Μονομαχία Μάλκοβιτς – Νταπκουνάιτε

Μονομαχία Μάλκοβιτς – Νταπκουνάιτε

Ο Τιμοφέι Κουλιάμπιν ανεβάζει στη Στέγη τη «Μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι» του Μπερνάρ -Μαρί Κολτές

3' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Τζον Μάλκοβιτς μετά την παράσταση «Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι» παραχώρησε μια συνέντευξη στη σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών και διατύπωσε με απλότητα την εξής αλήθεια: «Το θέατρο όταν είναι καλό, είναι λύτρωση και θεραπεία. Οταν είναι κακό, τότε είναι ένα βασανιστήριο…».

Το έργο του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές θα μπορούσε να αποτελέσει μια βασανιστική εμπειρία για τον θεατή, λόγω των εκτενών, παράλληλων μονολόγων ενός πωλητή που δεν θέλει να ικανοποιήσει τον πόθο ενός πελάτη κι ενός πελάτη που αντιστέκεται απεγνωσμένα στον πόθο της αγοράς. Η «Μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι» είναι η μοναξιά των απελπισμένων πωλητών και αγοραστών σε μια ανύπαρκτη συναλλαγή.

Τα ποιητικά διαλογικά σχήματα παραπέμπουν στη μορφή ενός φιλοσοφικού δοκιμίου του διαφωτισμού. Η φαινομενική απουσία της λογικής αλληλουχίας σε συνδυασμό με την αυθόρμητη έκφραση των επιθυμιών αλλά και των φόβων του θανάτου συνθέτει έναν λεκτικό διαξιφισμό με σαφείς επιρροές από τον ορθό λόγο και την καρτεσιανή αντίληψη για την ανασκευή ενός επιχειρήματος. Η δραματουργία αυτού του είδους απευθύνεται σαφώς σε ένα ιδιαίτερο κοινό, εξοικειωμένο με τους κώδικες μιας φιλοσοφικής θεώρησης του θεάτρου, όπως εκφράστηκε στα έργα του Ζαν Ζενέ και του Σάμιουελ Μπέκετ.

Ο Ρώσος Τιμοφέι Κουλιάμπιν κερδίζει τους πόντους στα σημεία που χάνει η δραματουργία. Εστιάζει απευθείας και χωρίς περιστροφές στον πυρήνα του έργου και σκηνοθετεί δύο ηθοποιούς, τον Τζον Μάλκοβιτς και την Ινγκεμπόργκα Νταπκουνάιτε, στον ρόλο ενός χαρακτήρα.

Hi-tech κάμερες καταγράφουν συνεχώς κάθε λεπτομέρεια (σχεδιασμός του βίντεο από τον Αλεξάντερ Λομπανόφ) αποκαλύπτοντας σταδιακά τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις και τις υπεκφυγές τους: μια παλιά υπόθεση παιδοφιλίας. Ο θεατής αναγνωρίζει στις εκφράσεις του ντυμένου με το ίδιο κοστούμι, ξυπόλυτου ζευγαριού όλη την απόγνωση και την αγωνία που προκαλεί η μοιραία σύγκρουση των δύο μονομάχων.

Ο Μάλκοβιτς και η Νταπκουνάιτε εναλλάσσονται στους δύο και μοναδικούς ρόλους του έργου κι έχουν πλήρως την αίσθηση της διαφοράς ανάμεσα στην ερμηνεία που κινηματογραφείται και στην υπόκριση που βιώνεται θεατρικά: «Στο σινεμά απευθύνεσαι στην κάμερα που σε καταγράφει, ενώ στο θέατρο απευθύνεσαι ακόμα και στον θεατή της τελευταίας σειράς».

Η δραματουργία του είδους απευθύνεται σε ένα κοινό εξοικειωμένο με τους κώδικες μιας φιλοσοφικής θεώρησης του θεάτρου όπως εκφράστηκε στα έργα του Ζενέ και του Μπέκετ.

Η δράση αρχίζει ως κινηματογραφικό βίωμα, μεταπίπτει σε θεατρικό και εξελίσσεται σε ένα υποθετικό ρινγκ καθώς οργανώνεται στη βάση της λεκτικής επίθεσης και της άμυνας ανάμεσα στις δύο πτυχές του ίδιου χαρακτήρα: του ντίλερ και του πελάτη. Στην αρχή παρακολουθούμε το κινηματογραφικό πλάνο της έλευσης ενός άνδρα με τσάντα και κοστούμι ντίλερ, και η αρχική σκηνή μας προϊδεάζει ίσως για ένα διάλειμμα πριν από την απόπειρα μιας αυτοκτονίας. Δεν υπάρχει πλοκή, το σκηνικό του Ολεγκ Γκολόβκο, εικαστικά αφαιρετικό, διαγράφει ως χώρος ένα σχήμα κύκλου, καθώς ορίζει το δωμάτιο με την ντουζιέρα στην αρχή και στο φινάλε του θεατρικού βιώματος.

Η σκηνογραφία

Η μινιμαλιστική σκηνογραφική αντίληψη βασίζεται στην πρακτική λειτουργία των σημείων και διακοσμείται με σκηνικά αντικείμενα που εναλλάσσονται στο κάδρο ενός σημειολογικά λειτουργικού χώρου. Ξεχωρίζουν ο Πύργος του Αϊφελ σαν παιχνίδι lego σε ένα τοπίο χιονισμένο, μία κρεμάστρα με πολλές ζώνες-σύμβολα και οι παιδικές ζωγραφιές σε ταμπλό έξοχα φωτισμένα από τον Οσκάρς Πάουλινς.

Στο υπαρξιακό σύμπαν του Κολτές δεν υπάρχει σκηνικός χώρος και χρόνος, παρά μόνο αλλεπάλληλες λεκτικές αμφισημίες και εντάσεις που κλιμακώνονται όταν τα δύο πρόσωπα συνειδητοποιούν ότι δεν καταλήγουν σε συναλλαγή. Ο ντίλερ έρχεται σε αντιπαράθεση με τον πελάτη και ο πωλητής με τον αγοραστή.

Ο Μάλκοβιτς, ως ηθοποιός που μετασχημάτισε την αυστηρή τεχνική της «μεθόδου» των αμερικανικών δραματικών σχολών, έχει αφομοιώσει και την τεχνική του να ακολουθεί την προσωπικότητα του ηθοποιού και όχι του χαρακτήρα. Σε ένα ρόλο μάλιστα απ’ όπου απουσιάζει εντελώς ο χαρακτήρας, είναι φυσικό να διαπρέπει. Μαζί με την Νταπκουνάιτε απέδωσαν τους ήρωες και ως πρόσωπα και ως αφαιρετικές έννοιες, κινήθηκαν στο επίπεδο και του ρεαλιστικού ρόλου και της ποιητικής αναίρεσής του. Εναλλάσσονται στους δύο ρόλους και πότε αντιστέκονται πεισματικά και απεγνωσμένα στον απειλητικό ντίλερ, πότε στον αμυντικό πελάτη και αντίστροφα…

Στον Κολτές τα δραματικά πρόσωπα μιλούν σαν να εκπνέουν αέρα, σαν να κάνουν πιρουέτες σε ένα λεκτικό κενό. Αιωρούνται μαζί με τους θεατές σε ένα ρευστό, ομιχλώδες τοπίο και ταλαντεύονται για το αν υπάρχουν στη θεατρική συνθήκη αληθινά ή αν βρίσκονται στο εφιαλτικό όνειρο ενός τρίτου προσώπου, το οποίο δεν θα εμφανιστεί ποτέ στη σκηνή.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή