Ο ποιητής Νίκος Παναγιωτόπουλος, εργάτης του λόγου

Ο ποιητής Νίκος Παναγιωτόπουλος, εργάτης του λόγου

«Αφήνει ένα έργο που έκανε τη μεγάλη τομή στα γράμματά μας, μας αφήνει μια περιουσία πολύτιμη, ανεκτίμητη…» λέει η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου

2' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εγραφε και ξανάγραφε· βυθιζόταν στη γλώσσα και πάλευε με τα κύματά της· ανέτεμνε την παρακμή και έφερνε στο φως μια μπερδεμένη Ελλάδα που πάσχιζε να περάσει από τον 20ό στον 21ο αιώνα· επί χρόνια, από το 1985, το opus incertum –η αέναη, ακανόνιστη αφήγηση–, το «Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια», γραφόταν στην Αθήνα, διορθωνόταν στα νησιά, στοχαζόταν σε σπίτια χαμηλά και κτήματα φιλόξενα, μέχρι την τελική έκδοση του 2022 (εκδ. Ροδακιό). Ο θάνατος του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου, χθες, Πέμπτη, ολοκληρώνει ένα έργο πολύτιμο για τα γράμματά μας.

Γεννήθηκε το 1945 στα Εξάρχεια, μεγάλωσε στη Νέα Σμύρνη, αλλά πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στου Φιλοπάππου, σε ένα σπίτι που επισκευάστηκε, όπως έχει αφηγηθεί ο ίδιος στη Lifo, από σπουδαία αρχιτεκτονικά χέρια: Κυριάκος Κρόκος, Γιώργος Μακρής, Τάσης Παπαϊωάννου – άλλωστε, η αρχιτεκτονική και η ποίηση ήταν για εκείνον αυτό που ένωνε το πρόσωπο και τον τόπο· κοντολογίς, το έργο της ζωής του.

Ολοκληρώνοντας το σχολείο και τη στρατιωτική του θητεία, εργάστηκε στη φαρμακαποθήκη που είχε ιδρύσει ο πατέρας του, προτού απορροφηθεί από τις λέξεις – τις δικές του, αλλά κι εκείνες των αρχαίων τραγικών που μετέφραζε. Με τον Βασίλη Διοσκουρίδη και την Τζούλια Τσιακίρη, στενούς φίλους χρόνων, ίδρυσαν το λογοτεχνικό περιοδικό «Εκηβόλος» το 1978. «Στις πνευματικές, καλλιτεχνικές, φιλοσοφικές εμμονές αυτού του κύκλου άθροισα την προσωπική μου έρημο, ποιος ξέρει τι πιστεύοντας και τι περιμένοντας. Ενα περιστέρι; Τον κατακλυσμό;» ήταν τα δικά του λόγια στη Lifo.

Το «Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια» (σύσσημον: το συμφωνημένο σημάδι, αυτό που σημαίνει το ίδιο για σένα και για μένα) τα πρώτα 18 χρόνια (1988-2006) κυκλοφορούσε σε φυλλάδια εκτός εμπορίου, που ο ποιητής ενεχείριζε, όπως καταγράφει ο Δημήτρης Καράμπελας στη «Νέα Εστία», σε πρόσωπα δικής του επιλογής. Οπως σημειώνει, η χειρονομία αυτής της επιλογής ήταν «μία έμπρακτη επιβεβαίωση του βαθύτερου χαρακτήρα ενός έργου, “με κυριότερο γνώρισμα τη δυσκολία του να υπάρξει”».

Με αυτή «τη σύνθεση του ερμητικού με το απερίφραστο», απεικόνισε την ατομική και συλλογική παρακμή με την ακρίβεια εκείνου που γνωρίζει τις μυστικές λειτουργίες της γλώσσας, μιας γλώσσας ιδιωτικής, οραματικής, εσωτερικής, σε ένα κείμενο με «αδιάβατα δάση αναφορών» για έναν πολιτισμό που καταρρέει, όπως είχαν γράψει η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου και ο Δημήτρης Καράμπελας στη «Νέα Εστία».

«Κατόρθωσε να χωρέσει ολόκληρη την ελληνική γλώσσα, την ομορφιά, τον πλούτο της, σε μια μορφή μυσταγωγική, που συναρπάζει και καθηλώνει, κυρίως γιατί αποδίδει μέσα από τα πανάρχαια μυθικά σύμβολα την τύχη του σύγχρονου ανθρώπου, την αδιανόητη κατάσταση της φθοράς και της παρακμής που ζούμε σήμερα», λέει στην «Κ» η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, ομότιμη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΑΠΘ, για «την πιο ιδιαίτερη φωνή της γενιάς του», συγκλονισμένη από τον θάνατο του ποιητή. «Αφιερώθηκε στην τέχνη όπως κάνουν μόνον οι μεγάλοι εργάτες του λόγου, που σήμερα εκλείπουν. Μιλώ για έναν ποιητή με αυθεντικό όραμα», συμπληρώνει. «Αφήνει ένα έργο που έκανε τη μεγάλη τομή στα γράμματά μας, μας αφήνει μια περιουσία πολύτιμη, ανεκτίμητη…».

Οπως γράφει ο Γιάννης Αστερής στη «Νέα Εστία», ο Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος ήταν ένας άνθρωπος που φαινόταν παράξενος και ανοίκειος, αλλά που ενεργοποιούσε τη φυσική οικειότητα – ένας άνθρωπος που φάνταζε «αλύγιστος σαν φάρος ή ψύχραιμος σαν Κέλτης».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή