Στην Greektown του Σικάγου

Ο Απόστολος Νικολαΐδης πήγε στις ΗΠΑ για τρεις μήνες και έμεινε 25 χρόνια. Τώρα η κόρη του αφηγείται την ιστορία του

6' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από 13 ετών δούλευε στις οικοδομές και πάντα τραγουδούσε πάνω στις σκαλωσιές. Μόλις σταματούσε, οι άλλοι εργάτες τον παρακαλούσαν, «Αποστόλη, πες κι άλλο τραγούδι».

Τα εφηβικά χρόνια στη Θεσσαλονίκη συμπλήρωναν καντάδες με μπουζούκια μαζί με άλλους πιτσιρικάδες της γειτονιάς. Σύντομα έφυγε κρυφά στην Αθήνα με το όνειρο να γίνει τραγουδιστής.

Το 1959, ο Απόστολος Νικολαΐδης, στην πρωτεύουσα πια, τραγουδάει στην «Τριάνα» του Χειλά και τρία χρόνια αργότερα περνάει από ακρόαση στην Columbia. Τραγούδησε «Το τελευταίο βράδυ μου», παρουσία του ινδάλματός του, του Καζαντζίδη. Τα μπουζούκια που τον συνόδευαν, ο Παπαδόπουλος και ο Καρνέζης, ενθουσιάστηκαν. Αλλά και ο ίδιος ο βάρδος, που του ζήτησε να πει ένα ακόμη τραγούδι. Σαν έμαθε ότι είναι κι αυτός από τον Πόντο, του πρότεινε να δουλέψουν μαζί το επόμενο καλοκαίρι.

Στο πάλκο του «Κουλουριώτη», στην παραλία Μοσχάτου, το μαγαζί γέμιζε με τον απογευματινό ήλιο προκειμένου να ακούσουν τον Στέλιο. Εκεί έμαθαν τον Απόστολο Νικολαΐδη.

Στα χρόνια που ακολούθησαν δούλεψε με τους Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Βαμβακάρη, Παγιουμτζή, Λαύκα, Χιώτη, Καλδάρα, Κολοκοτρώνη και άλλους πολλούς. Κι ενώ κάνει επιτυχία με το τραγούδι «Ασυμμόρφωτη», απογοητευμένος από τις δισκογραφικές εταιρείες, το 1968 φεύγει για το Μόντρεαλ.

Πήγε για τρεις μήνες κι έμεινε 25 χρόνια, λέει με ένα πλατύ χαμόγελο η κόρη του καταξιωμένου τραγουδιστή, Μαρία Νικολαΐδου, με την οποία συναντηθήκαμε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού της στην Ελλάδα. Μιλάει με απέραντη αγάπη και θαυμασμό για τον πατέρα της, που έφυγε από τη ζωή το 1999, σε ηλικία 61 ετών.

Η αγάπη της αποτυπώνεται με ζηλευτό τρόπο στη δίγλωσση μονογραφία (και στα αγγλικά) με τίτλο «Απόστολος Νικολαΐδης. Ενας γνήσιος λαϊκός τραγουδιστής που δεν λογοκρίθηκε ποτέ». Πλούσιο λεύκωμα 508 σελίδων (εκδ. Marilou press) με μαρτυρίες, ντοκουμέντα, φωτογραφίες και έρευνα που ξεδιπλώνει τη ζωή και το έργο του Νικολαΐδη, έως την αναγνώριση στην Αμερική, που ήρθε όταν ηχογράφησε τα «απαγορευμένα» ρεμπέτικα.

«Ηθελα να είναι υπερπαραγωγή. Να το ξεφυλλίζει κάποιος και να ευχαριστιέται και συγχρόνως να βρίσκει σε αυτό κάθε πληροφορία».

Βραβευμένη σχεδιάστρια, διευθύντρια δημιουργικού και εκπαιδευτικός με πάνω από 25 χρόνια εμπειρία στην οπτική επικοινωνία, στις γραφιστικές τέχνες, στη διαδραστική σχεδίαση στη Νέα Υόρκη όπου ζει, της πήρε μια δεκαετία να ολοκληρώσει το βιβλίο.

Το οικογενειακό αρχείο ήταν πλούσιο χάρη στη μητέρα της, που φρόντιζε να συλλέγει κάθε δημοσίευμα, αλλά και τον ίδιο τον πατέρα της. «Του άρεσε να γράφει λεζάντες στις φωτογραφίες κι αυτό με βοήθησε πολύ. Η ιστορία ξεπηδούσε μέσα από τα οικογενειακά τεκμήρια».

Ποιος ήταν εντέλει ο Απόστολος Νικολαΐδης; «Ηταν μοναχικός και, θα μπορούσε να πει κανείς, μοναδικός», τον περιγράφει ο Γιώργος Κοντογιάννης στον πρόλογο του βιβλίου. Στις ηχογραφήσεις του έδινε έμφαση στη ρυθμικότητα των εκτελέσεων και στο στακάτο παίξιμο της ορχήστρας. «Η φωνή του ήταν χωρίς πολλές τσαλκάντζες και η εξωστρέφεια των ερμηνειών του δεν έκρυβε το εσωτερικό μεράκι που είχαν».

Στην Greektown του Σικάγου-1
Διαφημιστική καταχώριση του κέντρου «Grecian Gardens» σε αγγλόφωνο οδηγό νυχτερινής διασκέδασης. 

«Δεν ήταν ρεμπέτης»

«Είχε την ταμπέλα του βαρύ τραγουδιστή που ερμηνεύει με τον αυθεντικό τρόπο τα λεγόμενα χασικλίδικα, κι αυτό τον ενοχλούσε, γιατί θεωρούσε τον εαυτό του λαϊκό τραγουδιστή, όπως ξεκίνησε», λέει η κόρη του. «Δεν αποδεχόταν τον χαρακτηρισμό του ρεμπέτη. Ξέρετε, για τους παλιούς είχε αρνητική έννοια. Ρεμπέτης ήταν αυτός που δεν είχε δουλειά, γυρνούσε στα καφενεία, κ.λπ.».

Από την Ελλάδα ο Απόστολος Νικολαΐδης έφυγε γιατί θεωρούσε ότι τον έριχναν οι εταιρείες. «Ο πατέρας ήταν ασυμβίβαστος, σοβαρός, αυστηρός και αυτό στα μάτια των άλλων σήμαινε βαρύς. Ηταν πολύ γενναιόδωρος, με χιούμορ για όσους τον γνώριζαν καλά και με την οικογένειά του υπερπροστατευτικός».

«Δεν ήθελε να τον ακολουθεί η ταμπέλα του τραγουδιστή που έλεγε τα χασικλίδικα», λέει για τον πατέρα της η Μαρία Νικολαΐδου.

Το ενδιαφέρον στην περίπτωσή του είναι ότι μεγάλο μέρος του κοινού στην πατρίδα του τον έμαθε μέσω της καριέρας του στην Αμερική και του δίσκου «Οταν καπνίζει ο λουλάς» στη NINA Records Company, με τα απαγορευμένα τότε «χασικλίδικα» ρεμπέτικα.

«Επέστρεψε το 1981 για να πάμε εδώ σχολείο με την αδελφή μου Αναστασία και μείναμε έως το 1988, έπειτα ξαναφύγαμε για να πάμε εκεί πανεπιστήμιο. Τη δεύτερη φορά ο πατέρας ήρθε στα τέλη του ’94. Πικράθηκε γιατί τον εξαπάτησαν. Απογοητεύτηκε και για έναν επιπλέον λόγο, ηχογράφησε έναν δίσκο με ερωτικά τραγούδια που πίστεψε πολύ, το “Δεν χρειάζονται λόγια”, αλλά δεν πήγε καλά. Δεν ήθελε να τον ακολουθεί η ταμπέλα του τραγουδιστή που έλεγε τα χασικλίδικα. Εκείνη την εποχή στην Ελλάδα είχε γίνει cult».

Στην Greektown του Σικάγου-2

Στη δεύτερη επιστροφή, το 1994, το τοπίο είχε αλλάξει, δεν υπήρχαν πια τα παλιά πάλκα ούτε ο σεβασμός στον καλλιτέχνη, ο κόσμος χόρευε στα τραπέζια, όμως το ενδιαφέρον για τον Νικολαΐδη ανακινήθηκε εξαιτίας μιας σειράς εκπομπών του Πάνου Γεραμάνη.

Ηχογράφησε περίπου 20 δίσκους μαζί με εκείνους στην Αμερική. Στο Χιούστον ίδρυσε και τη δική του δισκογραφική. Την ονόμασε Marilou χάριν της κόρης του. Και όπως τονίζει η ίδια, αγαπήθηκε όσο λίγοι καλλιτέχνες από την ομογένεια της Αμερικής, του Καναδά και της Αυστραλίας.

Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήταν ο δίσκος «Οταν καπνίζει ο λουλάς», που περιέχει τραγούδια για ουσίες που έγραψαν οι Μητσάκης, Τσιτσάνης, Βαμβακάρης, Γκόγκος, Δελιάς κ.ά. Την εποχή που πολλοί τραγουδιστές και συγκροτήματα, όπως το τρίο Μπελκάντο, έκαναν επανεκτελέσεις ελαφρών και λαϊκών τραγουδιών, εκείνος ποντάρει σε όσα έμαθε δίπλα στους Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Λαύκα, Παγιουμτζή, Παπαϊωάννου, κ.ά. «Δουλεύοντας μαζί τους έμαθε πώς έπαιζαν αυτά τα κομμάτια – πάντα αργά το βράδυ και μόνο ως παραγγελιές». Η φήμη του ταξιδεύει από την Αμερική στην Αθήνα. «Τραγούδια παίζονταν στο ελληνοαμερικανικό ραδιόφωνο, ενώ στην Ελλάδα της χούντας εισάγονταν παράνομα από τους ομογενείς δεκάδες βινύλια και κασέτες που τα φέρνουν δώρα σε συγγενείς και φίλους».

Στην Greektown του Σικάγου-3
Με τον Τόλη Βοσκόπουλο στο μπαρ της «Κουίντας», το 1967. Ενα χρόνο αργότερα, έφυγε για την Αμερική. 

Η ομογένεια

Στο βιβλίο της Μαρίας Νικολαΐδου, εκτός από τον τρόπο που τοποθετεί τον πατέρα της στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού, την πορεία του στην Ελλάδα και κυρίως στις ΗΠΑ και τον Καναδά, καταγράφει πολλές λεπτομέρειες για τη διασκέδαση της ομογένειας.

Ελληνικά νυχτερινά κέντρα στο Greektown του Σικάγου, αλλά και ελληνική νυχτερινή διασκέδαση στην 8η Λεωφόρο στο Μανχάταν. Ηδη από το ’50 είχε ανθήσει μια κατηγορία. Η Μαρία Νικολαΐδου υπογραμμίζει ότι έγιναν γνωστά ως «μεσανατολίτικα νυχτερινά κέντρα» ή «ανατολίτικα καμπαρέ-εστιατόρια». «Τα μαγαζιά αυτά αποτελούσαν ένα νέο είδος μουσικού και πολιτιστικού φαινομένου στις ΗΠΑ, όπου ένας χώρος προσέφερε συνεχή ψυχαγωγία με μουσικούς και χορευτές διαφόρων εθνικοτήτων και εκμεταλλευόταν πτυχές του οριενταλισμού –ιδίως των εικόνων και των συμβόλων του– προκειμένου να προωθήσει μια γοητευτική και εξωτική υποκουλτούρα στους πελάτες του».

Το πρώτο από τα λεγόμενα «μεσανατολίτικα νυχτερινά κέντρα» ήταν το Club Zahra στη Βοστόνη το 1952. Η διεθνής επιτυχία τού «Ποτέ την Κυριακή» το 1960 και του «Ζορμπά» το 1964 πυροδότησαν παγκόσμιο ενδιαφέρον για την ελληνική μουσική και έτσι, «μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60 τα περισσότερα ανατολίτικα νυχτερινά κέντρα της Ν. Υόρκης διέθεταν ορχήστρες που απαρτίζονταν σε μεγάλο βαθμό από Ελληνες μουσικούς».

Στην Greektown του Σικάγου-4
Πιάτα και δολάρια στα πόδια του Απόστολου Νικολαΐδη. Ο ίδιος λάτρευε τον Καζαντζίδη και του άρεσαν πολύ ο Μπιθικώτσης, ο Γαβαλάς, ο Γούναρης. «Ομως άκουγε και Ελβις, Τίνα Τέρνερ, Τομ Τζόουνς, Gipsy Kings, είχε και κασέτες των Τalking Heads», λέει η κόρη του, Μαρία Νικολαΐδου. 

Η «εξωτική Αστόρια»

Το 1977, η εφημερίδα New York Times περιγράφει την Αστόρια ως «μια εξωτική πόλη εντός της πόλης… ζωντανή με ελληνικά νυχτερινά κέντρα, εστιατόρια, ταβέρνες, καφετέριες και ασυνήθιστα παντοπωλεία».

Υπήρχαν πολλά κέντρα αλλά και καταστήματα που είχαν μόνο ελληνικούς δίσκους και κασέτες 8 track, λέει η Μαρία Νικολαΐδου. «Οι ομογενείς έλεγαν “ο δικός μας ο Αποστόλης”». Τη ρωτάω για τη λεγόμενη χαρτούρα, τα δολάρια που πέταγε το κοινό, τα πιάτα και τα λουλούδια. «Εμαθα για όλα αυτά από τις διηγήσεις της μητέρας γιατί στο κέντρο που τραγουδούσε ο μπαμπάς δεν μας άφηνε να πάμε με την αδελφή μου. Από άλλους έμαθα ότι όταν τραγουδούσε εκείνος, τα πιάτα τού έφταναν μέχρι το γόνατο στο πάλκο».

Από τα φημισμένα εκείνα κέντρα της Ν. Υόρκης δεν έμεινε τίποτα, λέει στην «Κ» η Μ. Νικολαΐδου. «Το τελευταίο που έκλεισε ήταν η “Ελληνική σπηλιά”. Οι νεότερες γενιές επιζητούν άλλη διασκέδαση, κυρίως συναυλίες. Το πρότυπο του κοινού που πάει να ακούσει μοιάζει πολύ μακρινό. Το πάλκο έχει απήχηση κυρίως στους γονείς τους».

Τι άκουγε ο πατέρας της σε στιγμές ανάπαυλας; «Τον Καζαντζίδη, ήταν σκληροπυρηνικός θαυμαστής του. Του άρεσαν επίσης ο Μπιθικώτσης, ο Γαβαλάς, ο Γούναρης. Ομως άκουγε και Ελβις, Τίνα Τέρνερ, Τομ Τζόουνς, Gipsy Kings, είχε και κασέτες των Τalking Heads. Βαρύς, αλλά και ανοιχτόμυαλος», γελάει απέναντί μου η κόρη του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή