Ο Γιάννης Καλογήρου γεννήθηκε το 1994. Σπούδασε Πληροφορική στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά, ζει στην Αθήνα και εργάζεται στον χώρο των εκδόσεων. Η πρώτη του ποιητική συλλογή «Ερμαια δισταγμών» επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ενύπνιο.
Ποια βιβλία έχετε αυτόν τον καιρό πλάι στο κρεβάτι σας;
Την «Πλήξη» του Αλμπέρτο Μοράβια και τη «Μόμο» του Μίχαελ Εντε.
Ποιος ήρωας/ηρωίδα λογοτεχνίας θα θέλατε να είστε και γιατί;
Με γοητεύει ο Μερσώ από τον «Ευτυχισμένο θάνατο» του Αλμπέρ Καμύ. «Μπροστά στη δυστυχία και τη μοναξιά, η καρδιά του σήμερα έλεγε “Οχι”. Και στη μεγάλη απόγνωση που τον πλημμύριζε, ο Μερσώ ένιωθε καθαρά ότι η εξέγερση ήταν το μόνο αληθινό πράγμα μέσα του και όλα τα υπόλοιπα αθλιότητα και ψέμα».
Διοργανώνετε ένα δείπνο. Ποιους ποιητές ή συγγραφείς καλείτε, ζώντες και τεθνεώτες;
Νομίζω ο Καμύ καπνίζοντας με το μελαγχολικό, στοχαστικό του ύφος, ο Τένεσι Ουίλιαμς με τον διεισδυτικό αισθησιασμό του, ο Τσαρλς Μπουκόβσκι με τις μπίρες του και ο Ανδρέας Εμπειρίκος με τις παθιασμένες αναγνώσεις του θα συμπλήρωναν ιδανικά το σκηνικό. Πόσο μάλλον αν υπήρχε και ο Τομ Γουέιτς σε κάποια γωνιά με το πιάνο του.
Ποιο ήταν το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που μάθατε πρόσφατα χάρη στην ανάγνωση ενός βιβλίου;
Η συνειδητοποίηση του ότι μία από τις χειρότερες μορφές καταπίεσης είναι αυτή που μεταμφιέζεται και προβάλλεται ως αλληλεγγύη.
Ποιο κλασικό βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα για πρώτη φορά;
Το «Εκατό χρόνια μοναξιά» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
Και ποιο είναι το βιβλίο που έχετε διαβάσει τις περισσότερες φορές;
«Ο Ξένος» του Αλμπέρ Καμύ. Επιστρέφω σε αυτό κάθε καλοκαίρι.
«Για ποια Ιθάκη μου μιλάς, ποιος φόβος σου αγκάλιασε το πιο βαθύ σκοτάδι;». Eνα σχόλιο για τη φράση.
Ονειρευόμαστε «ταξίδια» και «προορισμούς» όντας καθηλωμένοι, βουβοί και φοβισμένοι να κάνουμε έστω και το πρώτο βήμα του δρόμου μας, του προσωπικού μας μονοπατιού.
«Το όνειρο της μέρας». Λίγα λόγια για το ποίημα.
Από τους αγαπημένους μου στίχους των Pink Floyd: «Strangers passing in the street/ By chance, two separate glances meet/ And I am you and what I see is me». Κατά βάθος τίποτα δεν μας χωρίζει, είμαστε ένα και ζούμε μεταξύ μας αρμονικά μέσα σε ένα κλίμα αλληλοσεβασμού και ενσυναίσθησης. Την ουτοπία αυτή διαλέγω να ονομάσω και να αποδεχθώ σαν τον δικό μου θεό.
Μικραίνουν τα όνειρα καθώς μεγαλώνουμε;
Μικραίνει η φλόγα που τα τροφοδοτεί. Επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να ξεχνάμε αυτά και την αλήθεια τους. Δηλαδή την αλήθεια μας.