Αλφόνσο Κουαρόν στην «Κ»: Οταν ακούς ότι το σινεμά πέθανε…

Αλφόνσο Κουαρόν στην «Κ»: Οταν ακούς ότι το σινεμά πέθανε…

Ο βραβευμένος με τέσσερα Οσκαρ Μεξικανός κινηματογραφιστής και σεναριογράφος Αλφόνσο Κουαρόν μιλάει στην «Κ»

5' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αν σου παρουσιαστεί η ευκαιρία να κουβεντιάσεις με τον Αλφόνσο Κουαρόν, ακόμη και αν βρίσκεσαι στο Φεστιβάλ Καννών και τρέχεις από τη μια προβολή στην επόμενη, προφανώς την αρπάζεις. Λίγο πριν φτάσει στην Ελλάδα ως καλεσμένος-μέντορας του Rolex Arts Festival, το οποίο ρίχνει την αυλαία του απόψε, ο Μεξικανός κινηματογραφιστής των τεσσάρων βραβείων Οσκαρ μάς μιλάει διαδικτυακά για τους πολύτιμους καρπούς της διδασκαλίας, αλλά και για την τέχνη του. Μέσω του προγράμματος καλλιτεχνικής καθοδήγησης της Rolex, ο Κουαρόν είχε υπό την προστασία του τον ανερχόμενο Ινδό σκηνοθέτη Τσαϊτάνια Ταμχάνε, ο οποίος ήταν και «σκιά» του στα γυρίσματα του «Ρόμα».

«Κάθε ανθρώπινη επαφή είναι μια εμπειρία γνώσης, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για διαφορετικές γενιές. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι δεν πρόκειται για γραμμική, αλλά για κυκλική διαδικασία: οι νέοι μαθαίνουν από τους παλιότερους και το αντίστροφο, και αυτό είναι απαραίτητο. Βλέπεις τα παραδείγματα σπουδαίων σκηνοθετών που αρνήθηκαν τα διδάγματα της νουβέλ βαγκ τη δεκαετία του 1960 και γρήγορα απηρχαιώθηκαν. Προσωπικά νομίζω ότι έμαθα περισσότερα από τον Τσαϊτάνια παρά εκείνος από εμένα. Γενικώς η γοητεία του προγράμματος της Rolex με τους μέντορες είναι ακριβώς αυτή, η εναλλαγή των ρόλων, και πως καμιά φορά μαθαίνεις ποιος είναι ο “μπαμπάς” σου».

Αν και μετριόφρων, ο Αλφόνσο Κουαρόν είναι αναμφισβήτητα ένας από τους κορυφαίους κινηματογραφιστές των ημερών μας. Από το εκρηκτικό «Θέλω και τη μαμά σου» μέχρι τα υπέροχα «Παιδιά των ανθρώπων» και το δεξιοτεχνικό «Ρόμα», ο Μεξικανός σκηνοθέτης έχει αποδείξει την αξία του σε διαφορετικά στυλ και είδη, κερδίζοντας στην πορεία και (προσωπικά) χρυσά αγαλματίδια για τη σκηνοθεσία, τη φωτογραφία και το μοντάζ. Ο ίδιος παραμένει πάντως… ανασφαλής. «Ολα αυτά στην πραγματικότητα δεν αλλάζουν και πολλά. Οταν η κάμερα ξεκινάει να γράφει, νιώθεις ότι δεν έχεις ιδέα τι να κάνεις και τι να περιμένεις. Είσαι βασικά τρομοκρατημένος. Αυτή είναι η ειλικρινής απάντηση και οι περισσότεροι σκηνοθέτες θα το επιβεβαιώσουν».

Μέρος της διαδικασίας είναι να βάζει ο ίδιος εμπόδια και προκλήσεις στον εαυτό του: «Το πρόβλημα είναι ότι κάθε φορά δεν ξέρω καν αν αξίζει να πω την τάδε ιστορία. Ελπίζω ότι αυτό που έχει σημασία για εμένα θα έχει και για κάποιον άλλο. Τελικά μάλλον έχω ανάγκη να νιώθω την πρόκληση, να αισθάνομαι ότι κάνω κάτι που δεν γνωρίζω καλά. Εχω γράψει, π.χ., σενάρια που τα θεωρώ πολύ καλά και δεν πρόκειται να τα γυρίσω ποτέ γιατί πιστεύω ότι κάποιος άλλος μπορεί να το κάνει εξίσου καλά ή άσχημα με εμένα. Διαρκώς ψάχνω να βρω εκείνο το ένα που πιθανότατα δεν μπορεί να γίνει. Οταν τελειώνω μια ταινία, δεν με ενδιαφέρει πολύ αν είναι καλή ή κακή, επειδή το μόνο που πραγματικά μετράει είναι τι έμαθα για να πάω στην επόμενη».

Πρέπει να πάψουμε να παίρνουμε αποφάσεις με μόνο κριτήριο το πόσοι άνθρωποι πάνε να δουν κάτι στον κινηματογράφο. Αυτό είναι γελοίο.

Ενα από τα προσεχή σκηνοθετικά πρότζεκτ του Κουαρόν είναι η τηλεοπτική μίνι σειρά «Disclaimer», με πρωταγωνιστές τους Κέιτ Μπλάνσετ, Σάσα Μπάρον Κόεν και Λέσλι Μαν. «Πρόκειται σίγουρα για διαφορετικό μέσο – εκφραστική γλώσσα, κάτι που εμπεριέχει την πρόκληση που λέγαμε. Από εκεί και έπειτα, στις μέρες μας, βλέπεις κάποια από τα κορυφαία σενάρια στην τηλεόραση, πραγματικά εξαιρετικά. Είναι σίγουρα το μέσο του σεναριογράφου και το απολαμβάνω. Σπάνια, ωστόσο, θα βρεις σειρές με αυθεντικό κινηματογραφικό αποτύπωμα. Το σινεμά έχει πολύ να κάνει με τον χρόνο, με τον ρυθμό· αντιθέτως, η τηλεόραση πολλές φορές απαιτεί τη “διάλυση” του χρόνου, έτσι ώστε ο θεατής να ενδιαφέρεται περισσότερο για το “τι” θα γίνει παρακάτω παρά για το “πότε”. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις. Ο Ντέιβιντ Λιντς, για παράδειγμα, το έκανε με το “Twin Peaks”. Για να το πετύχεις, όμως, χρειάζεται ένα διαφορετικό σετ εργαλείων».

Αλφόνσο Κουαρόν στην «Κ»: Οταν ακούς ότι το σινεμά πέθανε…-1
Με την Τζουλιάν Μουρ στα γυρίσματα της ταινίας «Τα παιδιά των ανθρώπων». Ο Κουαρόν έχει αποδείξει την αξία του σε διαφορετικά στυλ και είδη. 

Εχοντας δει το κατά τα άλλα απολύτως κινηματογραφικό «Ρόμα» να κυκλοφορεί κυρίως στις μικρές οθόνες του Netflix –έχει δηλώσει ότι μόνο εκεί θα μπορούσε να βρει τους πόρους και την εκφραστική ελευθερία για να το πραγματοποιήσει– ο έμπειρος σκηνοθέτης μιλάει για το πώς οι διαδικτυακές πλατφόρμες, ειδικά μετά την πανδημία, αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο διανέμεται, αλλά και δημιουργείται, το σινεμά του καιρού μας. «Οπως το βλέπω εγώ, η πανδημία απλώς επιτάχυνε μια διαδικασία, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει. Είναι εύκολο να τα ρίξουμε όλα στην πανδημία, ωστόσο αυτές ακριβώς οι τάσεις υπήρχαν από πριν και ήταν θέμα χρόνου να υλοποιηθούν. Πλέον εξαρτάται από εμάς να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε τις νέες συνθήκες και, κυρίως, να συνδεθούμε με τις νεότερες γενιές. Σε ένα βαθμό αυτό συμβαίνει κιόλας, ακόμη κι όταν ξεκινά σαν κάτι πολύ ιδιαίτερο. Δείτε, για παράδειγμα, την απήχηση και τους φαν που έχουν νέοι κινηματογραφιστές όπως ο Αρι Αστερ ή την τεράστια επιτυχία του “Τα πάντα όλα”».

Παρά τις τεκτονικές αλλαγές, ο Κουαρόν παραμένει αισιόδοξος τόσο για το παρόν όσον και για το μέλλον της τέχνης του, αρκεί αυτή να μην παρασυρθεί και χάσει τον δρόμο της. «Αρχικά πρέπει να πάψουμε να συγκρινόμαστε με τις ταινίες για υπερήρωες· ή να παίρνουμε αποφάσεις με μόνο κριτήριο το πόσοι άνθρωποι πάνε να δουν κάτι στο σινεμά. Αυτό είναι γελοίο. Περισσότερο άτοπο και από το να συγκρίνεις τον κινηματογράφο με την τηλεόραση. Επίσης είναι ανάγκη να αναγνωρίσουμε έναν καινούργιο τύπο ενσυναίσθησης και αξιών, σύμφωνο με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Από την άλλη, βλέπει κανείς τη μοναδική ποικιλία που υπάρχει αυτές τις ημέρες στο Φεστιβάλ Καννών, όπου συναντιούνται θρύλοι όπως ο Μάρτιν Σκορσέζε με νεότερους δημιουργούς σαν τον Τζόναθαν Γκλέιζερ και την Αλίτσε Ρορβάχερ· μπλοκμπάστερ τύπου «Ιντιάνα Τζόουνς» και πιο καλλιτεχνικά φιλμ όπως αυτό του Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν. Ολο το εύρος του φάσματος. Οταν ακούς ότι το σινεμά πέθανε, μάλλον το λέει κάποιος γέρος που φοβάται».

Ο Ταμχάνε

Εχει αξία πάντως να δει κανείς και όσα έχει να καταθέσει ο protege, Τσαϊτάνια Ταμχάνε, σχετικά με την εμπειρία που αποκόμισε στο σετ του «Ρόμα», δίπλα στον μάστορα της έβδομης τέχνης, Κουαρόν. «Μου είναι δύσκολο να ποσοτικοποιήσω ή να ορίσω τον αντίκτυπο που είχε πάνω μου η δουλειά δίπλα στον Κουαρόν. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα είχα το προνόμιο να παρακολουθώ έναν τέτοιο δεξιοτέχνη, ο οποίος ταυτόχρονα ήταν τόσο ανοιχτός, υπομονετικός και ευγενής, ώστε να ανοίξει για εμένα ένα παράθυρο στην τέχνη του. Στην Ινδία δουλεύω μέσα σε πολύ διαφορετικό περιβάλλον, με περιορισμένους πόρους, αμέτρητα εμπόδια και διαρκή αγώνα για να πετύχω αυτά που θέλω. Είναι αναμενόμενο πολλές φορές να απελπιστεί κανείς από τις δυσκολίες. Η εμπειρία μου στο “Ρόμα” μου υπενθύμισε γιατί κάνω αυτό που κάνω, και ακόμη ότι ποτέ δεν θα είναι εύκολο, ανεξάρτητα από την κλίμακα, τις απαιτήσεις ή το είδος. Εχουν περάσει μερικά χρόνια πια από τότε, όμως ακόμη συνεχίζω να επεξεργάζομαι και να κερδίζω από όσα μου έμαθε, όχι μόνον εκείνος, αλλά ολόκληρο το καστ και το συνεργείο της ταινίας. Γενικώς το πρόγραμμα της Rolex με άλλαξε, με ενέπνευσε και με έκανε να νιώσω μέλος μιας παγκόσμιας καλλιτεχνικής κοινότητας. Συνεχίζει, δε, να με ενισχύει ως ανεξάρτητο δημιουργό, ώστε να μεταφέρω στο σινεμά ιστορίες που έχουν τις ρίζες τους στις πολιτισμικές μου καταβολές και στις εμπειρίες μου».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή