Χρυσή τομή γκροτέσκο και ρεαλισμού

Χρυσή τομή γκροτέσκο και ρεαλισμού

Ο Γιάννος Περλέγκας συστήνει στο κοινό τη «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» (1954), τη θεατρική «Στέλλα» του Καμπανέλλη

3' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το 2022 αφιερώθηκε με ποικίλες δράσεις στον Ιάκωβο Καμπανέλλη, σε αυτόν τον εκπρόσωπο μιας δραματουργίας αιχμηρής και διεισδυτικής, σε αυτόν τον κοινωνικό παρατηρητή που θεωρείται σήμερα ως ένας από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς του νεοελληνικού θεάτρου. Ο Γιάννος Περλέγκας συστήνει στο κοινό τη «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» (1954), τη θεατρική «Στέλλα» του Καμπανέλλη, στην οποία βασίστηκε η κινηματογραφική «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη (1955) με το εκρηκτικό δίδυμο της Μελίνας Μερκούρη και του Γιώργου Φούντα, του ζευγαριού που συνθλίβεται από το μοιραίο ερωτικό πάθος και το βάρος των κοινωνικών συμβάσεων, με φόντο τη μετεμφυλιακή ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του ’50.

Η μόνη υφολογική σύνδεση της παράστασης (συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Τέχνης) με την ταινία γίνεται στην αρχή μέσω ενός stop motion, της στατικής φωτογράφισης του πλάνου όπου ο Μίλτος κρατάει σφιχτά το μπράτσο της Στέλλας, αποτυπώνοντας τη συμβολική κίνηση της κτητικής διάθεσης του αρσενικού απέναντι στο θηλυκό, ένα πλάνο-προοικονομία της γυναικοκτονίας, λίγο πριν ακουστεί η γνωστή ατάκα-προειδοποίηση: «Στέλλα, φύγε… κρατάω μαχαίρι». Από εκεί και πέρα η ατμόσφαιρα ενός θεάτρου σκιών των ηθοποιών και η προβολή βίντεο με εμβόλιμες αφηγήσεις κειμένων του Μάριου Χάκκα και της Μαργκερίτ Ντιράς είναι και τα μόνα στοιχεία οπτικοποίησης του δραματικού υλικού στη σκηνική δράση.

Ο σκηνοθέτης αξιοποίησε συνδυαστικά δύο υφολογικούς τρόπους, τον ρεαλιστικό και τον μη ρεαλιστικό, ακολουθώντας τη σκηνική παράδοση του Θεάτρου Τέχνης στο ανέβασμα των νεοελληνικών έργων, μια παράδοση που διαμόρφωσε ο Κάρολος Κουν και κληροδότησε ως μέθοδο προσέγγισης των έργων του κοινωνικού ρεαλισμού στους νεότερους σκηνοθέτες. Ο συνδυασμός έγκειται στην αφαιρετική καταγραφή ενός ρεαλιστικού περίγυρου με έντονες τις συμπεριφορές των δραματικών προσώπων και στη σουρεαλιστική έως γκροτέσκα καταγραφή ενός μελοδραματικού κλίματος, όπου τα δραματικά πρόσωπα αναδεικνύονται σε δρώσες δυνάμεις μιας θεατρικής ατμόσφαιρας φωτοσκιάσεων, εξωκειμενικών αφηγήσεων και ονειρικών αισθήσεων.

Ενδιαφέρουσα τελικά η σύζευξη του γκροτέσκου στοιχείου με το ρεαλιστικό, γιατί διαφορετικά η παράσταση θα ευθυγραμμιζόταν με μια ηθογράφηση που σήμερα φέρει πολλά στοιχεία ιστορικής σκόνης. Τα στερεότυπα της σχέσης της πεθεράς με τη νύφη, η γυναικεία ζηλοφθονία, ο έρωτας του πλούσιου νέου για τη λαϊκή τραγουδίστρια, το άναρχο οικιστικό μοντέλο της πόλης, η «ετικέτα» της γεροντοκόρης και η μαγκιά του αρσενικού είναι μερικά από τα στοιχεία αυτά.

Οι ηθοποιοί

Η παράσταση κατάφερε να μην ευθυγραμμιστεί με μια ηθογράφηση που σήμερα φέρει πολλά στοιχεία ιστορικής σκόνης.

Η Εύη Σαουλίδου λειτούργησε ως το μοντέλο της μεσογειακής, γήινης, υπαρκτής Στέλλας και κατέθεσε ολοκληρωτικά την ψυχή της, την ανάσα της, το σώμα και το πνεύμα της σε αυτήν την ερμηνεία. Γοήτευσε τον θεατή καθώς πέτυχε την ταύτιση με την ανεξάρτητη ηρωίδα που αφού τα έκανε όλα «λίμπα», κατέληξε στην αυτοδιαχείριση κι εντέλει στη λύτρωση. Η Σαουλίδου είναι το ένα μέλος ενός ιδιαίτερα ισχυρού ερμηνευτικού κουαρτέτου με τις άλλες τρεις χαρισματικές ηθοποιούς που διέπρεψαν, διαπλάθοντας τις επιθετικές, συνεπαρμένες από την αγωνία και τις προκαταλήψεις, γυναικείες φιγούρες. Πρόκειται για ηθοποιούς ντυμένες αρμονικά με το στυλ της εποχής από τη Λουκία Χουλιάρα, οι οποίες εκφράζονται δυναμικά με ένα παίξιμο πληθωρικό, εσωτερικό και εξωτερικό, αντιπροσωπευτικό της υποκριτικής των ηθοποιών που υπερβαίνουν τα συνήθη όρια της υποκριτικής τέχνης. Η Σοφία Κόκκαλη σκιαγραφεί με λεπτομέρειες ανεκτίμητες τη Μαρία, όπως αποτυπώνονται στον μορφασμό του προσώπου, στην κίνηση των χειλιών συνδυαστικά με το βλέμμα, την ώρα που καπνίζει… Η Ανθή Ευστρατιάδου ως αφηγήτρια κι επικείμενη πεθερά της Στέλλας δείχνει τον δρόμο για τις δραματικές κορυφώσεις αλλά και υφέσεις που συντελούνται επί σκηνής. Η Κατερίνα Λυπηρίδου δημιουργεί ένα δυναμικό κρεσέντο στη σκηνή της ξανθιάς ζηλότυπης Ανέτας αλλά και στον έντονο διάλογό της με τη Μαρία. Οντότητα που λειτουργεί εξαιρετικά ως τύπος ο Αλέκος του Γιάννη Παπαδόπουλου, καθώς ισορροπεί για αρκετό χρόνο στην άκρη της καρέκλας, ιδρωμένος κι απελπισμένος ερωτευμένος νέος. Εξαιρετικά δουλεμένη η σκηνή όπου ο θίασος τραγουδά το τραγούδι του γάμου και χορεύει σε ρυθμό χορού αρχαίας τραγωδίας, υποδηλώνοντας με τις κινήσεις του το κακό που κυοφορεί ο «ματωμένος γάμος» του ζευγαριού. Ισως άστοχη η επιλογή του Μιχάλη Τιτόπουλου στον ρόλο του Μίλτου, μια ευγενική φυσιογνωμία που δυσκολεύτηκε να ανταποκριθεί ερμηνευτικά στον ρόλο του επιθετικού αρσενικού – οδηγού σε λατομείο, που διεκδικεί με πάθος τη δυναμική, ανεξάρτητη και γεμάτη ατομικά όνειρα Στέλλα.

Η δράση εξελίσσεται στο υπαίθριο «Νυχτερινό κέντρο η Μαρία». Οι χλοοτάπητες της ταβέρνας των ονείρων τυλίγονται και ξετυλίγονται καθώς τα όνειρα ματαιώνονται και οι προσδοκίες αναδιπλώνονται. Η μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη, τα ρεμπέτικα τραγούδια συνθετών όπως του Γιώργου Μητσάκη δημιουργούν μια νοσταλγική ατμόσφαιρα που ολοκληρώνεται από την παρουσία του μουσικού Στράτου Γκρίντζαλη επί σκηνής.

Μια αξιόλογη σκηνοθεσία που δημιούργησε ένα γνήσιο θεατρικό σύμπαν με αυθεντικά σκηνικά υλικά.

* Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας του ΑΠΘ και καθηγήτρια στο τμήμα «Ελληνικός Πολιτισμός» του ΕΑΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή