Κούριερ ανθρώπινων ιστοριών και αλληλεγγύης

Κούριερ ανθρώπινων ιστοριών και αλληλεγγύης

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Οικονόμου, όπως συμβαίνει και στα υπόλοιπα έργα του, είναι καταιγιστική, ομοιάζοντας συχνά με τον προφορικό λόγο

2' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πες της
ΧΡΗΣΤΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
εκδ. Πόλις, σελ. 142

Στη συλλογή διηγημάτων «Κάτι θα γίνει, θα δεις» του 2012, ο Χρήστος Οικονόμου κατάφερε να αποτυπώσει μια κοινωνική πραγματικότητα της κρίσης, η οποία ακόμη τότε βρισκόταν στα πρώτα της χρόνια. Στις λαϊκές γειτονιές όπου ζούσαν οι ήρωές του, ωστόσο, η ανέχεια και η απελπισία αποτελούσαν ήδη ενδημικές «ασθένειες»· μοναδικό αντίδοτο η ανθρωπιά, η αυθόρμητη κίνηση αγάπης προς τον διπλανό, που μπορεί να απαλύνει τον πόνο ή ακόμη και να σώσει μια ζωή.

Αυτή η αίσθηση της αντίδρασης απέναντι στη μαυρίλα υπάρχει ακόμη περισσότερο στο «Πες της», το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα του Οικονόμου, το οποίο κυκλοφορεί και αυτό από τις εκδόσεις Πόλις. Εδώ βέβαια η ιδιότητα της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης παρουσιάζεται σχεδόν σαν υπερδύναμη, την οποία ενσαρκώνει σε μεγάλο βαθμό μια μοναδική αφηγήτρια. Μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, η νεαρή κούριερ γυρίζει χωριά και πόλεις, με ζέστη ή με κρύο, εξιστορώντας συνηθισμένες, παράξενες και απολύτως σουρεαλιστικές συναντήσεις.

«Εδωσα, πήρε», γράφεται ξανά και ξανά, σαν επανάληψη μιας απλής αλλά βαθιά συμβολικής πράξης της ανθρώπινης επικοινωνίας. Η άλλη φράση που επανέρχεται εν είδει ινδικού μάντρα είναι το «Πες της σ’ αγαπάω πολύ και δεν θα το ξανακάνω», ακολουθώντας συνήθως ιστορίες όπου το παράλογο εισβάλλει τόσο άγρια μέσα τους, ώστε οποιαδήποτε άλλη απόκριση να μοιάζει περιττή.

Κάποιες ιστορίες είναι μικροσκοπικές: «Μια φορά ένα κορίτσι μου ζήτησε να της πως ότι είναι το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου. Της το είπα, μου φώναξε “Ψεύτρα” και μου έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα». Αλλες είναι αστείες: «Αλφειού, στο δεύτερο λοκντάουν, χτυπάω το κουδούνι, μάτι στο ματάκι, μπουκωμένη φωνή, μην τρομάξεις, κοπελιά, ανοίγει, ψηλή, χαρτοσακούλα στο κεφάλι με τρύπες στα μάτια, σόρι, αλλά μου τελείωσαν οι μάσκες».

Πού και πού ο συγγραφέας αφήνει την ηρωίδα του να χαθεί σε συνειρμούς: «Υστερα είναι και οι μυρωδιές. Μπαίνω σε σπίτια που μυρίζουν σαν ακριβά μαγαζιά, κι άλλα που μυρίζουν σαν ταβέρνες, πολυκατοικίες που μοιάζουν φτιαγμένες από σκόρδο, γραφεία που μυρίζουν κάλτσες μπαγιάτικες, ρετιρέ που μυρίζουν μούχλα, υπόγεια που μυρίζουν ρίγανη –καμιά φορά μου φαίνεται πως μπορώ να ξεχωρίσω τη ζεστασιά, τον καφέ, τη μοναξιά, το τσιγάρο, βουλωμένη αποχέτευση, καμένο λάδι, καμένες λάμπες, καμένα λόγια, ξαναζεσταμένες υποσχέσεις, ξαναζεσταμένο φαγητό, φρεσκοβαμμένοι τοίχοι– η ιστορία είναι σαν την μπογιά στον τοίχο, πρέπει να την αφήνεις να στεγνώνει πριν την αγγίξεις…».

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Οικονόμου, όπως συμβαίνει και στα υπόλοιπα έργα του, είναι καταιγιστική, ομοιάζοντας συχνά με τον προφορικό λόγο δίχως να υπολογίζει τα συμβατικά αισθητικά κριτήρια του γραπτού. Κάπως έτσι προλαβαίνει μόνο μέσα σε λίγες σελίδες να μιλήσει για θέματα θεωρητικά ετερόκλητα, από τον ρατσισμό και τις γυναικοκτονίες μέχρι την ερωτική απιστία και τον τρόμο του θανάτου. Ολη αυτή η ατελείωτη συλλογή μίνι χαρακτήρων και διευθύνσεων, άλλωστε, σε κάνει να αισθάνεσαι πως τελικά έχεις διαβάσει ένα βιβλίο σημαντικά μεγαλύτερο. Ανοίγει δε ένα απροσδόκητο παράθυρο παρατήρησης, μέσα από τα μάτια μιας συναρπαστικής αφηγήτριας, την οποία θα θέλαμε να συναντήσουμε ξανά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή