Στο λεωφορείο της εβραϊκής ιστορίας και μνήμης

Στο λεωφορείο της εβραϊκής ιστορίας και μνήμης

Παράσταση εν κινήσει στη Θεσσαλονίκη

4' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Λούνα, sos tu?» της φώναξε η Βαλερή. Γύρισε, κοιτάχτηκαν. Τα μαλλιά είχαν μακρύνει, η πείνα είχε χορτάσει, κι όμως, ύστερα από δυο χρόνια, η όψη δεν ήταν αναγνωρίσιμη. Αγκαλιάστηκαν. Ηταν φθινόπωρο του 1945 ή μήπως καλοκαίρι του 1946; Πίσω από τις αγκαλιασμένες γυναίκες, μια εικαστική εγκατάσταση υποδηλώνει μια στάση αφετηρίας αστικού λεωφορείου στην «πόλη των φαντασμάτων». Από την οροφή κρέμονται ασπρόμαυρες φωτογραφίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην πόλη τους, τη Shoah, σε μέρες ανέφελες. Τη βάση τους φωτίζει μια δέσμη φωτός, σαν φλόγα από καντηλάκι που καίει άσβεστο εδώ και περίπου 80 χρόνια από τον εκτοπισμό και αφανισμό του εβραϊκού πληθυσμού.

Η ολιγόλεπτη σκηνή στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο προϊδεάζει τους επιβάτες – θεατές για μια παράσταση εν κινήσει σε ένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ, που διατρέχει με τη Λούνα, την ηρωίδα της παράστασης, τη Θεσσαλονίκη αναζητώντας τόπους που περπάτησε και σπίτια όπου κατοίκησε πριν και μετά το Ολοκαύτωμα. Οι θεατές, μετρημένοι, όσες και οι θέσεις του λεωφορείου.

Η σκηνοθετική σύλληψη του Δαμιανού Κωνσταντινίδη να στήσει τη «Λούνα» σε τρεις διαδοχικούς και διαφορετικούς χώρους (Βαφοπούλειο, διαδρομή από τα ανατολικά στα δυτικά, πλατεία Μαβίλη) σε κείμενο βασισμένο στο ομότιτλο, βραβευμένο, δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας της Ρίκας Μπενβενίστε (εκδ. Πόλις) ήταν και για τον ίδιο πρωτόγνωρη και πολύτιμη εμπειρία. «Η σκέψη ήρθε με αφορμή την πανδημία. Εφόσον ο κόσμος κινείται με την αστική συγκοινωνία, γιατί όχι μια παράσταση σε λεωφορείο», εξηγεί στην «Κ» ο σκηνοθέτης. «Το σκηνικό και η μεγάλη πρωταγωνίστρια, όπως και στο βιβλίο, είναι η ίδια η πόλη, θα έλεγα, η πραγματικότητα είναι το σκηνικό. Σχεδόν δέχθηκα να με σκηνοθετούν οι εξωτερικοί χώροι. Το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης είναι η κίνηση. Αφηγητές και θεατές αναζητούν μαζί στον σύγχρονο ιστό, τα στρώματα της ιστορίας της, τα αληθινά γεγονότα ενός πραγματικού προσώπου. Για να αναρωτηθούμε, εντέλει, πόση πραγματικότητα μπορεί να αντέξει το θέατρο».

Η Ελένη Μακίσογλου με 60χρονη θεατρική διαδρομή (ηθοποιός του Ζήσου Χαρατσάρη, του Θεατρικού Εργαστηρίου, του ΚΘΒΕ) αποδείχθηκε η ιδανική Λούνα. Ρόλος απαιτητικός που κινείται στην κόψη του ξυραφιού, όπως λέει, καθώς «κινδυνεύεις να γίνεις είτε υπερδραματική είτε μελό». Καθισμένη ως Λούνα σε μια θέση του λεωφορείου, κοιτάζει το κενό. Στον βραχίονα, το ανεξίτηλο τατουάζ νούμερο 40077. Οι ηθοποιοί (Αλέξης Κότσυφας, Αντιγόνη Μπάρμπα, Σωτήρης Ρουμελιώτης) ξεδιπλώνουν τις διαφορετικές εποχές του βίου μιας γυναίκας που έζησε περίπου ενενήντα χρόνια (1910-1998) μέσα στον 20ό αιώνα. Θεσσαλονικιά Εβραία, επιζήσασα του Αουσβιτς, μοδίστρα, αγράμματη, παντρεμένη με τον Σαμ που χάθηκε στα κρεματόρια, άλλοτε ήρεμη άλλοτε με θυμό, σαν να ξυπνάει από ένα όνειρο ή από έναν εφιάλτη, θυμάται τις αμέτρητες δυσκολίες στην άδεια, τραυματισμένη, πόλη όπου επέστρεψαν σαν πρόσφυγες. Ανέστιοι. Ξένοι. «Μα καλά, σπίτια για 50.000 τους αφήσαμε και δεν έχουν να στεγάσουν 2.000 ψυχές», αναρωτιέται η Λούνα.

Εξω η πόλη, Σαββατόβραδο, πάλλεται στους σύγχρονους ρυθμούς. Οι τηλεοπτικές οθόνες πίσω από τις μπαλκονόπορτες μεταδίδουν τραγωδίες προσφύγων, τον πόλεμο στην Ουκρανία, την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη, τη βία κάθε μορφής. «Η σκηνή προστατεύει τους ηθοποιούς», εξηγεί η κ. Μακίσογλου. «Δίπλα σε έναν επιβάτη, όμως, πρέπει να είσαι “άμεση”, φυσιολογική, σαν να μιλάς σε έναν άγνωστο κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Η ερμηνεία δεν σηκώνει υπερβολές, αλλά μόνο αλήθεια».

H «Λούνα» της Ρίκα Μπενβενίστε γίνεται θεατρική παράσταση στους δρόμους της «πόλης των φαντασμάτων».

Το λεωφορείο προσπερνάει κτίρια και γειτονιές όπου έζησε ο χαρακτήρας της. Πολλά χάθηκαν κάτω από πολυκατοικίες (οι εβραϊκοί συνοικισμοί «151» και «Ρεζή Βαρδάρ», το Εβραϊκό Νεκροταφείο), άλλα καταρρέουν ερειπωμένα, όπως το Υπνωτήριο Αλλατίνη, όπου έμεινε 23 χρόνια, σακατεμένη ψυχικά και σωματικά μετά την επιστροφή της, ενώ ορισμένα άλλαξαν χρήση. Ορθιοι μάρτυρες, το γηροκομείο «Σαούλ Μοδιάνο», που τη φρόντισε τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής της, η Συναγωγή Μοναστηριωτών, όπου βρήκαν καταφύγιο οι επιζώντες για να μοιραστούν «entre mozotros» (αναμεταξύ μας) τον θρήνο, τους φόβους, τα διλήμματα, τις διεκδικήσεις. Κάνουμε στάση για «ενός λεπτού σιγή» στον σιδηροδρομικό σταθμό, από όπου αναχώρησαν τα τρένα για τα στρατόπεδα του θανάτου. Τα σεφαραδίτικα τραγούδια ηλεκτρίζουν την αφήγηση.

Στο λεωφορείο της εβραϊκής ιστορίας και μνήμης-1
To αστικό λεωφορείο, χορηγία των ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης, κάνει μια διαδρομή από την ανατολική έως τη δυτική πλευρά της πόλης. [ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ]

Η παράσταση, ακολουθώντας την προσέγγιση της Μπενβενίστε, δεν επικεντρώνεται στο δράμα του Ολοκαυτώματος. Εστιάζει στη Λούνα, αλλά αναφέρεται στους Εβραίους εργάτες, τους αφανείς της Ιστορίας, μέσα σ’ έναν κόσμο που, αν δεν ήταν εχθρικός, παρέμενε αδιάφορος. Κείμενο και διαδρομή ενεργοποιούν τη μνήμη, οδηγούν (δεν καθοδηγούν) τον θεατή να αντιληφθεί το δίκαιο και το άδικο, να αναρωτηθεί για τη βία και τον ρατσισμό που εξακολουθεί να διαποτίζει τις κοινωνίες, να στρέψει το βλέμμα του «στις αμέτρητες μοναδικότητες που παρέσυρε ο κυκλώνας». Μακάρι να χωρούσε περισσότερους, μακάρι να αυξηθούν τα «δρομολόγια» από τους διοργανωτές (παραγωγή της Angelus Novus και του Δήμου Θεσσαλονίκης) όχι μόνο γιατί οι sold out παραστάσεις εξαρχής άφησαν μια μεγάλη λίστα αναμονής και κατά συνέπεια μικροπροβλήματα στη διαχείρισή της, αλλά διότι αποτελεί μοναδική εμπειρία η αναψηλάφηση της Ιστορίας στον σημερινό ιστό της πόλης, με όλους τους συνειρμούς που ανακαλεί η σύγχρονη πραγματικότητα.

Το λεωφορείο φτάνει στα δυτικά της πόλης, όπου πρόσφυγες, οικονομικοί μετανάστες, Κινέζοι και Πακιστανοί μικροπωλητές ανακατεύονται με το πλήθος. Διαχρονικό χωνευτήρι η Θεσσαλονίκη. Στην πλατεία Μαβίλη, στο καφέ Σαντάν, κοντά στο ανακαινισμένο Μέγαρο Ψωμά (τελευταία κατοικία της Λούνας με τον Σαμ), η τρίτη πράξη μοιάζει με τελετουργικό. Σαν μία από τις οικογενειακές συναθροίσεις της Λούνας με τη Βαλερή, που μαζί με τις ζαχαρωτές νόβιες, μοιράζεται τις ακριβές αναμνήσεις, το μεγάλο ερώτημα «γιατί διασώθηκαν αυτοί κι όχι άλλοι», το άδικο αίσθημα ενοχής, το μόνιμο πένθος. «Επιστρέφω από έναν άλλο κόσμο/ τον κόσμο που δεν είχα εγκαταλείψει/ και δεν ξέρω ποιος είναι ο αληθινός. […] Νομίζω ότι είμαι ακόμη εκεί…/ και πεθαίνω ξανά/ Τον θάνατο όλων εκείνων που πέθαναν», επαναλαμβάνει διαρκώς η Λούνα (Σαρλότ Ντελμπό, 1970). Ετσι όπως έζησαν οι επιζώντες έως το τέλος της ζωής τους.

Οι παραστάσεις της «Λούνας» συνεχίζονται έως τις 25 Οκτωβρίου.

Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή