«Η “Εκάβη” είναι έργο των νεκρών»

«Η “Εκάβη” είναι έργο των νεκρών»

Η σκηνοθέτις Ιώ Βουλγαράκη και η ηθοποιός Ελένη Κοκκίδου μιλούν για την Επίδαυρο, τον πόλεμο και τις γυναίκες-θύματα

6' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Η εμπειρία της Επιδαύρου δεν θα έπρεπε να είναι φορτωμένη με τόσο ειδικό βάρος. Θεωρώ ότι οι καλλιτέχνες πρέπει να τη βιώνουν συχνότερα, κάτι που θα επέτρεπε την πραγματική μαθητεία και τριβή. Αλλιώς, είναι σαν να λες σε έναν συνθέτη ότι μπορεί να γράψει μόνο μια συμφωνία στη ζωή του».

Στη δεύτερη αναμέτρησή της με την τραγωδία, η Ιώ Βουλγαράκη νιώθει μεγαλύτερη ελευθερία από ό,τι το 2019. Επέλεξε την «Εκάβη» του Ευριπίδη που θα δούμε στο αργολικό θέατρο στις 11 και 12 του μηνός με την Ελένη Κοκκίδου στον ομώνυμο ρόλο, γιατί διανύει μια περίοδο κατά την οποία την απασχολεί έντονα το θέμα του συλλογικού πένθους.

«Θεωρώ ότι όλοι μας μετά την COVID είμαστε ακόμη σε ένα τούνελ», λέει στην «Κ». Ηρθε και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ενάμιση χρόνο πριν, και οι περιπέτειες που άλλαξαν τη ζωή καλών της φίλων. Φίλων που απέκτησε στα έξι χρόνια σπουδών της στην Ακαδημία Θεάτρου GITIS της Μόσχας, έπειτα από εκείνα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. «Στην εισβολή πολλοί έφυγαν χωρίς να ξέρουν πού πάνε, άλλους φιλοξένησα μέχρι να δουν τι θα κάνουν, άλλοι παραμένουν εκεί σε δύσκολες συνθήκες. Επώδυνες και σύνθετες καταστάσεις γιατί υπάρχουν και οι οικογένειες που έχουν και τις δύο ρίζες. Η ανελευθερία και η καταστολή αυτή τη στιγμή στη Ρωσία είναι σε έντονο βαθμό. Υπάρχει ένα συλλογικό τραύμα. Ο κύκλος μου είναι καλλιτέχνες που ένιωσαν τρομερό φόβο και ντροπή να παραμείνουν εκεί. Εχω δάσκαλό μου που ύστερα από 20 χρόνια εργασίας στην Ακαδημία απολύθηκε γιατί πήρε δημόσια θέση στο ζήτημα. Νομίζουμε ότι όλα αυτά συμβαίνουν μακριά μας αλλά θα μπορούσε να είμαστε εμείς».

Θυμίζει όμως και τις πρόσφατες τραγωδίες στα Τέμπη και το ναυάγιο έξω από την Πύλο. «Το πένθος είναι μια λέξη-κλειδί για την ψυχική μας κατάσταση ως κοινωνία».

Η «Εκάβη» του Ευριπίδη στη νέα μετάφραση της Ελένη Βαροπούλου τη συγκινεί ιδιαίτερα, «γιατί είναι ένα έργο των νεκρών. Αυτοί ορίζουν τις ζωές των ζωντανών. Το έργο ξεκινάει με ένα φάντασμα, τον άταφο γιο της Εκάβης, ο οποίος μιλάει για ένα άλλο φάντασμα, του Αχιλλέα. Δυο φαντάσματα βάζουν το έργο σε τροχιά».

Βία, σπαραγμός, μοιάζει να αφορούν κυρίως όσους τα ζουν και για τους άλλους «περιορίζεται σε μια εικονική και ακίνδυνη πληροφορία που θάβεται σε πλήθος ειδήσεων».

Το «εμείς» της απώλειας

Βασικός άξονας στην παράστασή της είναι το θέμα του φύλου. «Η Εκάβη και μια κοινότητα γυναικών είναι εκτεθειμένες στη βία. Με απασχολεί το ποιες είναι αυτές οι γυναίκες και πώς συγκροτούνται μέσα από το πένθος. Από τη στιγμή που είμαστε σε έναν κόσμο βίας σημαίνει ότι είμαστε σε έναν κόσμο απώλειας και η απώλεια ενώνει με κάποιο τρόπο τους ανθρώπους, συγκροτεί ένα “εμείς”. Για τι πράγμα είναι ικανό αυτό το συλλογικό σώμα;».

Ο Ευριπίδης μιλάει για την αποκτήνωση που μπορεί να προκαλέσει στους ανθρώπους ο πόλεμος. Και την εκδίκηση. «Είναι μια αναπόφευκτη αντίδραση στη συνεχόμενη βία. Εχει να κάνει και με το ότι δεν δίνεται χώρος στο πένθος. Και σήμερα, κανείς δεν θέλει τη δημόσια εκδήλωσή του. Το είδαμε στα Τέμπη. Αυτό είναι μέρος της βίας. Πρέπει να βιωθεί διαφορετικά, γιατί το σώμα νοσεί».

Η Ιώ Βουλγαράκη υπογραμμίζει ότι πολλά απ’ όσα συμβαίνουν, ξεχνιούνται γρήγορα. Πόλεμοι, βία, σπαραγμός, μοιάζει να αφορούν κυρίως όσους τα ζουν και για τους άλλους «περιορίζεται σε μια εικονική και ακίνδυνη πληροφορία που θάβεται σε πλήθος ειδήσεων. Είναι συνδυασμός μιας εποχής που σπρώχνει διαρκώς τα πράγματα στην επόμενη μέρα. Οσο αποκόβεσαι από το συλλογικό βίωμα, τόσο σε καταλαμβάνει ο κυνισμός. Η υγειονομική κρίση ήταν και μια βαθύτατη κοινωνική και ψυχική κρίση γιατί η απομόνωση των ανθρώπων ήταν τεράστια».

Λέει ακόμη ότι μάθαμε αυτά τα έργα μέσα από την ανδρική ματιά. «Στην Επίδαυρο από το 1955 μόνο 13 γυναίκες σκηνοθέτησαν 25 παραστάσεις! Συνολικά παίχτηκαν 501 και οι 476 από άνδρες. Είναι μια συνθήκη που μπορεί εύκολα να οδηγήσει μια γυναίκα ή μια θηλυκότητα γενικότερα, στην εσωστρέφεια. Να πει δεν μπορώ να παλέψω αυτό το πράγμα, δεν μπορώ να παλέψω για μια ορατότητα ή μια προσβασιμότητα στην τέχνη γιατί ταυτόχρονα παλεύει, όπως όλοι, για την επιβίωση, τα προς το ζην, το μεγάλωμα των παιδιών. Η ανισότητα ευκαιριών μέσα στα χρόνια σε εξαντλεί. Γι’ αυτό δεν έχουμε πολλές γυναίκες δημιουργούς, στην πορεία κουράστηκαν».

Η ποσόστωση δεν είναι αυτοσκοπός – «την βλέπω ως εκπαιδευτικό εργαλείο», λέει η σκηνοθέτις. «Πρέπει να εκπαιδευτεί η κοινωνία στην ίση παρουσία κι εκπροσώπηση όλων των φύλων στην τέχνη και παντού». Ακόμη η εκπροσώπηση πρέπει να είναι ποιοτική. «Το να έχεις έναν ίσο αριθμό σε μεγάλους πολιτιστικούς οργανισμούς και οι γυναίκες να αναλαμβάνουν πάντα το παιδικό θέατρο, την πειραματική σκηνή, τη μικρή φόρμα, αλλά η Επίδαυρος να είναι το κάστρο των ανδρών δημιουργών, είναι κι αυτό προβληματικό».

«Η “Εκάβη” είναι έργο των νεκρών»-1
«Οσο αποκόβεσαι από το συλλογικό βίωμα, τόσο σε καταλαμβάνει ο κυνισμός», λέει η Ιώ Βουλγαράκη. Φωτ. KIKI PAP

«Είναι ειδικό θέατρο η τραγωδία, έχει τους δικούς της νόμους»

Με την Ελένη Κοκκίδου μιλήσαμε σε μία από τις πολλές μετακινήσεις της με πούλμαν σ’ αυτή την περιοδεία. Από τις πιο δύσκολες εμπειρίες, σε μια περίοδο αφόρητης ζέστης και υγρασίας από τους καύσωνες, λέει ότι «υπήρχαν στιγμές που δεν μπορούσα να ανασάνω, μιλούσα κοφτά για να πάρω ανάσες στα ενδιάμεσα για να επανέλθω. Οταν παίζαμε στην Πρέβεζα νόμιζα ότι θα μείνω πάνω στη σκηνή». Κι όλα αυτά σε εποχή αμέτρητων πυρκαγιών σε όλη τη χώρα.

Είναι όμως και οι απαιτήσεις των έργων και των ρόλων που διαφέρουν. «Είναι ειδικό θέατρο η τραγωδία, δεν το έχω ξανακάνει, έχει τους δικούς της νόμους». Είχε βέβαια την εμπειρία του χορού από το 1987 που έπαιξε σε παράσταση του Σπύρου Ευαγγελάτου, αλλά είναι κάτι διαφορετικό. «Δεν έχει σχέση με τον ρόλο αλλά με αυτό που βρίσκεις υποκριτικά ως ηθοποιός στη σκηνή και πώς αυτό θα πολλαπλασιαστεί και θα φτάσει στον θεατή ως κάτι μεγάλο, μη κανονικό, μη ρεαλιστικό. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ποίηση και ανθρώπους που συμβολίζουν ιδέες και έννοιες. Υπάρχουν πολλά και μεγάλα πράγματα τα οποία ξέρω από τώρα ότι λίγο θα αγγίξω. Πρέπει να ασχολείσαι χρόνια με την τραγωδία για να κατακτήσεις κάποια από αυτά. Καλούμαι σε γρήγορους ρυθμούς να καλύψω τεράστιες αποστάσεις και γίνεται καθημερινός αγώνας για να τα πετύχω».

Λέει ότι δεν γνωρίζει κάποιες τεχνικές που είχαν οι παλιότεροι ηθοποιοί. «Την ένταση που προκαλούσε ρίγη στο σώμα των θεατών». Ακολουθεί την προετοιμασία που απαιτούν αυτοί οι ρόλοι, όμως «το ζέσταμα που κάνω στη φωνή και στο σώμα είναι το τεχνικό μέρος. Στο κομμάτι της υποκριτικής πρέπει να αναμετρηθώ με τη μάνα που έχασε όλα της τα παιδιά (50 σύμφωνα με τον μύθο), ακόμη και τα δύο που της έμειναν τα σκοτώνουν μετά τον πόλεμο της Τροίας κι όχι κατά τη διάρκειά του. Είναι τα στερνοπούλια της, η Πολυξένη που το φάντασμα του Αχιλλέα ζητάει να θυσιαστεί και το αγόρι της, ο Πολύδωρος που εμπιστεύτηκε ο άνδρας της Πρίαμος μαζί με χρυσάφι στον “φίλο” τον Πολυμήστορα. Εκείνος τον σκότωσε, τον τεμάχισε και πέταξε τα κομμάτια του στη θάλασσα για να κρατήσει τον χρυσό».

Για την Ελένη Κοκκίδου, η Εκάβη σήμερα θα μπορούσε να είναι οι γυναίκες που σκοτώνονται στον πόλεμο, κακοποιούνται, εκείνες που ακρωτηριάζονται από αντίπαλες φυλές, πρόσφυγες που θαλασσοπνίγονται αναζητώντας άλλους τόπους, όσες κλεισμένες στο αμπάρι πνίγηκαν στο ναυάγιο ανοιχτά της Πύλου. «Τα μεγαλύτερα θύματα σε κάθε πόλεμο, ακόμη και στον οικονομικό, είναι οι γυναίκες». Η συζήτηση στρέφεται στους παλιούς εκπαιδευμένους ηθοποιούς της Επιδαύρου. «Τώρα είναι πολύ πιο απενοχοποιημένα τα πράγματα, δεν χρειάζεται να είσαι η Παξινού για να παίξεις εκεί». Θεωρεί ότι στην Επίδαυρο αυτό που παρίσταται πρέπει να είναι ζωντανό και σημερινό. «Ποιος νόμος ορίζει ότι δεν πρέπει να έχεις μικρόφωνα; Επειδή το έκαναν συγκεκριμένοι ασκημένοι ηθοποιοί που κάθε χρόνο έπαιζαν σε τραγωδία και μιλούσαν με συγκεκριμένη τεχνική; Σήμερα δεν έχουμε την ανάγκη ούτε την παιδεία να έχουμε εκείνες τις δουλεμένες φωνές που μεταφέρουν τον κραδασμό στον θεατή. Εχουμε μια εμμονή με την αρχαιολατρία, ίσως και άγνοια του σύγχρονου πολιτισμού. Δεν δίνουμε τη δυνατότητα στους καλλιτέχνες του σήμερα να εισχωρήσουν στις ζωές μας».

Οι όποιες αντιδράσεις του κοινού μαρτυρούν «αγκυλώσεις και μια λειτουργία ρωμαϊκής αρένας. Το βλέπουμε και στα σόσιαλ μίντια. Ξεσκίζουμε ό,τι δεν μας αρέσει και αυτόν που το έφτιαξε. Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να έχουμε άποψη για όλα, να εκφραζόμαστε ανθρωποφαγικά. Από την άλλη, πολλά στην εποχή μας χαρακτηρίζονται συγκλονιστικά και όλοι σπουδαίοι. Εχασαν οι λέξεις το νόημά τους».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή