Yμνος στο Αιγαίο με τη λύρα του Χαίλντερλιν

Yμνος στο Αιγαίο με τη λύρα του Χαίλντερλιν

Κάποιοι τον πρωτογνωρίσαμε ως αγαπημένο ποιητή –επέχοντα ίσως και θέση ιδανικού εραστή– της πιο φιλήδονης αλλά και λόγιας ηρωίδας που γέννησε ο ελληνικός μοντερνισμός· ο Στρατής Τσίρκας είχε, βλέπετε, την έμπνευση να ισορροπήσει τον έκφυλο χαρακτήρα της καλλονής Βιεννέζας Εμμης, πρωταγωνίστριας στη «Λέσχη»

3' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κάποιοι τον πρωτογνωρίσαμε ως αγαπημένο ποιητή –επέχοντα ίσως και θέση ιδανικού εραστή– της πιο φιλήδονης αλλά και λόγιας ηρωίδας που γέννησε ο ελληνικός μοντερνισμός· ο Στρατής Τσίρκας είχε, βλέπετε, την έμπνευση να ισορροπήσει τον έκφυλο χαρακτήρα της καλλονής Βιεννέζας Εμμης, πρωταγωνίστριας στη «Λέσχη» (πρώτο από τα τρία βιβλία της γνωστής τριλογίας «Ακυβέρνητες πολιτείες»), με τη βοήθεια του εξαίσιου Γερμανού ποιητή Φρειδερίκου Χαίλντερλιν (1770-1843).

Με τον διάσημο στίχο του «Κι οι ποιητές τι χρειάζουνται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό» από το ποίημα «Αρτος και οίνος» ο Χαίλντερλιν θα πλαισιώσει επίσης τη διασημότερη ίσως «γκρίνια» του ελληνικού μοντερνισμού, το «Ημερολόγιο καταστρώματος Α΄» του Γιώργου Σεφέρη.

Το πεζό έργο του με τίτλο «Υπερίων ή ο ερημίτης στην Ελλάδα», στη μετάφραση του Λαυρέντιου Γκέμερεϋ, που στην παλιά έκδοση του «Ηριδανού» συνοδευόταν από εκτενές απόσπασμα της «Ιστορίας του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» του Παναγιώτη Κανελλόπουλου για τον Χαίλντερλιν, δεν έλειπε, επί σειρά δεκαετιών, από καμία βιβλιοθήκη. Ο «Υπερίων» είναι ένα ποιητικού ύφους μυθιστόρημα σε επιστολική μορφή, που απηχεί τις ιδέες του πρώιμου γερμανικού φιλελληνισμού του 18ου αιώνα και την οδύνη από την αποτυχημένη εξέγερση των Ορλωφικών.

Ο Χαίλντερλιν, ιδιόμορφη, μεταιχμιακή μορφή ανάμεσα στον κλασικισμό και στον ρομαντισμό, μην ανήκοντας πραγματικά σε κανένα ρεύμα, μπολιάζει εμβληματικά τα ελληνικά γράμματα. Ομως το ελληνικό αναγνωστικό κοινό δεν είναι πραγματικά εξοικειωμένο με την ποίησή του.

Στο μεγαλύτερο σε έκταση ποίημά του με τίτλο «Το Αρχιπέλαγος» αντιμετωπίζει το αρχετυπικό ελληνικό τοπίο, που ο ίδιος ποτέ δεν αντίκρισε με τα πραγματικά του μάτια, ως πύλη ιδεών και συναισθημάτων.

Μοιάζει σάμπως ο ίδιος ο ποιητής με τη γλυκιά μορφή και την τραγική μοίρα (έζησε σε κατάσταση πνευματικού σκότους τα 36 τελευταία χρόνια της ζωής του, που μέχρι τότε του επιφύλαξε μεγάλες δόσεις λογοτεχνικής αδικίας και βιοποριστικής σκληρότητας) να έχει προστεθεί σε ένα νεωτερικό ελληνικό δωδεκάθεο όπως και, υπό διαφορετικούς όρους, ο Μπάιρον. Το μεγαλύτερο σε έκταση ποίημά του με τίτλο «Το Αρχιπέλαγος», μεταφρασμένο απλά και ουσιαστικά από τον Αλέξανδρο Παπαγεωργίου-Βενετά (εκδόσεις Σήμα Εκδοτική, 2023) μπορεί να συμβάλει στην όψιμη εξοικείωσή μας με την ποίησή του. Σε 296 στίχους, το ποίημα, που χρονολογείται περίπου στο 1800, με το ιδιότυπο αρχαιοπρεπές εξάμετρο, σε τόνους άλλοτε υμνητικούς, άλλοτε ελεγειακούς, αντιμετωπίζει το αρχετυπικό ελληνικό τοπίο, που ο Χαίλντερλιν ποτέ δεν αντίκρισε με τα πραγματικά του μάτια, ως πύλη ιδεών και συναισθημάτων.

Αν σε κάποιους η σκέψη αυτή, και η όλη χαιλντερλιανή ατμόσφαιρα, φέρνει στον νου τον Κάλβο, είναι νομίζω δικαιολογημένος ο συνειρμός. Μέσα από το τοπίο, τη χρήση των μύθων και της ιστορίας, ιδίως μάλιστα της ιστορίας της πόλης των Αθηνών και τα όσα αυτή υπέστη αλλά και κατάφερε στους Περσικούς Πολέμους, ο Χαίλντερλιν διατυπώνει με τη σπάνια ποιότητα του ευγενικού του πάθους βαθύτερους καημούς τόσο για τη μοίρα του ανθρώπου της εποχής του όσο και για την προσωπική του επικείμενη τραγική εξέλιξη.

Είναι ένα ποίημα που ανακαλεί την κλασική αρχαιότητα μέσα από τις εικόνες του τοπίου και της ιστορίας, σαν ένα είδος παιδικού παραδείσου από τον οποίο το ποιητικό εγώ νιώθει πλέον εξόριστο, ως άτομο και ως άνθρωπος του καιρού του: «Πορεύεται μέσα στη νύχτα, σαν μέσα στα Τάρταρα κατοικεί/ Χωρίς θεϊκή παρουσία η γενιά μας. Στη δουλειά τους/ Μόνοι προσηλωμένοι, και τον εαυτό του μόνο ακούει ο καθένας». Είναι φανερή η κριτική στον σύγχρονο πολιτισμό, ένα ρομαντικό προανάκρουσμα που παρέμεινε έκτοτε επίκαιρο και το ασπάστηκαν συνειδητά οι μοντερνιστές.

Ιδιαίτερη συγκίνηση επιφυλάσσουν τα σημεία όπου ο Χαίλντερλιν διαισθάνεται τη δική του προελαύνουσα ψυχική νόσο και προσεύχεται να του δοθεί βοήθεια: «και όταν ο χρόνος που παρασύρει τα πάντα/ Βίαια μου αρπάξει το νου και η ανάγκη και η σύγχυση/ Ανάμεσα στους θνητούς τη θνητή μου ζωή συνταράξει,/ Δώσε τότε στα βάθη σου μέσα να θυμηθώ τη σιωπή».

Δεν είναι ένας άσαρκος ιδεαλισμός ούτε ένας σκοτεινός ρομαντισμός που τον κινούν καθώς μεταφράζει ποιητικά, με πλούσια και δαμασμένη συγκίνηση, αφενός τον κώδικα του ιδεατού τοπίου, αφετέρου τις δικές του γερές αρχαιοελληνικές γνώσεις. Η θάλασσα διατηρεί τη μνήμη και το σπέρμα της συνέχειας, όταν η ξηρά και τα έργα των ανθρώπων θα παραδοθούν στην καταστροφή. Και «ο έμπορος ο στοχαστικός/ Χαρούμενος, γιατί φυσάει και γι’ αυτόν άνεμος ούριος και οι Θεοί/ Το ίδιο αγάπησαν κι αυτόν, όπως τον ποιητή, γιατί/ αυτός μοίρασε τα καλά δώρα της γης/ Και ένωσε με τα δικά μας τα μέρη τα μακρινά». Το Αιγαίο, ο γέροντας πόντος, τα νησιά-κορίτσια του, η ιστορία –η ιστορία μας!– ως συγκινημένη κατάφαση μιας ζωής άξιας να τη ζει κανείς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή