στις τελευταίες μέρες της ζωής του κατακλύζεται από μια ανεμελιά «που δεν ήταν ολότελα αυτού του κόσμου» (σελ. 602).